Τρίτη 29 Ιουλίου 2008

Η ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΟ... ΣΧΟΛΕΙΟ

Κατέβηκε κάποτε η Μούσα από τα Ουράνια στη Γη και τράβηξε ίσα για το σχολειό, να ρωτήσει πώς τα πάει η αγαπημένη της κορούλα, η Ποίηση. Τι το 'θελε το 'ρώτημα η άμοιρη; Κρίμα, της είπαν, έμεινε από απουσίες η κόρη σου. Απαρηγόρητη η Μούσα, πήρε τους μεγάλους δρόμους και επισκέφτηκε πολλούς σοφούς Επιστήμονες και Ειδικούς, αναζητώντας μιαν εξήγηση. Όμως αυτοί μιλούσαν ξένη γλώσσα, άγνωστη στη Μούσα. Έτσι, άφησε πίσω της την πολύβουη πολιτεία και βγήκε έξω, στα καμένα βουνά και τα ερημωμένα χωριά. Συνάντησε εκεί τους λιγοστούς γέροντες χωρικούς, ανθρώπους ταπεινούς και σιωπηλούς, που πότε-πότε μόνο καμιά παροιμία ψιθύριζαν. Τους έλεγε τον πόνο της και άκουγαν. Ήξεραν ν' ακούνε. Ύστερα, αφού κουνούσαν πολλές φορές το κεφάλι, της απαντούσαν με μια παροιμία. Με την ίδια ακριβώς παροιμία της απαντούσαν όλοι: «Τι γυρεύει η αλεπού στα γουναράδικα;». Ρητορική η ερώτηση της παροιμίας, και η εξήγηση του Νικολάου Πολίτη δεν αφήνει, βεβαίως, περιθώρια για παρερμηνείες: «Η αλώπηξ αποφεύγει να πλησιάσει εκείνους των οποίων κύριον έργον είναι η κατεργασία του δέρματός της».
(Δ.Μ.)

Το αφιερώνω στην εκπαιδευτική κοινότητα, γενικώς...

Σάββατο 26 Ιουλίου 2008

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΙΚΑΚΗΣ (9)

ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΘΥΜΗΣΕΣ.

Με τον Μικέ στην Κρύα Βρύση
Μέσα στην καρδιά του την είχε την Κρύα Βρύση ο Ρικάκης. Έρωτας μεγάλος! Αυτή η γλυκιά αιγαιοπελαγίτικη παραλία της Κηρίνθου τον είχε μαγεμένο, τον γέμιζε ενέργεια, πάθος για ζωή, για επικοινωνία, για δημιουργία. Εκεί τον έβρισκαν τόσοι φίλοι του, ντόπιοι και μή, και στήνονταν γύρω του συμπόσια που θα μείνουν σ' όλους αλησμόνητα. Σύχναζε περισσότερο στην ταβέρνα του Αλεξανδρή (Σοφού), αρκετές φορές και στης Χρυσούλας, αλλά και στην ταβέρνα της Φώταινας, που είναι στην άλλη άκρη της παραλίας.


Στο γραφικό ταβερνάκι της Φώταινας, εκεί κάτω από το καλαμένιο κιόσκι, λίγα μονάχα μέτρα από το κύμα και πολλούς αιώνες μακριά από τη θορυβώδη και ψυχρή αισθητική του σύγχρονου πολιτισμού, συναντιόταν ο Ρικάκης με τον αγαπημένο του φίλο Μικέ Κουτούζη και τη σύζυγό του Κορίνα, που από τότε που τον γνώρισαν, αρχές της δεκαετίας του '90, είχαν έναν επιπλέον και πολύ σπουδαίο λόγο να περνάνε τους μήνες του καλοκαιριού, αλλά και διαστήματα άλλων εποχών του χρόνου, στην Κρύα Βρύση. Τον λάτρευαν πραγματικά, μα κι ο Ρικάκης είχα δει πόσο χαιρόταν να είναι μαζί τους κάθε φορά, είτε στης Φώταινας τα μεσημεράκια, είτε στο εξοχικό τους από νωρίς το βράδυ μέχρι και πολύ αργά, ώρες ατέλειωτες, γεμάτες καλή καρδιά και ανεξάντλητο χιούμορ.



Οι αναμνήσεις του Αντώνη Λάμπρου
Ο Ρικάκης ήταν πολύ δεμένος με τον Αντώνη Λάμπρου και τη σύζυγό του Νίτσα, από τον πρώτο καιρό που εγκαταστάθηκε στην Κήρινθο. Τους επισκεπτόταν τακτικότατα στο Μαντούδι, όπως κι εκείνοι αυτόν στην Κήρινθο, ενώ πολύ συχνά έβγαιναν παρέα σε ταβέρνες, σε φιλικά "τραπέζια" και διάφορες εκδηλώσεις.
Ο Αντώνης Λάμπρου θυμάται και λέει:

Ήταν ασυμβίβαστος ο Ρικάκης, ως το τέλος, πνεύμα ανήσυχο και επαναστάτης ενάντια στα "πρέπει" της εποχής μας.
Θα τον θυμάμαι πάντα, για τις φοβερές αφηγήσεις του, το πηγαίο χιούμορ του και τη βαθιά φιλοσοφημένη σκέψη του.
Είναι κι ένα τραγούδι του Bob Dylan που θα μου τον φέρνει πάντα στο νου. Βρισκόμασταν ένα βράδυ σπίτι του οι δυο μας κι είχαμε ατέλειωτες συζητήσεις, μεταξύ οίνου και πνεύματος, ενώ ακούγαμε το "Blowin' in the wind" του Dylan, που μου μετέφραζε τους στίχους του και τους ανέλυε.
Μέσα μου θα κρατάω για πάντα τη συμβουλή του. Αντώνη, μου έλεγε, να βλέπεις τους ανθρώπους πάντα με τα θετικά τους, και όχι με τα αρνητικά τους.


Πολλά βραδάκια, στηνόταν τραπέζι για χάρη του Ρικάκη, ακριβώς μπροστά στην είσοδο του βιβλιοπωλείου που διατηρεί η σύζυγος του Αντώνη Λάμπρου στην πλατεία Μαντουδίου.


Στην ταβέρνα του Φίφα στην Κήρινθο, ο Ρικάκης ήταν από τους πιστότερους θαμώνες. Μόλις λίγες δεκάδες μέτρα απείχε από το σπίτι του και, εκτός των άλλων, τον διευκόλυνε να δίνει εκεί τα ραντεβού του, όπως και τότε για τη συνέντευξή του στην "Προσωπική Ευθύνη". Η φωτογραφία (πάνω) είναι από μια συνάντηση που είχαν μαζί του τα μέλη της ομάδας έκδοσης της τοπικής εφημερίδας "Παρέμβαση". Εκατέρωθεν του Ρικάκη, ο Αντώνης Λάμπρου και ο Νίκος Σκουμπρής.


Τα καλοκαίρια ήταν συχνά τα τσιμπούσια στη φιλόξενη αυλή του Ρικάκη, ο οποίος ήταν άψογος οικοδεσπότης. Κανείς δεν καταλάβαινε πως έτρεχε έτσι ο χρόνος, όταν άναβε η φιλοσοφική κουβέντα, μέσα σε ατμόσφαιρα εγκαρδιότητας και ευθυμίας πάντα.


Καθιερωμένη ήταν η επίσκεψη του Ρικάκη στην πλατεία Μαντουδίου νωρίς το μεσημέρι της Κυριακής, όπου θα έπινε το ουζάκι του και θα συναντούσε τον Λάμπρου και άλλους Μαντουδιανούς φίλους. Η φωτογραφία είναι από ένα τέτοιο κυριακάτικο προμεσήμερο του 1998, όταν ο Ρικάκης πέρασε από την πλατεία παρέα με τον Δημήτρη Μπαρσάκη, που τον είχε φιλοξενήσει την προηγούμενη βραδιά σπίτι του.


Ένα χρόνο πριν φύγει, ο Ρικάκης, άρχισε να χαρίζει διάφορα δωράκια στους φίλους του, μικρά μεν, αλλά μεγάλης συναισθηματικής αξίας. Αυτός, άλλωστε, ήταν ο αληθινός και μοναδικός του πλούτος. Κάποιο από τούτα είναι και το θυμοσοφικό του επίγραμμα πάνω σε ένα κομμάτι ξύλο, που χάρισε στον Λάμπρου. Το είχε φυλάξει από το "ιδιωτικό ταβερνάκι" του, τότε που ήταν στην Άνδρο.


Στον Αντώνη Λάμπρου, κατόπιν επιθυμίας του Ρικάκη, περιήλθε και το θρυλικό του Wartburg, κατασκευασμένο στην τότε Ανατολοκή Γερμανία. Θα σου χρειαστεί για τις αγροτικές σου εργασίες, του είχε πει λίγο καιρό πριν φύγει...



Η κότα της Αβερωφίνας
Στην Κήρινθο ο Ρικάκης έκανε πολλή παρέα με τον Νίκο Καταραχιά και τον Χρήστο Κούγκια. Όπως μου διηγήθηκε ο Καταραχιάς, μια βραδιά που είχαν μαζευτεί και τα έπιναν στου Ρικάκη, τους ήρθε η ιδέα να κλέψουν μια κότα από το κοτέτσι της Μαίρης Αβέρωφ και να κάνουν ακόμα ένα τσιμπούσι. Ο Ρικάκης έμενε στης Αβέρωφ κι η μικρή του αυλή χωριζόταν με μια σίτα από την υπόλοιπη έκταση του αρχοντικού. Το δε κοτέτσι βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την αυλή του.
Ούτε να το ακούσει δεν ήθελε ο Ρικάκης, τους το απέκλεισε κατηγορηματικά εξ αρχής, συνιστώντας τους να σταματήσουν τις μαλακίες και να σοβαρευτούν. Με τα πολλά, όμως, και στο όνομα της φιλίας τους, τον κατάφεραν να συναινέσει στο εγχείρημα, με βαριά καρδιά πάντως και ξεφυσώντας συνέχεια.
Μπήκαν, λοιπόν, στην αυλή της Αβέρωφ γύρω στα μεσάνυχτα, άρπαξαν την κότα από το κοτέτσι και, καθώς έφευγαν, τους τραβάει απότομα και τους λέει: Αλτ! Πού πάτε, μωρέ; Τα ίχνη... αφήσαμε ίχνη!
Είχε κιόλας κόψει ένα κλωνάρι από το κυπαρίσσι που ήταν δίπλα στο κοτέτσι κι άρχισε να σβήνει τις πατημασιές τους από το χώμα, μέχρι που πέρασαν τη σίτα. Τώρα είμαστε ασφαλείς, είπε... και συνεχίστηκε το φαγοπότι, ως τις πρωινές ώρες.



Στο δείπνο των Αγώνων Ποίησης
Οι Πανευβοϊκοί Μαθητικοί Αγώνες Ποίησης διεξάγονταν κάθε χρόνο, από το 1995 έως το 2004. Την τρίτη χρονιά, ως υπεύθυνος της διοργάνωσης, πρότεινα και στον Δημήτρη Ρικάκη να συμμετάσχει στην Κριτική Επιτροπή. Και, βεβαίως, ανταποκρίθηκε με χαρά, μεσολαβώντας μάλιστα να συμμετάσχει και ο φίλος του ποιητής Νίκος Φωκάς εκείνη τη χρονιά.


Η Τελετή της απονομής των βραβείων των 3ων Πανευβοϊκών Μαθητικών Αγώνων Ποίησης 1997 πραγματοποιήθηκε στο Μαντούδι και ακολούθως παραθέσαμε δείπνο στους προσκεκλημένους, από το οποίο δεν θα ήταν δυνατό να λείψει ο Ρικάκης.


Εκείνη τη βραδιά στην ταβέρνα, συζήτησε επί ώρες με το γνωστό δημοσιογράφο της Ελευθεροτυπίας Γιώργο Σταματόπουλο, ο οποίος ήταν επίσης μέλος της Κριτικής Επιτροπής.


Ο Σταματόπουλος δεν πήρε ούτε στιγμή το βλεμμα του από πάνω του, προφανώς εντυπωσιασμένος από το πάθος, με το οποίο μιλούσε ο Ρικάκης.


Ύστερα από μερικές μέρες, γράφοντας ο δημοσιογράφος στην Ελευθεροτυπία για την Τελετή απονομής, με τίτλο "Στην Εύβοια της ποίησης", δεν παρέλειψε βέβαια να αναφερθεί και "στη γλυκύτητα του παλαίμαχου, σοφού και αστραφτερού νεανία Δημήτρη Ρικάκη".



Ο φίλτατος και "αφόρητος" Παπαδέλλης
Από τους παλαιότερους φίλους του Ρικάκη, ο Ιωάννης Παπαδέλλης, τον επισκεπτόταν συχνά στην Κήρινθο, ταρακουνώντας τους ήσυχους ρυθμούς της ζωής του. Μοναδικός τύπος, επεισοδιακή η παρουσία του, ανένταχτος σε κάθε σύστημα και υπεράνω κάθε συμβατικότητας, αεικίνητος και μονίμως ανήσυχος, δήλωνε "μέγας μετακινησιολόγος" και "μέγας κατεδαφισιολόγος", και πάντα κατάφερνε να βγάζει τον Ρικάκη απ' τα ρούχα του, με την απρόβλεπτη συμπεριφορά του, με τις εξτρεμιστικές ιδέες του, τον ακατάσχετο λόγο του και τις παιδικές εμμονές του.


Μπορεί να εκνευριζόταν ο Ρικάκης με τα καμώματα του Παπαδέλλη, αλλά τον αγαπούσε και τον νιαζόταν πάντα. Άλλωστε, είχαν ζήσει τόσα πολλά μαζί, καθώς ήταν και σχεδόν συνομήλικοι. Ήταν κι ο Παπαδέλλης κάποτε ζωγράφος, αγιογράφος για την ακρίβεια, αλλά τα παράτησε και, όπως έλεγε ο ίδιος, έκτοτε έγινε "αγριογράφος". Υπεύθυνο για την εγκατάλειψη της αγιογραφίας θεωρούσε τον Φώτη Κόντογλου, ο οποίος ήταν θείος του, αδελφός της μητέρας του νομίζω. Επειδή, λοιπόν, ο Κόντογλου δεν του αποκάλυπτε τον τρόπο της παρασκευής ένός ιδιαίτερου, βαθύ και φωτεινού μπλέ χρώματος, ο Παπαδέλλης θύμωσε, αντιπάθησε τον Κόντογλου, αλλά και την αγιογραφία, ακόμα και τους αγίους.
Ο Ρικάκης μου είχε διηγηθεί διάφορα ανεπανάληπτα περιστατικά με πρωταγωνιστή τον Παπαδέλλη, από τα οποία μεταφέρω εδώ ένα που μου έχει κάνει ξεχωριστή εντύπωση. Ήταν κάπου στα τέλη της δεκαετίας του '70, όταν ο Ρικάκης είχε εγκατασταθεί στην Άνδρο, όπου πολλές φορές τον επισκεπτόταν ο Παπαδέλλης. Μία από αυτές, είχαν διαφωνήσει έντονα για ορισμένες λεπτομέρειες που αφορούσαν στη μορφή της στολής, και συγκεκριμένα του αδιάβροχου, των Γερμανών μοτοσυκλετιστών της Κατοχής. Μετά τον τσακωμό τους, ο Παπαδέλλης σηκώθηκε και έφυγε έξαλλος από το νησί. Πήγε στην Εθνική Βιβλιοθήκη και βρήκε τις απαραίτητες πληροφορίες για το αδιάβροχο των Γερμανών μοτοσυκλετιστών. Αφού στη συνέχεια το σχεδίασε με κάθε λεπτομέρεια, έδωσε το σχέδιο σε ένα ράφτη στην Αθήνα και του παράγγειλε να ράψει ένα ολόιδιο. Όταν ετοιμάστηκε το αδιάβροχο, το πήρε και ξαναγύρισε στην Άνδρο. Ορίστε, λέει του Ρικάκη, για να δεις πως έχεις άδικο!


Τον Παπαδέλλη τον γνώρισα το καλοκαίρι του 1997 στο σπίτι του Ρικάκη στην Κήρινθο. Ύστερα, όμως, από μερικές μέρες και πάμπολλους καβγάδες μεταξύ τους, πήγε κι έμεινε στην Κρύα Βρύση για καναδυό βραδιές. Δεν μιλιόντουσαν τότε και μάταια προσπαθούσα να τους συμφιλιώσω. Τον φιλοξένησα κι εγώ για λίγες μέρες στο σπίτι που είχα νοικιάσει στο Μαντούδι. Τη δεύτερη μέρα, όμως, του έθεσα έναν όρο, να μην με τρελαίνει πρωί-πρωί με τις βροντερές και χειμαρρώδεις ιδέες του, δίνοντάς μου το χρόνο να πιω τον καφέ με την ησυχία μου. Το επόμενο πρωί κάθησε με τον καφέ του στο μπαλκόνι και ήταν αποφασισμένος να μη με ενοχλήσει. Εγώ, πίνοντας καφέ στο γραφείο, έκανα το λάθος να ακούσω λίγο "Μαγεμένο Αυλό". Δεν άντεξε κι έβαλε τις φωνές: Άκου τις στριγγλιές εσύ! Άκου τις στριγγλιές αυτής, παρά εμένα!


Δεν ήμουν στο σπίτι όταν έφυγε, αλλά φρόντισε να μου αφήσει ένα δώρο, τις φωτοτυπίες από τη μετάφραση πολλών σελίδων μιας αγγλικής εγκυκλοπαίδειας, που αναφέρονταν στη φιλοσοφία γενικώς. Συνόδευε δε το δώρο του με ένα διευκρινιστικό και συνάμα αποχαιρετηστήριο σημείωμα, όντως μοναδικό κι ανεπανάληπτο, όπως κι ο ίδιος.
Μακάρι να 'ναι καλά και να τον ξαναδούμε. Πάντως, από τότε που πέθανε ο Ρικάκης, δεν ξαναφάνηκε, αν και είχε πλέον κι αυτός πολλές γνωριμίες στην περιοχή.



Στην ταβέρνα του "Σοφού"
Η ταβέρνα του Γιάννη Αλεξανδρή στην Κρύα Βρύση ήταν ένα από τα αγαπημένα στέκια του Ρικάκη όσο έμενε στην Κήρινθο. Την επισκεπτόταν σχεδόν καθημερινά τους θερινούς μήνες, αλλά αρκετά συχνά και το χειμώνα. Εκεί συναντούσε πολλούς ντόπιους φίλους του, αγρότες ως επί το πλείστον, με τους οποίους, τρώγοντας και πίνοντας, άνοιγε κουβέντα ακόμα και για φιλοσοφικά θέματα. Την κουβέντα και την παρέα δεν τη χόρταινε, κι είχε τη συνήθεια να πάει από τραπέζι σε τραπέζι, μην και μείνουν παραπονεμένοι όσοι κάθονταν μακρύτερα και δεν τον άκουγαν...


Η τελευταία φορά που βρεθήκαμε στην ταβέρνα του "Σοφού" ήταν τον Σεπτέμβρη του 1999. Ο "Σοφός" είχε φτιάξει ψαρόσουπα και, εκτός από τον Ρικάκη, είχε προσκαλέσει και τη Μαίρη Αβέρωφ. Στη φωτογραφία, αριστερά, η Μαίρη Αβέρωφ, πίσω της ο "Σοφός", δίπλα του η σύζυγός του Αργύρω, ο Γιώργος Χονδρογιάννης, ο Δημήτρης Μπαρσάκης, μία συνάδελφος καθηγήτρια και στην άκρη δεξιά ο Δημήτρης Ρικάκης.


Από τους θαμώνες της ταβέρνας και ο Αγαπητός, ένας αγρότης από την Κήρινθο, ο οποίος άκουγε υπομονετικά τις θεωρίες του Ρικάκη κι απλώς τον διέκοπτε πότε-πότε με κανένα χωρατό, που μπορεί να ήταν άσχετο και άκομψο, αλλά τον Ρικάκη δεν τον ενοχλούσε καθόλου.




Τ' απογευματάκια στην αυλή...


Τώρα που το σκέφτομαι, συνειδητοποιώ ότι συχνά ταξιδεύαμε έξω από τα όρια του συμβατικού χρόνου, όταν οι ασήμαντες καθημερινές στιγμές, εκείνα τ' απογευματάκια ως το σούρουπο στην αυλή, είχαν ένα άρωμα αιωνιότητας, που πλημμύριζε τον αέρα, σαν κάτι απολύτως φυσικό...
Η φωτογραφία είναι από το καλοκαίρι του '99, το τελευταίο καλοκαίρι του στην Κήρινθο. Με φιλοξενούσε τότε για σχεδόν δύο εβδομάδες και κάθε απογευματάκι επαναλαμβανόταν η ίδια ιεροτελεστία. Περνούσαν και διάφοροι ντόπιοι φίλοι ανελλιπώς, όπως ο Γιώργος Χονδρογιάννης από το Μαντούδι (στη φωτό αριστερά), τον οποίο ο Ρικάκης εκτιμούσε ιδιαίτερα, για την ευγένεια και τη θετικότητα του χαρακτήρα του.




Το "Φιλολογικό Μνημόσυνο" και τα... παρατράγουδα
Το Τοπικό Τμήμα Λίμνης της Εταιρείας Ευβοϊκών Σπουδών οργάνωσε "Φιλολογικό Συμπόσιο στη Μνήμη του Δημήτρη Ρικάκη", το οποίο πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2002 στην αίθουσα της Βιβλιοθήκης του Ενιαίου Λυκείου Μαντουδίου.


Την παρουσίαση της εκδήλωσης είχε αναλάβει η ψυχοθεραπεύτρια κ. Γιάννα Κορέλη - Μπουλουγούρη, ενώ χαιρετισμό απηύθυνε ο κ. Γιώργος Παπαθανασίου, διευθυντής του Λυκείου Μαντουδίου και πρόεδρος του Τοπικού Τμήματος της Εταιρείας Ευβοϊκών Σπουδών. Ομιλητές ήταν η κ. Κορέλη, νεότερη φίλη του Ρικάκη και ο παλιός του φίλος Ρένος Αποστολίδης, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας. Ο έτερος φίλος - και συμμθητής - του Ρικάκη, ο ζωγράφος Φρέντυ Κάραμποττ, που συμπεριλαμβανόταν στους ομιλητές, δεν προσήλθε τελικά.
.
Από την πλευρά μου, έλαβα την πρωτοβουλία να καλύψω δημοσιογραφικά την εκδήλωση και δημοσίευσα ένα ρεπορτάζ μίας σελίδας στην εφημερίδα "Πανευβοϊκόν Βήμα" της Πέμπτης 12 Δεκεμβρίου 2002. Το ρεπορτάζ μου, όμως, δεν άρεσε καθόλου στον Ρένο Αποστολίδη και την κ. Κορέλη. Το πρόβλημα φαίνεται πως ήταν ότι είπα "τη σκάφη... σκάφη", χωρίς να αποσιωπήσω τίποτε. Γινόταν κι αλλιώς, "παρόντος" μάλιστα και του Ρικάκη; Θα μου το 'κοβε το χέρι!

.
Όσα ανέφερε ο Αποστολίδης, αν μη τι άλλο, με εξέπληξαν - διαβάστε πάνω το απόσπασμα του ρεπορτάζ και θα καταλάβετε γιατί - και τα κατέγραψα, ως όφειλα. Κατέγραψα βεβαίως και τους χειρισμούς της παρουσιάστριας και λυπάμαι αν τη στενοχώρησα κι αυτή. Κανένας άλλος πάντως δεν στενοχωρήθηκε - το αντίθετο μάλιστα...


Έτσι, είχα τη... μεγάλη τιμή να μου επιτεθεί ο παλιός φίλος του Ρικάκη, ο οποίος με επιστολή του στο "Πανευβοϊκόν Βήμα" (16 Ιανουαρίου 2002) με κατηγορούσε για τα τόσα φοβερά που σκέφτηκε να γράψει. Μόνο που δεν υπήρχε αντικείμενο σε επίπεδο επιχειρημάτων, ώστε να υπάρχει και λόγος να ασχοληθώ - εκτός τούτου, είχα ήδη απαντήσει δεόντως στα "...κάποια σχόλια" της κ. Κορέλη, έφτανε και δεν πήγαινε άλλο. Ωστόσο, οφείλω να ομολογήσω, για να έχω και τη συνείδησή μου ήσυχη απέναντι στους αναγνώστες εκείνου του ρεπορτάζ, ότι όντως διέπραξα το έγκλημα να αναφέρω (σε ένα σημείο) τον Αποστολίδη ως συμμαθητή του Ρικάκη, ενώ ήταν απλώς και μόνον παλιός του φίλος!

ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΚΑΘ' ΟΙΟΝΔΗΠΟΤΕ ΤΡΌΠΟ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΚΤΗ-ΕΚΔΟΤΗ.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΙΚΑΚΗΣ (8)

"ΟΛΙΓΑ ΤΙΝΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΑΝΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΡΙΚΑΚΗ"
'Ενα διήγημα αφιερωμένο στη μνήμη του, που έγραψα το Νοέμβρη του 2000, πέντε σχεδόν μήνες μετά το θάνατό του.


Κήρινθος, τέλη Νοέµβρη, θολό απόβραδο, μονότονο ψιλόβροχο, κι άντε πάλι τσάρκα, το γνωστό δρομολόγιο... Πρώτη στάση στην µπακαλοταβέρνα του Φίφα, για τσίπουρο, θυμοσοφίες, αψιμαχίες. Ύστερα, ανηφόρα στου Τζακ το ουζερί, για τα ίδια πάλι, αλλά σε επίπεδο τάχα πιο εξελιγμένο. Τρίτη και τελευταία στάση στου Νικολάρα τη χασαποταβέρνα, για πιο ενστικτώδεις καταστάσεις, µε τα σφάγια κρεµασµένα μπροστά στα μούτρα µας. Και µε αντιδράσεις απρόβλεπτες και, χωρίς κανένα λόγο, χριστοπαναγίες ...
Επιστροφή από άλλο δρόμο, συντομότερο, καλντερίμι γλιστερό, ώρες πρωινές.
Και το ψιλόβροχο αιώνιο, να µας συντροφεύει, μέχρι της Αβερωφίνας το κονάκι, εκεί στα παράσπιτα, όπου έμενε δοξαστικά και ταπεινά εδώ και μια δεκαετία τώρα. Και όλο λέγαμε, και όλο αλλάζαμε θέμα, για να τα προλάβουμε όλα.
Όσο γυρίζαμε, βασανιζόμουν αν έπρεπε να του το πω. Και σύμφωνα µε τα ημερολόγια όλο μεγάλωνε ο καιρός, είχαν κιόλας πέντε μήνες περάσει. Αλλά δίσταζα, δεν το έπαιρνα απόφαση. Ίσως να είναι απροετοίμαστος, σκεφτόμουν κάθε φορά. Το ανέβαλλα συνεχώς.
Μπήκαμε σπίτι, µας υποδέχτηκαν σκυλιά και γάτες πανηγυρίζοντας. Όπως πήγε να σκαλίσει, να αναστήσει τη φωτιά στο τζάκι, ακούστηκαν µπουµπουνητά. Γύρισε, µε κοίταξε καλά-καλά και µε ρώτησε:
- Σκέφτηκες ποτέ να πας από κεραυνό;
-Όχι, ποτέ!
- Ο καλύτερος θάνατος, είπε ... λες και ήξερε, ο καλύτερος θάνατος.
Βρήκα τότε το θάρρος. Ήταν η κατάλληλη στιγμή να του θέσω το ζήτημα...
- Ξέρεις, λένε ότι έχεις...
Δεν μπόρεσα, όμως, να συνεχίσω.
- Τι έχω, βρε παιδί μου;
Είχε νευριάσει. Μετάνιωσα και δικαιολογήθηκα...
- Μου είναι δύσκολο, ξέρεις ...
- Α παράτα µας!
Σωπάσαµε για λίγο. Το πήρα όμως απόφαση, έπρεπε επιτέλους να του το πω...
- Ε, λοιπόν, λένε ότι έχεις... πεθάνει! Έτσι λένε, δηλαδή, το άκουσα, έτσι άκουσα…
- Χέστηκα! Και νόμιζα ότι θα ήταν τίποτα σοβαρό, να το ψάχναμε λιγάκι ...
- Πάντως, σε θρήνησαν έμαθα. Έκλαψαν, είπαν μάλιστα κι επαίνους…
- Να τους βάλουν εκεί που ξέρουν τους επαίνους τους και να µε αφήσουν ήσυχο εμένα. Έχω τόσες δουλειές! Αλλά αυτό που µε βασανίζει τώρα είναι που ξημερώνει Κυριακή . Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Άι σιχτίρ! Θα µας ξεκουφάνουν πάλι µε τις ηλεκτρικές καμπάνες τους και τα μεγάφωνα… μια πόρτα η εκκλησία! Και τι φταίω εγώ; Εδώ σε θέλω κύριε! Πού είναι ο πολιτισμός, πού είναι το γαµηµένο το κράτος;
Ήταν σαν να άκουγε ήδη τις κυριακάτικες καμπάνες της διπλανής εκκλησίας κι είχε εξοργιστεί προκαταβολικά. Σηκώθηκε απότομα από το σκαμνί κι έβαλε δυνατά Βάγκνερ στο κασετόφωνο, "Τανχόιζερ" συγκεκριμένα. Κάθισε ύστερα στο κρεβάτι και σκούπισε σχολαστικά µε τις χούφτες του τα σάλια του γέρο-σκύλου. Είχε φουντώσει για τα καλά το τζάκι. Έφερε το ουίσκι ...
-Να πιούμε ένα και για ύπνο! Θέλεις παγάκι;
- Α, όχι, όχι παγάκι! του φώναξα και πετάχτηκα να σταματήσω το χέρι του, καθώς έκανε
ν' αφήσει το παγάκι στο ποτήρι µου. Τα σιχαινόμουν τα σάλια του σκύλου, αλλά αυτός τα είχε σαν αγίασµα. Μετά από λίγη σιωπή, καθώς µας είχε καθηλώσει ο Βάγκνερ, άρχισε να µονολογεί, λες και δεν ήμουν πια εκεί… .
- Δεν μπορώ να καταλάβω τι µε νοιάζει εμένα αν έχω πεθάνει! Αν λένε, δηλαδή, πως έχω πεθάνει. Τόσα και τόσα λένε… Κάτι τρέχει στα γύφτικα...
Εγώ, βέβαια, είχα μάθει ότι τον περασµένο Ιούνη έγινε η κηδεία του. Δεν είχα πάει, μου φαινόταν υποκριτικό να πάω στην κηδεία του. Έτσι, ούτε αποδείξεις έχω τώρα. Αλλά ούτε και οι άλλοι έχουν αποδείξεις, ότι είμαστε εδώ στα τέλη του Νοέµβρη φέτος. Τι θα πούνε, ότι κάνω παρέα µε πεθαμένους, ότι μιλάω και τσακώνομαι µε έναν πεθαμένο; Δεν έχουν αποδείξεις…
Είχα αποκοιμηθεί, γέρνοντας δίπλα στο τζάκι. Με σκούντησε και πετάχτηκα. Ο Βάγκνερ είχε τελειώσει. Σα να έβλεπα φάντασμα ξαφνικά...
- Τι έπαθες, κανένα φάντασμα βλέπεις;
Δεν μπορούσα να μιλήσω. Αυτός γελούσε…
- Κοιμήθηκες του καλού καιρού. Άντε στο κρεβάτι τώρα, σαν άνθρωπος. Ακόμα και τα σκυλιά στο κρεβάτι κοιμούνται εδώ.

Το είδωλον του Δημητρίου Ρικάκη εισερχόμενον εις την θύραν του εν Κηρίνθω οικίσκου του - η αυλή είχε πλέον μετονομασθεί εις Οδόν Σόλωνος.

Ξημέρωσε πάλι Κυριακή. Ξύπνησα από τις καμπάνες και τις βρισιές. Καφές, µε Βάγκνερ πάλι. Σύντομος απολογισμός της βραδινής εκστρατείας, ο ίδιος πάντα απολογισμός, κι εξόρμηση µε το αρχαίο "Βάρτµπουργκ" στο Μαντούδι.
Στο δρόμο μάς μούντζωναν οι οδηγοί που µας προσπερνούσαν. Έλεγα επειδή πήγαινε πολύ αργά και σχεδόν στη μέση του δρόμου. Μας μούντζωναν πάντως κι αυτοί που έρχονταν αντίθετα…
- Μα τι συμβαίνει κι όλοι μας μουντζώνουν; τον ρώτησα γεμάτος απορία.
- Πού τις είδες τις μούντζες, βρε παιδί µου; Μας χαιρετούν οι άνθρωποι!
- Τους ξέρεις όλους αυτούς;
- Κάπου θα τους ξέρω, δεν μπορεί!
Μετά κατάλαβα, όταν κοίταξα πίσω και είδα ένα τεράστιο σύννεφο άσπρου καπνού να µας ακολουθεί. Νόμισα πήραμε φωτιά κι έβαλα τις φωνές, αλλά δεν ανησύχησε καθόλου. Μόνο παραδέχτηκε ότι υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα στην καύση του λαδιού, το οποίο, προς το παρόν, δεν θα έπρεπε να µας απασχολεί!
Στην πλατεία στο Μαντούδι δεν συναντήσαμε τον Αντώνη τον Λάμπρου ούτε τον Γιώργο τον Χονδρογιάννη. Γλιτώσαμε ευτυχώς και την ερώτηση την καθιερωμένη: "Τι είχατε και σκούζατε έτσι χτες το βράδυ;". Εγώ θα τσιμπούσα και θα ρωτούσα αμέσως: "Πού µας ακούσατε;". Ήταν βλέπεις δεδομένο ότι θα γινότανε μεγάλος φιλοσοφικός καβγάς, όπου κι αν είχαμε πάει, στα ταβερνεία της Κηρίνθου... Εντελώς συμβατικά, παραγγείλαμε ουζάκι στο μεγάλο καφενείο της πλατείας, κι ο μεζές μπαγιάτικο καραβιδάκι όπως πάντα, που βέβαια το φτύσαμε, όπως πάντα.
Χωρίς χρονοτριβές, µπήκαµε στο "Βάρτµπουργκ", όπου µας περίμενε υπομονετικά ο "Ραπ" και κινήσαμε για Κρύα Βρύση, µε το τεράστιο σύννεφο καπνού από κοντά. Δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς. Στην Κρύα Βρύση µας περίμενε η ταβέρνα του Γιάννη του Αλεξανδρή ή Σοφού και, εναλλακτικά, της Χρυσούλας, η μια απέναντι στην άλλη.
Παρκάραμε άκρη στην αυλή του Σοφού και βγήκαμε συντονισμένοι, να πάμε να κατουρήσουμε στα σκίνια, δίπλα στο εξοχικό του φίλου Μικέ Κουτούζη, ο οποίος πριν δύο μήνες είχε επιστρέψει στην Αθήνα, έχοντας ξεχάσει να υποστείλει τη σημαία του, ένα λευκό πανί που απλώς έγραφε "Καλάµ καβαλάµ".
Εν τω μεταξύ, ο Σοφός είχε βγει στην πόρτα του μαγαζιού του και τα έχασε σαν είδε το θρυλικό "Βάρτµπουργκ" στην άκρη της αυλής. Έκανε το σταυρό του και σύντομα έβαλε τις φωνές, άναρθρες κραυγές... Τον άκουσε ο Νίκος ο Καταραχιάς, που ήταν πέρα στο χωράφι του ...
- Τι φωνάζεις, ρε Σοφέ;
- Τρέξε Νίκο! Είναι 'δωπέρα το αμάξι του! Είναι μέσα και ο "Ραπ"… που είχε φάει τη φόλα πρόπερσι!
- Και τι κάνεις έτσι, ρε; φώναξε ο Καταραχιάς, τρέχοντας κατακεί.
-Να μην κάνω έτσι; Τόσο πένθος είχαμε!
- Καλά κάναμε και είχαμε! Αλλά του ανάβεις κανα κεράκι; τον ρώτησε αυστηρά, έχοντας ήδη φτάσει κοντά του.
- Πού να προλάβω, ρε, µε τόσες δουλειές! Μα στην κηδεία του πήγα, δεν μπορεί κανείς να πει κουβέντα!
Τους ακούγαμε, όπως γυρνούσαμε απ' το κατούρημα. Μου είπε να σταθώ πίσω και προχώρησε αυτός μπροστά. Ο Σοφός είχε παγώσει στο σκαλοπάτι ...
- Και ποιος σου έδωσε, ρε Σοφέ, το δικαίωμα να πας στην κηδεία µου;
-Εγώ... ποιο δικαίωμα, εγώ το χρέος µου έκανα!
- Το χρέος σου είναι να φτιάχνεις κανένα μεζέ της προκοπής και να σερβίρεις καλό τσίπουρο, αυτό απ' το χωριό της γυναίκας σου, αλλά και να µη µας γδέρνεις!
- Κι εγώ πήγα στην κηδεία σου, αλλά δε χρειάζεται να το κάνουμε βούκινο! είπε συγκαταβατικά ο Καταραχιάς.
- Δεν μπορώ να καταλάβω τι μύγα σας τσίμπησε όλους και λέτε μαλακίες! Πάμε να κάτσουμε ...
Φάγαμε, ήπιαμε, τσακωθήκαμε και στην κατάλληλη ώρα άρχισε το "τζουµ τριαλαριλαρό, βάρκα γιαλό"... Εγώ είχα βγάλει το μπλοκάκι κι έγραφα. Μόλις το αντιλήφθηκε, µε κοίταξε δήθεν επιτιμητικά και, απευθυνόμενος σ' όλον τον περίγυρο των τραπεζιών, που για χάρη του είχαν ήδη γεμίσει, µε έδειξε και φώναξε…
- Θα του το κόψω του Μπαρσάκη το χέρι, αν δεν σταματήσει να γράφει τις µπούρδες που γράφει τώρα! Κάθεται και γράφει πράγματα για µένα, κι εγώ θα τα διαβάσω τελευταίος, άμα τα δημοσιεύσει ποτέ. Μπορεί και να 'χω πεθάνει μέχρι τότε, και κάτι τρέχει στα γύφτικα δηλαδή, είτε τα διαβάσω είτε όχι!


Κι έξαφνα, μου αρπάζει το στυλό απ' το χέρι και το πετάει πέρα στο χωματόδρομο, ακριβώς στη μέση της μοναδικής λούτσας που είχε απομείνει από τη χθεσινοβραδινή βροχούλα, λες και τη σημάδεψε…

Αστερίσκος: Το στυλό ήτο ευτελές μπικ με κυανόχρουν μελάνι, έφερε δε εις το άκρον, πλησίον της μύτης, ράγισμα μήκους δύο εκατοστών περίπου, το οποίον ουδείς γνωρίζει πότε και πώς προκλήθηκε, ενώ το μόνον βέβαιον είναι ότι αγοράσθηκε από ψιλικατζίδικο της Κηρίνθου έναντι 75 δραχμών.*

________________
*Ο "Αστερίσκος" μιμείται σκόπιμα τον τρόπο του Δημήτρη Ρικάκη στο βιβλίο του "Μικρά".



ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΚΑΘ' ΟΙΟΝΔΗΠΟΤΕ ΤΡΟΠΟ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΚΤΗ - ΕΚΔΟΤΗ.

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2008

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΙΚΑΚΗΣ (7)

Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΡΙΚΑΚΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΤΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ".


Η συνέντευξη πραγματοποιήθκε στις 25 Φεβρουαρίου 1995 και συμμετείχαν τρία παιδιά του Γυμνασίου Λίμνης, ο Θανάσης Παπαθεοδώρου, η Αναστασία Γεροντάκη και ο Βαγγέλης Αλεξίου. Δημοσιεύθηκε στο 7ο τεύχος (Μάϊος - Ιούνιος 1995) του μαθητικού μας περιοδικού "Προσωπική Ευθύνη" και αναδημοσιεύθηκε στο μαθητικό περιοδικό "Παρρησία" (5ο τεύχος, Άνοιξη 2001) του Γυμνασίου Ψαχνών. Είναι η μοναδική συνέντευξη του Δημήτρη Ρικάκη, απ' όσο γνωρίζω.


"ΖΟΥΜΕ ΤΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΕΝΟΣ ΓΕΝΕΤΙΚΟΥ ΛΑΘΟΥΣ"

Το σύστημα στηρίζεται σε ένα λάθος...
- Ποια είναι η γενική σας εκτίμηση, κ. Ρικάκη, όσον αφορά στη σημερινή κατάσταση φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος;
- Πρώτα θα σταματήσουμε τους πληθυντικούς, αν θέλουμε να μιλήσουμε. Λοιπόν, ο καθένας βλέπει ότι δεν πάμε καλά. Ο καθένας μπορεί να διαπιστώσει ότι δεν υπάρχει αρμονική σχέση ανάμεσα στην κοινωνία και τη φύση. Αυτά τα δύο πάνε αντίθετα και συγκρούονται, για τον απλό λόγο ότι η κοινωνία μας προσπαθεί να προσαρμόσει τη φύση στα δικά της δεδομένα. Υπάρχει μια γενική παρακμή. Υπάρχει ένα σύστημα, που είναι υπεύθυνο για τη σημερινή κατάσταση. Κι αυτό το σύστημα στηρίζεται σε ένα λάθος! Εμείς ζούμε τα συμπτώματα αυτού του λάθους.

- Ποιο είναι αυτό το λάθος;
- Πιστεύω πως κάπου έχει γίνει ένα λάθος γενετικό στο είδος μας.

- Κάποια μετάλλαξη εννοείς;
- Όχι μετάλλαξη. Μεταλλάξεις συμβαίνουν πάντα. Φυσιολογικά. Εδώ πρόκειται για λάθος στο γενετικό κώδικα. Πολύ παλιά, πίσω. Μιλάμε για την εποχή που περάσαμε από τον Αυστραλοπίθηκο στον Homo Sapiens. Μέχρι τότε ο Αυστραλοπίθηκος δεν είχε εμφανίσει συμπτώματα παρακμής.

- Πώς το εξηγείς αυτό το λάθος;
- Απλώς, συνέβη. Γιατί είναι και θέμα τύχης. Τα αμινοξέα, για παράδειγμα, καταλαμβάνουν ορισμένες θέσεις, υποδοχές. Μπορεί όμως να βρεθούν και σε λάθος θέση.

- Το πρόβλημα αφορά μόνο το δικό μας είδος;
- Όχι μόνο. Υπάρχει ένα είδος αρουραίων που αλληλοσκοτώνονται. Υπάρχει και κάποιο ψάρι που σκοτώνει το ίδιο του το είδος. Η φύση όμως προσπαθεί πάντα να αυτοδιορθώνεται.

- Υπάρχει ελπίδα λοιπόν!
- Υπάρχει ελπίδα για κάποιον που δεν ξεπερνάει τα μέτρα. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούμε το «μηδέν άγαν». Να ξέρεις για ποιο πράγμα είσαι ικανός και για ποιο δεν είσαι. Δυστυχώς όμως, σήμερα υπάρχει «Ύβρις», με ύψιλον κεφαλαίο.

- Συμμετέχουν όλοι σ' αυτήν την Ύβρη;
- Όχι, μα η παροιμία «κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά» είναι σωστή. Πάντα υπάρχουν και αθώα θύματα, που την πληρώνουν. Σημασία πάντως έχει να αντιστεκόμαστε. Μόνο με τη σωστή αντίσταση μπορούμε να πετύχουμε κάτι καλό.

.
Να μάθουμε να λέμε "όχι"!
- Πώς μπορεί να αντισταθεί κάποιος;
- Όταν λέω αντίσταση, δεν εννοώ βία. Πρέπει με άλλο τρόπο να αντιστεκόμαστε σε όλες αυτές τις απειλές. Πρέπει να γίνεις αντίσωμα μέσα στην κοινωνία, όπως έχει και ο οργανισμός αντισώματα, για να αντιμετωπίζει ό,τι τον απειλεί. Και δεν είσαι μόνος. Είναι κι άλλοι που τα λένε σαν κι εμάς, κάπου, κάποιοι, την ίδια στιγμή. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν αλλοτριώνονται εύκολα. Υπάρχουν άνθρωποι που το έχουν ανάγκη, ανάγκη εσωτερική να πούνε «όχι». Αυτό λέω κι εγώ. Να μάθουμε να λέμε «όχι» ρε παιδιά! Πρέπει ο κόσμος να μάθει να λέει το «όχι». Όλοι λένε «ναι». Γιατί, ξέρεις σου κάνουν κάποια μεγάλη «προσφορά»! Προσφορά; Ε, όχι! Ευχαριστώ πολύ, αλλά «όχι»! Δε γίνεται αντίσταση με άλλο τρόπο. Γιατί τα κλειδιά το κατεστημένο τα έχει όλα. Μόνο η εσωτερική αντίσταση μας μένει. Το θέμα όμως είναι αν θα προλάβουμε. Να προλάβει η αντίσταση μας την τεχνολογία, γιατί περί αυτής πρόκειται, η οποία εξυπηρετεί το κέρδος.

- Και ποια μορφή έχει η απειλή;
- Σήμερα η κύρια μορφή της είναι ο αμερικάνικος τρόπος ζωής και η αμερικάνικη νοοτροπία γενικά. Πίσω απ' αυτά βρίσκονται οικονομικά συμφέροντα. Προσπαθούν να μας πλασάρουν την αμερικάνικη ψευτοκουλτούρα. Και με αυτόν τον τρόπο θέλουν να καταλάβουν τον κόσμο. Μας τα παρουσιάζουν μάλιστα έτσι τα πράγματα, ώστε να φαίνονται πάρα πολύ φυσικά. Θεωρούμε έτσι σαν κάτι φυσικό την απανθρωπιά και τους αλληλοσκοτωμούς. Πρόκειται περί διαστροφής!

- Σε τι άλλο θα έπρεπε να αντισταθούμε;
- Ένας μεγάλος κίνδυνος είναι σήμερα η τηλεόραση. Αλλά πώς να αντισταθούν τα παιδιά στην τηλεόραση; Είναι απροστάτευτα απέναντι στην παντοδύναμη προπαγάνδα. Δεν πάει άλλο! Έχω αφηνιάσει με το θέμα της τηλεόρασης. Για το απαράδεκτο αυτό φαινόμενο γράφω αυτόν τον καιρό ένα εκτενές άρθρο. Κίνδυνος είναι και τα κάθε είδους πρότυπα που υποβάλλονται. Δημιουργούν την εικόνα του ήρωα, που είναι απόλυτα καταστροφική. Είναι ακόμα και η εκπαίδευση, που προσπαθούν πάντα να την έχουν στην υπηρεσία της εξουσίας. Είναι πολλά!

- Μπορούμε να περιμένουμε κάτι ουσιαστικό από την εσωτερική αντίσταση που ανέφερες;
- Οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν πολλά, όταν επικοινωνούν ψυχικά. Δημιουργείται ανάμεσά τους ένα ψυχοπνευματικό δίκτυο. Είναι αυτό που είπε ο Ιησούς στους Μαθητές του τη Πεντηκοστή, «ομοθυμαδόν»! Όλοι μαζί, με μια ψυχή. Τότε υπάρχει μεγάλη ενέργεια, μια δύναμη μεγάλη, που δεν την υποψιαζόμαστε.

- Ποιος είναι ο ρόλος της τέχνης σε όλα αυτά;
- Η τέχνη είναι λύτρωση, είναι εσωτερική ανάγκη και ελευθερία. Δεν επιτρέπεται όμως να εξυπηρετεί διαφόρους άλλους σκοπούς, δεν επιτρέπεται η οποιαδήποτε στράτευση της τέχνης. Γιατί το μήνυμα της τέχνης πρέπει να βγαίνει από το πλατύτερο ανθρώπινο και όχι από το εξειδικευμένο ανθρώπινο και το επιμέρους. Για παράδειγμα, μια προπαγανδιστική ρατσιστική αφίσα δεν μπορεί να έχει σχέση με την τέχνη. Γενικά η στρατευμένη τέχνη είναι θηλιά!

- Τι προσφέρει η τέχνη στην κοινωνία;
- Η τέχνη είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο και έτσι πρέπει να τη βλέπουμε. Η μεγάλη της αξία βρίσκεται στο ότι διεγείρει στον άνθρωπο τα αισθητικά στοιχεία, τα οποία έχει μέσα του, αλλά δεν τους έχει δοθεί η ευκαιρία να βγουν. Κι ενώ προσπαθούν να μας «τυφλώνουν», η τέχνη αποτελεί κι αυτή μια μορφή εσωτερικής αντίστασης.
.

Μια κουνημένη φωτογραφία...
- Ποια είναι η άποψή σου για τη ζωή και τον κόσμο; Μπορούμε να συλλάβουμε την ουσία τους;
- Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι τα πράγματα δεν είναι άσπρο-μαύρο. Τα πράγματα τα αντιλαμβανόμαστε θολά. Η καθαρή εικόνα του κόσμου δεν υπάρχει. Είναι θολωμένη η εικόνα του κόσμου. Θα σας διηγηθώ κάτι για ένα σπουδαίο άνθρωπο, το φίλο μου το Γιώργο το Μακρή, ένα βαθυστόχαστο άνθρωπο.

- Έγραψε βιβλία ο Μακρής;
- Όχι, αυτός μόνο μιλούσε. Τότε συχνάζαμε και συζητούσαμε στο «Βυζάντιο» εκείνης της εποχής. Συναντιόμασταν πολλοί εκεί, ο Τσαρούχης, ο Μάνος ο Κατράκης, ο Ελύτης ερχόταν ένα φεγγάρι, κι άλλοι γνωστοί.
Ο Γιώργος ο Μακρής ήταν μια ξεχωριστή προσωπικότητα, ήταν πραγματικά φιλόσοφος, αλλά και άνθρωπος, σε όλους αγαπητός. Είχε μια σωστή μέθοδο, δεν έλεγε ποτέ τσιτάτα «αυτό είναι». Ενεργοποιούσε τους άλλους να βρουν.
Με το φιλόσοφο τον Κώστα Αξελό, ο Μακρής, ήταν πολύ φίλοι και όταν ο Αξελός πήγε στη Γαλλία, πήγε ο Μακρής να τον επισκεφθεί.
Σε μια σοφίτα έμενε ο Αξελός και έγραφε τον «Ηράκλειτο» τότε. Δεν είχαν πολλά λόγια, τυπικότητες και κοινοτυπίες. Ένα νεύμα ή μια χειρονομία αρκούσε για να πουν «τι κάνεις;», «καλά, τι γίνεσαι εσύ;» και όχι περισσότερα. Και του λέει ο Αξελός: Βρε συ Γιώργο, η ανθρώπινη πασιέντσα δε βγαίνει. Ή δεν τη βάζουμε σωστά ή κάποιο χαρτί λείπει. Αλλά δε λείπει χαρτί. Το σύστημα λειτουργεί κανονικά. Και γυρίζει ο Μακρής και του λέει: Άκουσε Κώστα, ο κόσμος είναι σα μια φωτογραφία κουνημένη, θολωμένη. Αλλά το θέμα είναι ποιος κουνήθηκε. Το αντικείμενο κουνήθηκε ή η μηχανή; Αυτό δε θα το μάθουμε ποτέ!
Έτσι λοιπόν είπε ο Μακρής κι η άποψή του αυτή είναι ήδη πλατιά γνωστή. Κρίμα, ο Γιώργος αυτοκτόνησε το '65, ίσως δίκαια γι' αυτόν, μα άδικα για μας. Ήταν τρομακτική απώλεια για όσους τον ξέραμε και ιδιαίτερα για μένα, που ήμασταν πολύ δεμένοι.
Τον θυμάμαι πάντα με εκείνο το χαρακτηριστικό σχήμα του κύκλου, που έκανε με τα δάχτυλα, κι ήταν κάτι σαν χαιρετισμός. Σχημάτιζε έναν κύκλο, τον ουροβόρο όφι, σύμβολο της τελειότητας κι αυτού που δεν μπορεί να γίνει. Ήταν ένας συμβολισμός της θεότητας.
.

- Έτσι προσδιορίζεις κι εσύ τη θεότητα;
- Εγώ λέω κάτι άλλο. Λέω ότι η θεότητα είναι ένα ισόπλευρο τρίγωνο, του οποίου η μία πλευρά είναι λίγο μεγαλύτερη από τις άλλες!

- Μπορεί να υπάρξει ένα τέτοιο τρίγωνο;
- Δεν ξέρω.

- Τι σε έκανε να το δεις έτσι;
- Το απίθανο του πράγματος.

- Συνεπώς απορρίπτεις την ύπαρξη του Θεού;
- Δεν απορρίπτω τίποτε. Αλλά και ούτε μπορώ να δώσω κάποια άλλη απάντηση. Η φιλοσοφία δεν θέτει πια αυτό το ερώτημα. Μάλιστα, κάποιοι τώρα μιλούν και για το τέλος της φιλοσοφίας.

- Για το τέλος του κόσμου, που κάποιοι το προβλέπουν πολύ σύντομα, έχεις κάτι να πεις;
- Ποιο τέλος; Υπάρχουν πράγματα ασύλληπτα. Σύμφωνα με τη θεωρία του Big Bang, όλα δημιουργήθηκαν από μια μεγάλη έκρηξη και από τότε το σύμπαν εκτείνεται στο άπειρο.
Ο Αϊνστάιν, που δέχεται αυτή την αρχική έκρηξη, υποστηρίζει ότι το σύμπαν, καθώς διαστέλλεται, ψύχεται. Έτσι αρχίζει να συρρικνούται και όλα πάλι στο τέλος συμπίπτουν και φτου και από την αρχή.
Ο Χόυλ, ένας διάσημος αστρονόμος που εκτιμώ πάρα πολύ, λέει όμως πως δεν είναι σωστά πράγματα αυτά. Αυτά είναι μικροεπεισόδια. Όλοι, λέει, θέλουν να βλέπουν μια αρχή.
Δεν μπορούν να δεχθούν ότι το σύμπαν υπήρχε ανέκαθεν. Η μεγάλη έκρηξη δεν ήταν παρά ένα επεισόδιο. Τι ψάχνουμε να βρούμε; Πριν δεν υπήρχε τίποτα; Το τίποτα δεν νοείται, δεν υπάρχει. Και λέμε μπούρδες. Σιγά την άμαξα! Η δημιουργία δεν κινδυνεύει.

- Κινδυνεύει όμως ο πλανήτης μας. Τι λες γι' αυτό;
- Τι να πω γι' αυτό; Όλοι το βλέπουν το πρόβλημα. Είναι γνωστά πράγματα, κι όμως φερόμαστε παράλογα. Υπάρχει μια τάση αυτοκαταστροφής, σύμπτωμα παρακμής. Κι όπως είπα και πριν, το μόνο που μένει είναι η εσωτερική αντίσταση!



ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΚΑΘ' ΟΙΟΝΔΗΠΟΤΕ ΤΡΟΠΟ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΚΤΗ - ΕΚΔΟΤΗ.

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2008

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΙΚΑΚΗΣ (6)

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ
(και το ποίημα "Απώλεια").

Από το 1980 έως το 1999, ο Δημήτρης Ρικάκης δημοσίευσε, κατά χρονολογική σειρά, τα βιβλία: «Ο Αντιπρόσωπος», «Τα Φανάρια του Ταλ», «Μικρά…», «Επίτομον Προσωπικόν Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν», «Ο Άρχων της Νυκτός» και «Τππελκαόπ».
Δημοσίευσε, επίσης, κείμενά του (διηγήματα και ένα ποίημα) στα λογοτεχνικά περιοδικά "Πάλι" και "Καινούρια Εποχή".

1. Ο Αντιπρόσωπος.
Είναι μια νουβέλα 76 σελίδων, όπου ο συγγραφέας ακολουθεί, με αξιοθαύμαστο όντως τρόπο, το πρότυπο γραφής του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα Νικολάι Γκόγκολ, γνωστού ως "πατέρα" του ρωσικού ρεαλισμού. Το βιβλίο κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Χατζηνικολή το 1980, όπως διαβάζουμε στον κολοφώνα, ενώ στο σύντομο βιογραφικό, που συνοδεύει τα επόμενα βιβλία του Ρικάκη, αναφέρεται ως έτος έκδοσής του το 1981. Στα χέρια μου έχω τη δεύτερη έκδοση του βιβλίου, η οποία διατηρεί επακριβώς τα στοιχεία του κολοφώνα της πρώτης, αλλά, με δεδομένο ότι προηγούνται αυτής τα "Μικρά" (1991) και έπεται το "Επίτομον Προσωπικόν Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν" (1992), θεωρώ βέβαιο ότι η επανέκδοση πραγματοποιήθηκε κάπου ανάμεσα στα τέλη του 1991 και τις αρχές του 1992.

Α΄ έκδοση (ευχαριστώ την Αμαλία Κ. για την εικόνα του εξωφύλλου).

Β΄ έκδοση.

Στο οπισθόφυλλο της δεύτερης έκδοσης επισημαίνονται τα εξής σχετικά με το περιεχόμενο του βιβλίου:
Ο Αντιπρόσωπος, γνωστός κι όλας από την πρώτη έκδοση, ξανακυκλοφορεί για να µας χαρίσει µια απολαυστική ανάγνωση. Πρόκειται για ενα κείµενο πού ξεδιπλώνει µια απλή ίστορία, την ιστορία του Αλεξάντρ Βλαντιµίροβιτς Σχίνιν, ενός ήρωα φαντασιόπληκτου και γοητευτικού, που περιπλανιέται ανάµεσα στην αυθαιρεσία και τη λογική πραγµατικότητα, πράγµα που σηµαίνει εµπλοκή µέσα στον κύκλο της αγωνίας, χαρακτηριστικό κάθε ροµαντικής και αντιφατικής φύσης... Έτσι, δηµι­ουργούνται αλλεπάλληλες, εσωτερικές κυρίως, περιπέτει­ες, που οδηγούν τελικά σ' ένα απρόσµενο τέλος.
Ο Δηµήτρης Ρικάκης αφιερώνει τη νουβέλλα αυτή στον Νικολάι Γκόγκολ, µιµούµενος (a la meniere de...) τό ύφος του µεγάλου Ρώσου συγγραφέα, µε τόση επιτυχία, ώστε θα µπορούσε αβίαστα κανείς να υποθέσει ότι πρόκειται για κάποια ανέκδοτη ίστορία του Γκόγκολ... Τό γεγονός ότι τα επεισόδια ακολουθούν το ένα το άλλο σε µια φυσική ροή, ο τρόπος περιγραφής των προσώπων και του περιβάλλοντος, αλλά και πολλών ασήµαντων εκ πρώτης όψεως λεπτοµερειών, αρκεί για να αιχµαλωτίσει, από την πρώτη στιγµή κιόλας, το ενδιαφέρον, µέχρι να ικανοποιήσει τελικά την περιέργεια µε την απρόσµενη λύ­ση του τέλους, όσο κι αν η λύση αυτή παραµένει διφορού­µενη και προβληµατική, προσφέροντας τη δυνατότητα στον καθένα να την ερµηνεύσει µε τον τρόπο του ...



2. Τα Φανάρια του Ταλ.
 Eκδόθηκε από το Βιβλιοπωλείον της "Εστίας" το 1986 (σ.σ. 291). Πρόκειται για μια συλλογή 11 διηγημάτων, ένα εκ των οποίων έγραψε ο Ρικάκης στη Βιέννη και τα υπόλοιπα στο Γκρατς και την Αθήνα, από τις αρχές της δεκαετίας του '50 ως τα μέσα της δεκαετίας του '80. Οι ιστορίες διαδραματίζονται μέσα σε σχετικά ασαφή πλαίσια, έτσι που οι ήρωες οδηγούνται σταδιακά ενώπιον μιας πραγματικότητας απρόβλεπτης και παράδοξης, τουτέστιν… "υπερπραγματικής". Θα έλεγα δε ότι στην τυπικά σουρρεαλιστική γραφή του Ρικάκη διακρίνονται, εν προκειμένω, και επιρροές από τον Πιραντέλο και τον Κάφκα.


Διαβάζουμε ένα μικρό χωρίο από το ομότιτλο διήγημα του βιβλίου:
Προτίμησα λοιπόν να του δείξω την ταυτότητά μου, αφού ο ίδιος δεν είχε την περιέργεια να μου τη ζητήσει από την αρχή. Τα αίματα οφείλονται σε πέσιμο στο δρόμο… ήταν σκοτεινά. Εξετάζοντας την ταυτότητα, άφηνε την οδοντογλυφίδα να πηγαινοέρχεται ανάμεσα στα χείλη του, πότε δεξιά και πότε αριστερά. Το χαμόγελο εξαφανίστηκε. Πήρε ένα χαρτί και σημείωσε τα στοιχεία μου, ύστερα έκανε μια προσεκτική παραβολή από τα χαρτιά του, χωρίς να τα κουνήσει από τη θέση τους. Έτσι το κεφάλι του άρχισε να πηγαινοέρχεται μαζί με το ρυθμό της οδοντογλυφίδας, πότε δεξιά και πότε αριστερά. Όταν τελείωσε αυτή η δουλειά, έπιασε την ταυτότητα ανάμεσα στα χέρια του και της έριξε μια εποπτική ματιά σαν να εξέταζε την ποιότητα του χαρτιού και το σχήμα της.
- Πώς είναι λοιπόν δυνατόν αυτό;
- Δεν έχω ιδέαν. Κι εγώ διερωτώμαι, πολύ θα ήθελα να μάθω τι συμβαίνει.
- Να περάσετε αύριο πάλι να δούμε, μπορεί να έχει γίνει κάποιο λάθος στα χαρτιά μας, αν κι αυτό είναι μάλλον απίθανο… δεν εξηγείται διαφορετικά.
Έβγαλε τα γυαλιά του και τα σκούπισε μ' ένα πολύ τσαλακωμένο πράσινο μαντίλι (…).


Στο οπισθόφυλλο, ο Δημήτρης Ρικάκης και ένα σύντομο, "στερεότυπο" βιογραφικό του.

Κριτικό σημείωμα του Κώστα Σταματίου (εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 28-11-1987, σελ. 33.

.

.
3. Μικρά...
Κυκλοφόρησε το 1991 από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδη. Στο 79 σελίδων βιβλίο περιέχονται 50 μικρά αυτοτελή κείμενα, των οποίων η έκταση κυμαίνεται μεταξύ μισής και μιάμισης σελίδας. Θα τα προσδιόριζα μάλλον ως "στιγμιότυπα", παρά ως διηγήματα. Αμιγώς σουρρεαλιστική η γραφή, με έντονο το εικαστικό στοιχείο και διάχυτη χιουμοριστική έως σαρκαστική διάθεση.


Στον πρόλογο του βιβλίου, ο συγγραφέας και παλιός φίλος του Ρικάκη, Παναγιώτης Σπηλιωτόπουλος, σημειώνει μεταξύ άλλων:
(…) Πολλοί έχουν γράψει μικρά διηγήματα, και ο Kafka επίσης, που δεν ξεπερνούν τη μία σελίδα, κάποτε μικρότερα μάλιστα απ’ αυτήν. Αλλά και σ’ αυτά, βέβαια, η αφήγηση εξελίσσεται γύρω από ένα συμβάν ή μία ιδέα. Εδω όµως πρόκειται για κάτι άλλο. Ο συγγραφέας δεν διηγείται ένα γεγονός, ούτε αναπτύσσεl µία ιδέα, αλλά πολλά επάλληλα γεγονό­τα ..., κυρίως γεγονότα - εντελώς άσχετα µεταξύ τους (τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως), που ο αναγνωσnις καλείται να τα ξεµπλέξει, να τα αποσυνδέσει, για να βρει τον αληθινό πυρήνα - αν υπάρχει - και να συνδέ­σει την οποιαδήποτε αlωρούνενη ιδέα, που µπορεί να θέλει να υποβάλει ο συγγραφέας (αν θέλει) ή το "ε­νεργό" ερέθισµα που πιθανόν, να προκαλούσε στον α­ναγνώστη µια ιδέα (άσχετη απ' αυτήν που ίαως είχε κατά νουν ο συγγραφέας) ή ένα etat d' ame (στην χειρότερη περίπτωση) ακατάλληλο για την "βίωση" της "όποιας" ουσίας του αφηγήµατoς ...
Στο τέλος κάθε µικρού διηγήµατoς υπάρχει πάντα και ένας αστερίσκος, που αναφέρεται (δήθεν) σε κάποιο ουσιώδες σηµείο της αφήγησης, που πιθανά να µας διευκολύνει την κατανόησή του (αν επιιµένωµε καλά και σώνει να το κατανοήσουµε) ή, τουναντίον, που τοποθετήθηκε σκοπίµως, για να µας παραπλανά ακόµη περισσότερο, αφού στο κάτω-κάτω, σλα είναι παραπλανητικά,όλα µπερδεµένα, όλα υπό αίρεση, όλα αυθαίρετα, µέσα στο χώρο που τα κινεί ο συγγραφέ­ας - δηλαδή µέσα στο χώρο της ίδιας της ζωής, αν την κοιτάξει κανείς από κάποια ιδιαίτερη σκοπιά.
Είναι σίγουρο ότι το καινούργιο αυτό είδoς, που λανσάρει ο Δηµήτρης Pικάκης, ο οποίος έχει δηµοσι­εύσει δύο θαυµάσια βιβλία, τον "Αντιπρόσωπο" και τη συλλογή διηγηµάτων "Τα Φανάρια του Ταλ", θα ξενίσει ασφαλώς τον αναγνώστη.
Όλα είναι όμως ζήτημα άσκησης. Και οι ευαισθησίες βέβαια. Προ πάντων αυτές…

Παναγιώτης Σπηλιωτόπουλος

Mια μικρή γεύση από τα... "Μικρά":
Ο ΓΑΪΔΑΡΟΣ
Απέναντι από το γνωστόν καφενείον της προκυµαίας, εστάθη ο Γάιδαρος καθ' όσον ο ρακοσυλλέκτης έ­σπευδε να παραλάβη τους σάκκους των απορριµάτων των απέναντι οικιών. Ο Γάιδαρος έστρεψε το κεφάλι και εκοίταξε τους δύο πρωϊνούς θαµώνας, πριν στρέ­ψη και πάλιν προς αντίθετον πλευράν για ν' αντιλη­φθή και εκεί το µόλις αφιχθέν λευκό πλοίο της γραµµής. Βεβαίως και του έκαµε εντύπωσιν το εισελθόν µέγα πλοίον, όµως δεν ήτο δυνατόν να γνωρίζη ούτε το όνοµά του, ούτε, πολλώ µάλλον, ότι ο ιδιοκτήτης χρωστούσε ακόµη µερικά καθυστερηµένα γραµµάτια εις την εταιρείαν. Γι' αυτό εντός ολίγου ξεκινούσε πάλι αµέριµνος δια το καθηµερινόν του δροµολόγιον ενώ ο ρακοσυλλέκτης ηκολούθει το συµπαθές ζώον µε αργόν βήµα. Πρέπει να σηµειωθή ότι ο συµπαθής αυτός Γάιδα­ρος δεν εγνώριζε και µερικά άλλα πράγµατα, ως φερ' ειπείν, τα ονόµατα των δύο θαµώνων του γνω­στού καφενείου, το όνοµα του ρακοσυλλέκτου και, το κυριώτερον, το όνοµα της νήσου επί της οποίας ευρίσκετο.
Αστερίσκος:Εις την απέναντι ακτήν, δεν συνέβη τίποτε το ιδιαί­τερον την στιγµήν εκείνην. Μόνον ο Αστερίσκος παρεσύρθη ελαφρώς από την ευχάριστον πρωινήν αύραν.


Η ΦΑΚΑ
Το µέτρον της νοικοκυράς ήτο αναντιρρήτως σωστό, όταν απεφάσισε να προστατεύση τα αγαθά και τας προµηθείας, εις το κελλάρι, τοποθετώντας την Φάκα. Διότι οι συµπαθέστατοι κατά τα άλλα ποντικοί, ελυ­µαίνοντο τον χώρον µετακινούντες και αντικείµενα ακόµη, αλλά και αδηφάγως τρώγοντες τα πάντα. Και η νοικοκυρά, καλοκάγαθος ως ήτο, ανεκάλυπτε πά­ντοτε, εις τον αυχένα κτυπηθέντας ιδίως, ποντικους από την αδυσώπητον αυτήν - δίκην λαιµητόµου - έξο­χον Φάκαν. Ελυπείτο βεβαίως τα ατυχή αθώα πλάσµα­τα, αλλ' από την άλλην ησθάνετο την ικανοποίησιν ότι απαλλάσσεται από την µάστιγα των µικρών επι­δροµέων. Μίαν ηµέραν όµως, η καλή νοικοκυρά, µετά την καθηµερινήν είσοδον εις το γνωστό κελλάρι προς έ­λεγχον, έπεσε στην πολυθρόνα και συντετριµµένη εζήτησε λίγο νερό, πασκίζου­σα να συνέλθη. Διότι, όλως απαράσκευος όπως ήταν, αντιµετώπισε το φοβερόν γεγονός ... Και ιδού, αντί ενός εκ των λίγο-πολύ γνωστών πο­ντικών, η περίφηµος Φάκα είχε συνθλίψει τον λαιµόν του εις όλους γνωστού µας - από των παιδικών ήδη χρόνων - Μίκυ Μάους, από του οποίου το στόµα είχε τιναχθεί ολίγο αίµα, ακόµη φρέσκο, που κατά περίερ­γον τρόπον είχε λεκιάσει το µικρό του παντελονάκι. Είναι σαφές ότι έκτοτε ο Μίκυ Μάους δεν ενεφα­νίσθη ποτέ πια επί της οθόνης.



4. Επίτομον Εγκυκλοπαιδικόν Προσωπικόν Λεξικόν.
Εκδόθηκε το 1992 από το Βιβλειοπωλείον της "Εστίας" (σ.σ. 262). Αν μη τι άλλο, τούτο το βιβλίο του Ρικάκη είναι αναμφίβολα μια πρόκληση, η οποία διατυπώνεται με τολμηρό χιούμορ, έντονη ειρωνεία και ανατρεπτική διάθεση, φέρνοντας σε αμηχανία τα "χρηστά ήθη" και κάθε τύπου κατεστημένο. Στο σύντομο πρόλογό του, ο συγγραφέας διευκρινίζει ότι πρόκειται για ένα παιχνίδι συνειρμών, μεταξύ σοβαρού και αστείου, με δεδομένο ότι ο ελεύθερος συνειρμός είναι η ψυχή του σουρρεαλισμού. Σημειώνει δε ότι το Λεξικό αυτό αποτελεί μια δικαιολογία για να ειπωθεί ότι θα 'πρεπε να ειπωθεί, με σκοπό, επίσης, το σπάσιμο της βαθιάς σιωπής μέσα στον εαυτό μας (...).


Υποτίθεται πως αυτός είναι ο Α' τόμος, και φτάνει μόλις μέχρι το λήμμα Αβδούλ Μουμά! Η ανάπτυξη ενός λήμματος μπορεί να καλύπτει λίγες γραμμές ή και πέντε με δέκα σελίδες, ανάλογα με τις συνειρμικές προεκτάσεις που επιδέχεται. Ας πάμε σε ένα λήμμα με συντομότατη ανάπτυξη:
ΑΒΑΔΟΥΤΑΣ: Τάξις Ινδών ερημιτών. Σήμερον η λέξις σημαίνει την φράσιν "Άφησέ με ήσυχον" ή "Εμένα δεν μ' ενδιαφέρει καθόλου" ή "Κάντε καλά μόνοι σας" ή "Εμένα μη με ανακατεύετε" και τα παρεμφερή. Παράδειγμα:
- Θα πάμε απόψε στον κινηματογράφο;
- Αβαδούτας!
Ή ακόμη... ΑΒΑΝΤΟΥΡΙΝΗΣ: Ορυκτόν της ποικιλίας του χαλαζίου μετά λεπιδίων μαρμαρυγίου, άτινα παρέχουσι αυτώ ερυθροκαστάνινα ή κιτρινοκαστάνινα χρώματα και σπηνθιρίζουσαν επιφάνειαν. Προέρχεται εκ των ούρων των Αβάντων ή Αβαντιδών, οι κρύσταλλοι των οποίων είναι ορατοί δια μικράς μεγεθύνσεως μικροσκοπικώς. Εξ αυτού συνάγεται ότι οι Άβαντες, εν Ευβοία διαβιούντες, κατέλιπον εις το έδαφος αυτής ίχνη Αβαντουρίνης, άτινα σήμερον είναι δυνατόν να ανευρεθούν εις το υπέδαφος αυτής και ουχί εις μεγάλο βάθος. Πολλοί επιστήμονες φρονούν ότι εις τούτο οφείλεται η σχετική ευφορία του εδάφους της Ευβοίας. Η αντίδρασις των αλάτων αυτών είναι όξινος και εις δόσεις πέραν του ενός κυβικού εκατοστού καθίσταται δηλητηριώδης διά τον οργανισμόν. Εις το εμπόριον η ουσία αύτη φέρεται εις ιδιοσκευάσματα δισκίων ως Ουρίνη 5 και έχει ενέργειαν διουρητικήν.


Εκτενή κριτκή για το βιβλίο έγραψε στην "Ελευθεροτυπία" (23 - 12 - 1992) ο Ευγένιος Αρανίτσης, με τίτλο "Οι γνώμες διχάζονται". Φωτοαντίγραφο του δημοσιεύματος μου είχε δώσει ο Ρικάκης, που τον θυμάμαι να μου λέει: Διάβασέ το, βρε παιδί μου, να μου πεις τη γνώμη σου κι εσύ, γιατί εγώ δεν βγάζω συμπέρασμα απ' αυτά που γράφει ο Αρανίτσης...

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, ο Ρικάκης σε βρεφική ηλικία και ένα μεστό αυτοσαρκασμού βιογραφικό του.


5. Ο Άρχων της Νυκτός.
Κυκλοφόρησε το 1996 από τις Εκδόσεις Χατζηνικολή (σ.σ. 283). Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα γεμάτο "μυστικά", που καλύπτει 208 σελίδες του βιβλίου, ενώ στις υπόλοιπες 75 παρατίθενται τα τεκμήρια (αλληλογραφία, δημοσιεύματα, σημειώσεις, σχέδια), τα οποία, κατά τον συγγραφέα, ενισχύουν την έννοια και την αίσθηση του 'μυθικού' , μέσα από την εμπλοκή του πραγματικού γεγονότος με το φανταστικό.
 

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε σχετικά:
Άρχων της Νυκτός είναι µια πραγµατική ιστορία, µε φανταστι­κές προεκτάσεις και αναφέρεται σε µια Eroica της εποχής του 1941-42 µέσα στους κόλπους του γνωστού περιοδικού της Νεότητας, που ο Αναγνώστης θα µαντέψει εύκολα ... Η ιστορία περιβάλλεται από ό,τι λέµε «µυστήριο» στα αστυνοµικά µυθιστο­ρήµατα, µέσα σ' ένα κλίµα φρεσκάδας του ροµαντισµού ... Ο κεντρικός ήρωας - δανεισµένος από το Όνειρο θερινής νύχτας του Σαίξπηρ - είναι µια υπερβατική-ονειρική µορφή, σύµβολο του αγαθού και της τελειότητας, πάντα παρούσα αλλά και από­µακρη, όπως συµβαίνει µε ό,τι λέµε «ιδανικό». Ο συγγραφέας προτίµησε ν' αποφύγει χαρακτηριστικά της τοπογραφικής ή πραγµατικής ταυτότητας των λοιπών ηρώων, για να τονίσει τον µύθο και το µυστήριο, επιδιώκοντας την εισβολή του ονειρικού στοιχείου µέσα στο πραγµατικό και τ' ανάποδο, µε το αποτέλε­σµα ν' αφήσει στο τέλος τον αναγνώστη µετέωρο και δροσερά προβληµατισµένο για το «ποια τελικά είναι η αλήθεια ... ». Έτσι, ακόµα και µέχρι σήµερα, ο Άρχων της Νυκτός παραµένει µια αµφιλεγόµενη προσωπικότητα και θ' αναρωτηθεί κανείς αν θα σταθεί άραγε δυνατό ν' αποκρυπτογραφηθεί κάποτε ...".

Κριτική από τη Μ. Θεδοσοπούλου, εφημ. Η ΕΠΟΧΗ (20-4-1997):



6. Τππελκαόπ.
Κυκλοφόρησε το 1999 απο τις Εκδόσεις Γαβριηλίδη (σ.σ. 209). "Τππελκαόπ" είναι το όνομα της ηρωίδας και, όπως μου είχε εξηγήσει ο Ρικάκης, σχηματίζεται από τα αρχικά ερωτηματικών λέξεων και φράσεων που χρησιμοποιεί η ηρωίδα, καθώς ρωτά να μάθει τα μυστικά της φανταστικής πραγματικότητας όπου περιπλανιέται. Αυτή δε η φανταστική πραγματικότητα συνιστά τη για πάντα χαμένη ουσία της ζωής μας - η Πύλη είναι μόνον... έξοδος.


Το βιβλίο προλογίζει - με εξαιρετική διεισδυτικότητα - ο γνωστός ποιητής Νίκος Φωκάς:

Ο Δηµήτρης Ρικάκης, όπως συνάγεται από τα µέχρι σήµερα βι­βλία του - ένα τόµο διηγηµάτων και µια συλλογή από µικρές πρόζες, µε εξωπραγµατική θεµατολογία και τα δύο, ένα σχετικά πρόσφατο µυθιστόρηµα κ. ά. - αλλά και µε το ανά χείρας ονειρι­κό αφήγημα, συγγενεύει µεν µε την ελληνική υπερραλιστική οι­κογένεια, θα έλεγε όμως κανείς ότι. εκτός από το υπερρεαλιστικό, στις φλέβες του ρέοουν και άλλα αίµατα. Με την πάροδο µά­λιστα των ετών, τα τελευταία αυτά, όπως το πολιτικό ή, πιό σω­στά, το αναρχικό, γίνονται ολοένα πιο ισχυρά, χωρίς ποτέ αυτό να συνιστά έκπτωση από το χώρο της φαντασίας στο χώρο της τρεχούμενης κοινωνικής διαµαρτυρίας.
Αντιθέτως. Αν υπάρχει µια διαµαρτυρία, ή µία εκ βαθέων αντίρ­ρηση στην πεζογραφία του Δηµήτρη Ρικάκη, αυτή σαφώς αφο­ρά τη λογική του κόσµου, το ότι ο κόσµος δεν µπορεί δυστυχώς παρά να είναι αυτός που είναι, χωρίς γι αυτό να πρέπει αναγκα­στικά να τον παραδεχόµαστε ως τέτοιο. Και ναι µεν δεν µπορού­µε να συντρίψουµε τον κόσµο - πολύ περισσότερο που δεν έχου­µε µε τί να τον αντικαταστήσουµε - τίποτα όµως δεν µας εµπο­δι'ζει να τον πειράζουµε, να τον ενοχλούµε, εφόσον αυτό µας πα ρέχει ένα λόγο υπάρξεως τόσο ως ανθρώπων όσο και ως ουγΥρα­φέων. Από την άποψη αυτή η ψυχολογία του Ρικάκη συγyενεύει µε εκείνη του µικρού παιδιού που πλήττει µε το δωμάτιό του - το αστικό δωμάτιό του - πλήττει µε τα άλλα παιδιά, µε τους υπο­χρεωτικούς περιπάτους, µε τα χριστουγεννιάτικα δέντρα, και επιδίδεται σε διορθωτικές για την πλήξη του σκανταλιές, λέει ψέµατα, ζωγραφίζει στο τζάµι ή το χαρτί.
Συνεπής µε τα παραπάνω, η φανταστική αφήγηση του παρόντος βιβλίου δεν θέλει να είναι παρά ένα παρατεταµένο πείραγµα για τη λογική µας, τους θεσµούς µας, την κοινωνία και τον άνθρωπο γενικότερα. Κατά πόσο το πείραγµα αυτό κατορθώνει να ενο­χλήσει ή απλώς αρκείται στο να· ψυχαγωγήσει τον αναγνώστη που το συµµερίζεται µε ένα κλείσιµο του µατιού, είναι κάτι που δεν νοµίζω να απασχολεί σοβαρά τον σvγyραφέα µας, όπως δεν απησχόλησε ποτέ και τον Lewis Cαrοll µε την ηρωίδα του οποί­ου, Αλίκη, η παρούσα συνοµήλικη ηρωιδα του Ρικάκη έχει ασφαλώς αρκετές οµοιότητες. Θα µπορούσε ωστόσο κανείς, έστω και µε κάποιο δισταγµό, να ισχυριστεί ότι η µικρή Τππελ­καόπ, κατ' απόκλιση προς την Αλίκη, είναι περισσότερο παρα­τηρητική και κριτική από εκείνη, και λιγότερο ονειρικά παθητι­κή και ποιητική. Εξ άλλου η µικρή Τππελκαόπ δεν προσφέρεται για ανάγνωσµα παιδικό, παρ' όλο το αφελές στοιχείο της αφήγη­σης, που δεν παύει, όπως και στην Αλίκη, να έχει κάτι το δαιµονι­κό. Κάτι τέτοιο το αποκλείουν, αν µη τι άλλο, και οι ανοιχτές σε­ξουαλικές αναφορές του κειµένου, όσο διακριτικές και παιχνι­διάρικες να είναι.
Ορισµένες επιµέρους παρατηρήσεις αφορούν το ύφος της γρα­φής του Ρικάκη και τη δοµή της αφήγησής του. Στην προκειµένη περίπτωση, αλλά και στα προηγούµενα βιβλία του, ο συΥΥραφέ­ας συχνά αµελεί το ύφος, σαν κάτι δευτερεύον, όπως συχνά συµ­βαίνει στον προφορικό λόγο, ιδίως τον λόγο του παραµυθιού ή του ανεκδότου, ο οποίος εδώ, όπως και αλλού στην πεζογραφία του Ρικάκη, φαίνεται να εξυπηρετεί καλύτερα την διήγηση των απίθανων επεισοδίων της ιστορίας - αν πράγµατι ιστορία µε αρ­χή, μέση και τέλος υπάρχει. Διότι όντως για µια σειρά από επει­σόδια πρόκειται, πράγµα που µας παραπέµπει σε παλαιότερα στάδια της λογοτεχνίας, όταν η δοµή της αφήγησης ήταν ευθύ­γραµµη, χωρίς ουσιαστικά το επόµενο να προϋποθέτει το προηγούμενο, χωρίς ο χρόνος να έχει ιδιαίτερη σημασία, εφόσον ο συγγραφέας ή ο αφηγητής δεν δούλευε µε την εσωτερική ανέλι­ξη των προσώπων ή των καταστάσεων αλλά µε την επανάληψη ή τη συσσώρευση, όπως στην περίπτωση διηΥήσεων περιπετειών ηρώων (Γκιούλιβερ) ή εκείνη των ιστοριών µε τα ίδια πάντα πρόσωπα, όπως στο θέατρο σκιών. Ετσι λοιπόν και εδώ µε το απορηµένο και σχεδόν παραπονεµένο, αλλά εν τέλει αγγελικό προσωπάκι της, η µικρή ηρωίδα πορεύεται από τον ένα σταθµό της περιήγησής της ανά τον κόσμο στον άλλο, όχι κατά προτε­ραιότητα αλλά µάλλον στην τύχη, µιλώντας άλλοτε µε τον Ερω­τευµένο, άλλοτε µε τον Περιπτερά, άλλοτε µε τους κατοίκους της περιοχής της Αλήθειας, άλλοτε µε τον Νεκροθάφτη, τον Ψεύ­τη, τον Στρατιώτη κ.ο.κ.
Πόσο η µέθοδος αυτή ικανοποιεί σήμερα εμάς τους κουρασµέ­νους από την ανάγνωση του Κάφκα, της Τζέην Ωστιν, του Φλωµπέρ, του Ντοστογιέφσκυ και όλης της µεταγενέστερης αφηγηµα­τικής λογοτεχνίας είναι ένα ερώτηµα στο οποίο δεν θα επιχειρήσω να απαντήσω. Εξ άλλου ένα λογοτεχνικό κείµενο δεν καταξιώνε­ται ή απαξιώνεται από τη µέθοδό του, αλλά από τη µοναδικότητά του, άσχετα από τη µέθοδο στην οποία επιλέγει να γραφτεί.
Νίκος Φωκάς
Γενάρης, 1998


Ας διαβάσουμε κι ένα ελάχιστο απόσπασμα:
- Από κει, κι ο µηχανισµός πάει στο κεφάλι µας και τότε κάνουµε όλοι το καθήκον µας και όλα είναι ταχτικά, όπως τα θέλει ο αξιωµατικός και ο βασιλιάς και ο λαός.
- Μα ο λαός είπατε πως δεν θέλει τον βασιλιά, άµα δεν κάνει τίποτα.
- Σωστά, απάντησε ο Στρατιώτης, όµως και το λαό τον κουρδίζουν µε διαταγή του βασιλιά, κι άµα τον κουρδίσουν, δεν βγαίνει στους δρόµους να φωνάζη.
- Και ποιοι τον κουρδίζουν;
- Οι άνθρωποι του βασιλιά που, όπως κι ο ίδιος, αυτοί είναι µόνιµα κουρδισµένοι, δηλαδή δεν ξεκουρδίζονται ποτέ ... Και να δης τώρα, που θα 'ρθη ο αξιωµατικός να µε κουρδίση, θα λέω άλλα πράµµατα σε σένα, αν κάτσης λιγάκι ακόµα εδώ.
- Δηλαδή τι θα µου λέτε; ρώτησε περίεργη η Τππελκαόπ και κοίταξε µε θαυµασµό τον Στρατιώτη, που ήξερε τόσα πράµµατα, αλλά κυριότερα που είχε το νου του να φυλάγεται για να µην τον τιµωρήσουν.
- Θα σου λέω πως απαγορεύεται να µου µιλάς - όπως έγινε στην αρχή, κι αυτό έγινε γιατί µόνο τώρα άρχισα να ξεκουρδίζοµαι - θα σου λέω για το έθνος, για το βασιλιά που είναι ερ­γατικός και καλός, για τη σηµαία µας, για τα καλά του στρα­τού κι άλλα τέτοια, και βέβαια πως όλα είναι εντάξει κι όλα πηγαίνουν καλά, κι ας µην είναι τίποτα απ' αυτά αλήθεια ...
Η Τππελκαόπ θέλησε να ρωτήση κάτι σπουδαίο, όµως ο Στρατιώτης τη σταµάτησε.
- Πήγαινε πιο πέρα και κάνε πως µε θαυµάζεις, γιατί έρχεται ο αξιωµατικός να µε κουρδίση, και λέγοντας αυτά, στάθηκε προσοχή και έκανε µε το όπλο του 'παρουσιάστε'. Η Τππελ­καόπ πήγε πίσω και χάζευε τον αξιωµατικό που έβγαλε ένα µεγάλο κλειδί κι άρχισε να κουρδίζη τον Στρατιώτη, κι ο κρό­τος που έκανε το κλειδί στην κλειδαριά, ήταν όπως όταν κουρ­δίζης ένα ρολόι (…)


____________________
.
Απώλεια*
Υπάρχει πάντα κάτι που χάνει κανείς:
τις ώρες
των φθινοπωρινών δειλινών
στα γυμνά και άγνωστα πάρκα,
στις φωτισμένες λεωφόρους της νύχτας,
στα πτωχά διαμερίσματα των συνοικισμών.
Υπάρχει πάντα κάτι που χάνει κανείς:
μια βελόνα,
μια γομολάστιχα,
ένα κλειδί,
κάτι που διαφεύγει της προσοχής μας,
που διαφεύγει της ικανότητάς μας
να συγκρατήσουμετα φθαρτά δεδομένα.
Υπάρχει πάντα κάτι που χάνει κανείς:
στις τσέπες του σακκακιού του,
ίσως κάποιο σημείωμα,
ίσως εκείνο το «εισιτήριο επιστροφής»,
μια «άδεια εισόδου»,
ένα μαντίλι λευκό.
Πάντα κάτι:
έναν αριθμό πρωτοκόλλου,
μια ημερομηνία,
ένα διαθέσιμο κάθισμα,
μια διεύθυνση,
την παρουσία μιας πινακίδας.
Υπάρχει πάντα κάτι που χάνει κανείς:
τις ώρες των ανώδυνων -προς στιγμήν-
αναχωρήσεων,
μια διαβεβαίωση,
μια υπόσχεση,
ένα κέρμα μικράς αξίας.
Υπάρχει πάντα κάτι που χάνει κανείς:
την ώρα που κλείνουν
οι ταχυδρομικές Υπηρεσίες
και κατεβαίνουν τα ρολλά
των Δημοσίων Καταστημάτων.
Υπάρχει πάντα κάτι:
μια ταυτότητα,
ένα πρόσωπο,
ένας φάκελλος μεγάλης σημασίας.
Έψαξα με προσοχή
στα βιβλία μου,
στα γραπτά μου,
στους χώρους
των πολύχρωμων συναναστροφών,
στα σημεία
των καθημερινών συναντήσεων.
Ερεύνησα
όλα τα δωμάτια
της σιωπηλής μου κατοικίας,
τα ενδύματά μου,
τις επιφάνειες
των αυστηρών επίπλων του παρελθόντος.
Ρώτησα τους νυκτερινούς φίλους
των ανεύθυνων και περιττών στιγμών,
τους υπεύθυνους και σοβαρούς
ανθρώπους των στολών.
Πληροφορήθηκα
πως δεν ήσουν
ούτε στις λευκές προκυμαίες
των κυριακάτικων περιπάτων,­
πως το όνομά σου ήταν άγνωστο
στις αγγελίες των θανάτων,
των ατυχημάτων,
των αυτοκτονιών.
Διαπίστωσα
την απουσία σου
στα προσκλητήρια των λεξικών,
των καταλόγων,
των επιτύμβιων χρυσών επιγραφών.
Βεβαιώθηκα
πως έφυγες
απ' τη χώρα των απλών παιχνιδιών,
δεν ήσουν καν
στην ανοικτή μου παλάμη
ούτε στην αφηρημένη έκταση
των 'Ωκεανών.
Υπάρχει πάντα κάτι που χάνει κανείς:
μεταξύ των αντικειμένων,
των ανθρώπων,
των στιγμών,
μια ευκαιρία,
μια λεπτομέρεια,
κάτι...
Τα τραίνα έφυγαν
δίχως εσένα,
τα πλοία σαλπάρισαν
δίχως εσένα,
τα λεωφορεία ξεκίνησαν
δίχως εσένα,
ο κόσμος εδήλωσε την παρουσία του
δίχως εσένα…
κι εσύ
δεν απόμεινες
σε κανένα σταθμό,
δεν κάθησες
σε καμιά αποβάθρα,
δεν περίμενες
σε καμιά στάση,
δεν έριξες πουθενά
τη σκιά σου.
Ich habe dich verlοren...
.

*Η "Απώλεια" είναι το μοναδικό δημοσιευμένο ποίημα του Δημήτρη Ρικάκη και πρέπει να το έγραψε το 1957, όταν χώρισε από τη σύζυγό του. Ένα χρόνο αργότερα, το ποίημα δημοσιεύθηκε στο τριμηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό "Καινούρια Εποχή".


ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΚΑΘ' ΟΙΟΝΔΗΠΟΤΕ ΤΡΟΠΟ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΚΤΗ - ΕΚΔΟΤΗ.

Σάββατο 19 Ιουλίου 2008

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΙΚΑΚΗΣ (5)

Ο ΦΡΕΝΤΥ ΚΑΡΑΜΠΟΤΤ ΓΙΑ ΤΟΝ ΖΩΓΡΑΦΟ ΡΙΚΑΚΗ.

Ο διαπρεπής ζωγράφος και designer Φρέντυ Κάραμποττ, ο οποίος υπήρξε επιστήθιος φίλος του Δημήτρη Ρικάκη από τα μαθητικά τους ήδη χρόνια, δημοσίευσε στην εφημερίδα "Επικαιρότητα" το παρακάτω κείμενο, για να καλύψει το "κενό" σε ένα δημοσίευμα της "Ελευθεροτυπίας" (29 - 6 - 2000) που αναφερόταν στο έργο του υπερρεαλιστή Ρικάκη, χωρίς όμως ουσιαστική αναφορά στην ιδιότητά του ως ζωγράφου:

Ναι, αλλά τι έγινε ο ζωγράφος;
Μια ζωή ολόκληρη, ο Δημήτρης ζωγράφιζε! Από τα θρανία του Λεοντείου [Λυκείου] με εντυπωσίαζε με τη σωστότητα της ανθρώπινης φιγούρας. Χρησιμοποιούσε άφοβα όλα τα μέσα. Είχε την άνεση και το θάρρος να μην υποτάσσεται σε κλασικούς κανόνες όπως, για παράδειγμα, όταν χρησιμοποιείς τέμπερα, να χρησιμοποιείς ΜΟΝΟΝ τέμπερα. Όχι! Αν έβρισκε ότι το θέμα σήκωνε και λίγο μολύβι, για να γκριζάρει κάποιον ουρανό ή να σβήσει απαλά μια σκιά, θα το έκανε!

Έφερνε ταχύτατα, καταπληκτικά αποτελέσματα, χωρίς να έχει σπουδάσει ποτέ ζωγραφική. Ήταν αυστηρός στη λεπτομέρεια και στην απόδοση του πραγματικού, γι' αυτό - και για πολλά άλλα - θαύμαζε τον Salvador Dali. Διότι, ναι μεν ο τελευταίος ζωγράφιζε ένα ρολόι σε ονειρικό τοπίο, αλλά το ρολόι ΗΤΑΝ ΡΟΛΟΪ!
Οι ακουαρέλες του Δημήτρη Ρικάκη ήταν φαινόμενο ταχύτητας, απλότητας συνάμα και αποδόσεως του ζητούμενου. Σ' αυτήν τη δουλειά του τον είχε εμπνεύσει πολύ ο Turner.Η παραγωγή του, σε σχέδιο, σκίτσο, comics, graphics, τέμπερες και λάδια, ήταν παραπάνω από πληθωρική.
Οι σκηνογραφίες του στην Αυστρία και τη Γερμανία, για έργα του Μπέκετ και όπερες του Βάγκνερ, έκαναν πάταγο. Επειδή, όμως, δεν του άρεσαν οι δημόσιες σχέσεις, εδώ εισπράττουμε κατά καιρούς μόνον μονόστηλους ψιθύρους!
Η εικονογράφηση του μυθιστορήματος "Ο Μεγάλος Μάγος", από τα παιδικά του χρόνια (με σινική, νερομπογιές, κραγιόνια και μολύβι), συνιστά μέχρι σήμερα έργο ιδιαιτέρας ποιότητας, όπως και η εικονογράφηση του Ευαγγελίου, με τους αγγέλους/αστροναύτες, συνθέσεις μεταφυσικο-διαστημικών διαστάσεων, που είμαι βέβαιος ότι συγκλονίζουν πολλούς - σίγουρα τουλάχιστον εμένα.


Και πώς να μην αναφερθεί κανείς στην ιδιάζουσα πρωτοτυπία της γραφιστικής του δουλειάς, όπως τα άκρως εντυπωσιακά εξώφυλλα του Οικονομικού Ταχυδρόμου; Η τόλμη του να χρησιμοποιεί αφθόνως το μέχρι τότε (1960) "μακριά από μας" μαύρο χρώμα στις διαφημίσεις της Olympic Advertising, που ξάφνιασαν το τότε κατεστημένο, τις ευφυέστατες και επιβλητικές λύσεις στα περίπτερα της Ενώσεως Ελλήνων Γραφιστών στην Έκθεση της Θεσσαλονίκης... Αφήνω τις τόσο επιτυχείς εκθέσεις του ζωγραφικής και σκηνογραφίας. Οι τελευταίοι του πίνακες, που ζωγράφισε στην Εύβοια, έχουν προσφέρει τόση αγάπη και ζεστασιά στους συγγενείς και φίλους του!
Λοιπόν, ναι! Υπερρεαλιστής πεζογράφος, συγγραφέας, φιλόσοφος και, πάνω απ' όλα, σ υ γ κ λ ο ν ι σ τ ι κ ό ς αφηγητής, αλλά και ΑΔΙΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΑ ΖΩΓΡΑΦΟΣ!

Φρέντυ Κάραμποττ

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2008

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΙΚΑΚΗΣ (4)

ΤΑ ΣΚΙΤΣΑ - ΠΡΟΚΗΡΥΞΕΙΣ.
Με τα σκίτσα - προκηρύξεις του, ο "παλαίμαχος, σοφός και αστραφτερός νεανίας Δημήτρης Ρικάκης" (κατά την έκφραση του Γ. Σταματόπουλου), απευθύνεται στους απλούς ανθρώπους της υπαίθρου, στη δική τους, την απλή, καθημερινή γλώσσα. Ονειρευόταν πάντα μια εξέγερση του λαού εναντίον των εξουσιαστών και κάθε συστήματος καταπίεσης, αισθανόμενος ότι ήταν ιερό καθήκον του η αφύπνιση των συμβιβασμένων, φοβισμένων ή αδιάφορων συνανθρώπων του. Μέσα από αυτά τα σκίτσα - προκηρύξεις ακούγεται η κραυγή του, κραυγή αγωνίας, αλλά και οργής...

.












.








.










ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΚΑΘ' ΟΙΟΝΔΗΠΟΤΕ ΤΡΟΠΟ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΚΤΗ - ΕΚΔΟΤΗ.