Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΕΝΟΣ... ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑΤΟΣ

Ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται
Κι ο νους μου απ' την αγάπη δε συμμαζώνεται...

(Δημοτικό τραγούδι)

Ήταν ένα φθινοπωρινό ηλιοβασίλεμα στον Μούδρο της Λήμνου κι όπως περπατούσαμε στ' ακροθαλάσσι με το δεκάχρονο γιο μιας συναδέλφου, παρατήρησα ότι το παιδί κοιτούσε συνεχώς τα παπούτσια του, απαξιώντας να ρίξει έστω κι ένα σύντομο βλέμμα προς τη δύση, όπου έπαιζαν μαγευτικά τα χρώματα σε ουρανό και θάλασσα.

Μιχάλη, τον ρώτησα, σκέφτηκες ποτέ ότι το ηλιοβασίλεμα είναι ένα θαύμα σε κοινή θέα; Μου απάντησε τότε ο Μιχάλης ότι ένα ηλιοβασίλεμα δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένα φυσικό φαινόμενο, που έχει την εξήγηση του την επιστημονική. Ήταν περιττό να τον ρωτήσω για τα συναισθήματα του˙ με είχε ήδη κοιτάξει με οίκτο, τη στιγμή που διαπίστωνε ότι με συγκινούσε μια ανύπαρκτη γι' αυτόν ομορφιά, ένα τίποτα δηλαδή...

Γύρισα σπίτι μου προβληματισμένος, για να μην πω τρομοκρατημένος, από την ιδέα ότι ο εύστροφος, επιμελής και άριστος μαθητής Μιχάλης, ίσως, με τη δεδομένη αντίληψη του, να εκφράζει τον κανόνα και όχι την εξαίρεση. Μάλιστα, μου φάνηκε εντελώς άστοχο για την περίσταση το λαϊκό απόφθεγμα που λέει ότι «από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια».

Μπορεί να 'ναι αλήθεια ότι η ομορφιά της Πλάσης είναι ένα τίποτα; Ποιος το αποφάσισε σε μια στιγμή; Όμως, είναι αλήθεια ότι ο Μιχάλης έτσι το έβλεπε, γιατί έτσι το έμαθε στο σχολείο και, δυστυχώς, έτσι ακριβώς το έμαθε ένα μεγάλο ποσοστό εύστροφων και αρίστων συνομηλίκων του μαθητών.

Την αλήθεια, λοιπόν, έμαθα κι εγώ απ' το μικρό Μιχάλη. Αυτή είναι η τραγική πραγματικότητα, ότι η ομορφιά της Πλάσης αντιμετωπίζεται ως ένα τίποτα, ότι η ποίηση περιττεύει απ' τη ζωή και το σχολείο, ότι είναι ντροπή το συναίσθημα και ανοησία η συγκίνηση, ενώ παράλληλα προβάλλεται, ως ύψιστο ιδανικό, η ατομική υλική απόλαυση, όπως βιαίως και ασυστόλως καλλιεργείται από την προπαγάνδα του καταναλωτισμού και αιμοσταγώς επιβάλλεται από αλαζονικές πολιτικο-οικονομικές εξουσίες και άλλες δυνάμεις διαστροφής.

Τούτη είναι η φοβερή παγκοσμιοποίηση, προς την οποία συρόμαστε... εκουσίως. Μακάβριο εύρημα είναι και η ίδια η λέξη, ο όρος «παγκοσμιοποίηση», που συντίθεται από τρεις λέξεις διαχρονικά καθαγιασμένες: Το Παν, τον Κόσμο, την Ποίηση. Πόσο τυχαία άραγε;

Κι ενώ ο απατηλός, εωσφορίζων και, βεβαίως, φωσφορίζων όρος παραπέμπει σε μια απολύτως θολή ιδέα της ενότητας, βιάζοντας ταυτόχρονα και τον ηρακλείτειο Λόγο του Ενός- Παντός, στην πραγματικότητα στοχεύει στο συστηματοποιημένο κατακερματισμό της Οικουμένης, ώστε η ισοπέδωση της να καθίσταται θεμιτή και εύλογη.

Θα σας το πω με ένα παράδειγμα και ζητώ εκ των προτέρων να μου συγχωρεθεί η σκληρότητα της παραβολής, μια και δεν μπορώ να βρω τρόπο ηπιότερο. Φανταστείτε μια μηχανή του κιμά, που αλέθει διάφορα ζωάκια, και μεγάλα και μικρά, άγρια και ήμερα, τριχωτά ή άτριχα, ανοιχτόχρωμα και σκουρόχρωμα και τα λοιπά. Όλα αυτά γίνονται κιμάς, δηλαδή μικρούλικα κομματάκια σάρκας, οστών, τριχών, που φαίνονται ολόιδια. Και δεν θέλει και πολύ, με λίγη πίεση μόνο, μ' ένα πάτημα, τα κάνεις ίσωμα, μια μάζα ομοιόμορφη και εύπλαστη. Από εκεί κι ύστερα, κατά τις εκάστοτε ορέξεις σου, μπορείς να πλάσεις το «υλικό», σε μικρά ή μεγάλα μεγέθη, δίνοντας του τη μορφή του κύβου, της σφαίρας, του κουλουριού...

Απλά, αυτό είναι όλη η υπόθεση, δεν είναι άπιαστο πράγμα η παγκοσμιοποίηση. Κυρίως δε, απειλεί το ανθρώπινο πρόσωπο και τη συνείδηση, να μην το ξεχνούμε αυτό. Ας κάνουμε όμως ένα τεστ με τον εαυτό μας, γυρνώντας πίσω στο ηλιοβασίλεμα, σ' ένα ηλιοβασίλεμα κάποτε, ν' αναλογισθούμε πόση αγάπη νιώσαμε να ξεχειλίζει από μέσα μας και να μη «συμμαζώνεται», όπως τραγουδά η δημοτική μούσα.

Να αναλογισθούμε, επίσης, αν ένα ηλιοβασίλεμα μπορεί να είναι το ίδιο σ' έναν τσιμεντότοπο και σ' ένα παρθένο νησάκι, αν μπορούν να 'ναι το ίδιο τα τριανταφυλλένια σύννεφα με τα γκριζόμαυρα του καυσαέριου, αν το τραγούδι της γαλήνης μπορεί να εξισωθεί με τα μουγκρίσματα των μηχανών, αν το άρωμα του θαλασσόκρινου και του ιωδίου μπορεί να ταυτιστεί με τη δυσωδία των τοξινών και της ηθικής σήψης, αν ακόμα είναι το ίδιο να είσαι ο εαυτός σου ή να μην είσαι, αν είναι το ίδιο να νιώθεις την ομορφιά του Κόσμου ή να μην τη νιώθεις. Και τόσα άλλα...

Ε, λοιπόν, αυτά πρεσβεύει η παγκοσμιοποίηση, ότι σε όλα τούτα δεν υπάρχει διαφορά, μόνο που ως σήμερα δυσκολευόμασταν να το αντιληφθούμε. Δυσκολευόμασταν οι αδαείς - και θέλουν να μας δημιουργήσουν κι ενοχές - ν' αντιληφθούμε ότι ο ίδιος "κιμάς" είναι η ομορφιά κι η ασχήμια, το αληθινό και το ψεύτικο… Αυτή είναι η φρικιαστική "μοντέρνα" πραγματικότητα, που ήδη διδάσκεται μεθοδικά ως σχολική γνώση, ξεριζώνοντας από το παιδικό μυαλό το θαύμα του δέντρου, του νερού, του ήλιου, των άστρων, της χαραυγής, του ηλιοβασιλέματος... της ιδιας της ζωής το θαύμα!

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

ΤΟ ΜΑΝΤΟΥΔΙ ΚΙ Η ΜΑΝΤΟΥΔΑ

Την ετυμολογική ερμηνεία του ονόματος Μαντούδι δημοσίευσα αρχικά στο βιβλίο του Αλ. Καλέμη "Ο Κηρέας της Εύβοιας" (εκδ. Κίνητρο, 2001) και αργότερα συνεπτυγμένη στο "Γεωτρόπιο" της Ελευθεροτυπίας (τ. 167, 21-6-2003) με αφορμή ένα οδοιπορικό του Φώτη Μαραζόπουλου στην περιοχή.

Στους ντόπιους είναι διαδεδομένη η άποψη -κάποιος ερευνητής των περασμένων δεκαετιών φέρει την ευθύνη- ότι το όνομα Μαντούδι προέρχεται "από μια ομόηχη τουρκική λέξη και σημαίνει ψωμότοπος". Επί το ακριβέστερον, έχει υποστηριχθεί ότι το όνομα οφείλεται στην τουρκογύφτικη λέξη μα[γκ]ντό (=ψωμί). Μάλιστα, υπάρχει και μία ακόμη άποψη, επίσης διαδεδομένη και ατεκμηρίωτη, που θέλει το Μαντούδι να προέρχεται από το όνομα Mantuko ή Mandugo, το οποίο αποδίδεται σε βενετσιάνικο κάστρο ή σε Βενετσιάνο τοπάρχη.

Κρίνοντας αβάσιμες (για ετυμολογικούς και όχι μόνο λόγους) τις δύο τούτες προϋπάρχουσες εκδοχές, κατέληξα σε μια καθ' όλα εμπεριστατωμένη ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία το τοπωνύμιο Μαντούδι είναι λατινογενές και σύνθετο εκ των θεμάτων mant- του ρήματος manto (=παραμένω, διατηρώ) και ud- του επιθέτου udus, -a, -um (=υγρώδης, διάβροχος, νοτισμένος).

Αρχικά το όνομα πρέπει να προσδιόριζε ως επίθετο το ουσιαστικό (θηλ.) humus (=έδαφος, γη, περιοχή): humus mantuda (=τόπος υγρώδης, που κρατάει μονίμως νερά ή υγρασία). Μετά δε από παράλειψη του ευνόητου humus, το επίθετο εξελίχθηκε στο κύριο όνομα Mantuda (Μαντούδα).

Μαντούδα (η) θεωρώ ότι ονομαζόταν όλη η πέριξ του σημερινού Μαντουδίου έκταση, εντός της οποίας υπήρχαν μερικά μικρά χωριουδάκια, ανώνυμοι οικισμοί στην πραγματικότητα, που, ως "παιδιά" της "μάνας" περιοχής, αναφέρονταν συλλήβδην με την κοινή ονομασία Mantudia, ήτοι τα Μαντούδια.

Ένα από αυτά τα Μαντούδια, λοιπόν, φαίνεται πως με τον καιρό επισκίασε τα υπόλοιπα και σταδιακά τα απορρόφησε, έτσι που, διατηρώντας την κοινή ονομασία, αναδείχθηκε τελικά στο... ένα και μοναδικό πλέον Μαντούδι της Μαντούδας.

Να σημειώσω δε ότι το Μαντούδι είναι γνωστό για τον ελώδη (μέχρι πρότινος τουλάχιστον) κάμπο του και για την υγρασία που ανέκαθεν κρατούσε και κρατάει.

Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι ότι η περιφέρεια του Μαντουδίου βρισκόταν υπό ενετική κυριαρχία από τον 13ο έως τον 15ο αιώνα, ενώ αργότερα, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, μαρτυρείται η ύπαρξη έξι "ανώνυμων" μικρών χωριών στην περιοχή, σε πολύ μικρή απόσταση το ένα από το άλλο.

Εκτός τούτων των στοιχείων, μεγάλο ενδιαφέρον έχει και το γεγονός ότι οι παλιότερος γενιές έλεγαν "τα Μαντούδια" και όχι "το Μαντούδι", γιατί προφανώς στον πληθυντικό θα τους είχε παραδοθεί το όνομα. Ωστόσο, όταν μικρός άκουγα τους γέρους του χωριού μου -τα Ψαχνά εννοώ- να λένε "πάω στα Μαντούδια", νόμιζα ότι το έλεγαν με ειρωνική διάθεση, μάλλον υποτιμητικά για το Μαντούδι. Αλλά τώρα, βέβαια, αποδεικνύεται ότι απλώς... κυριολεκτούσαν.
__________
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΧΩΡΙΣ ΤΗ ΓΡΑΠΤΗ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΚΤΗ
.

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2009

ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΝΑ 'ΧΕΙ... ΕΧΕΙ Ο ΘΕΟΣ!

ΜΙΚΡΑ ΜΑΓΙΚΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ
(Στην Ana T.)

Διαβάζουμε την α' στροφή του ποιήματος "Ηλικία της γλαυκής θύμησης" από την ποιητική συλλογή Προσανατολισμοί (1940) του Οδυσσέα Έλύτη:

Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως τη θύμηση

Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στο μεσημεριάτικο ύπνο
Με φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη στην
ειρήνη του κόλπου των νερών Έ χ ε ι -ο -Θ ε ό ς

Το παραπάνω απόσπασμα περιλαμβανόταν, μέχρι πριν από μερικά χρόνια, στο Ανθολόγιο Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α' τάξης Γυμνασίου. Δυστυχώς όμως, στα πλαίσια ενός κακώς εννοούμενου εκσυγχρονισμού, κάποια δήθεν ανοιχτά μυαλά αποφάσισαν να το αφαιρέσουν από το σχολικό βιβλίο, όπως άλλωστε αφαίρεσαν και αρκετά άλλα κείμενα μεγάλων λογοτεχνών μας, για να βάλουν στη θέση τους εφήμερες πρωτολειακές ασημαντότητες.
Έχουν περάσει περισσότερα από δέκα χρόνια από τότε που είχα διδάξει αυτό το "ποιηματάκι" στα παιδιά της πρώτης τάξης του Γυμνασίου Μαντουδίου και θυμάμαι τη συγκίνησή μου, όταν κατά την ώρα της διδασκαλίας, μου αποκαλύφθηκε το μικρό μαγικό μυστικό της φράσης "έχει ο θεός", η οποία αποτελεί το όνομα του φρεκοβγαλμένου, πράσινου σκάφους. Είναι βέβαια προφανές ότι το σκάφος "διαβάζει" ανεστραμμένο το όνομά του πάνω στο καθρέφτισμά του στα γαλήνια νερά του κόλπου.
Αφού έγινε η ανάγνωση του ποιήματος στην τάξη, θέλησα να σχεδιάσω την κεντρική εικόνα στον πίνακα, κι όπως άρχισα να γράφω το ανεστραμμένο όνομα, διαπίστωσα έκπληκτος ότι όλα τα ανεστραμμένα γράμματα διαβάζονταν κανονικά, δεν άλλαζε τίποτα στο καθρέφτισμά τους. Είχα σταματήσει στο "έχει ο..." και γύρισα προς τα παιδιά, νιώθοντας ένα ρίγος. Τι συμβαίνει, κύριε; ρώτησαν απορημένα. Ανατρίχιασα από συγκίνηση, τους λέω, κοιτάχτε το καθρέφτισμα του ονόματος! Αυτά κοίταζαν καλά-καλά εμένα, ενώ ο παχουλός μαθητής του πρώτου θρανίου τράβηξε από τον καρπό το χέρι μου και φώναξε: Ρε σεις, αλήθεια λέει, σηκώθηκε η τρίχα του!
Τους έδωσα εξηγήσεις στη συνέχεια, αφού ολοκλήρωσα την ανεστραμμένη φράση στον πίνακα. Και μου έκαναν μάλιστα την εξής καταπληκτική ερώτηση: Είναι τυχαίο ή σκόπιμα έβαλε ο Ελύτης για όνομα του σκάφους αυτή τη φράση που διαβάζεται ίδια και ανεστραμμένη; Αυτό δεν έχει και τόση σημασία, τους απάντησα... αλλά είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι δεν έχει σημασία!


Αν και δεν είναι στις προθέσεις μου να "αναλύσω" εδώ μια απομονωμένη στροφή του ποιήματος, θα ήθελα μόνο να επισημάνω, μέσα από την ταύτιση του αντικειμένου με το είδωλό του, το αποκαλυπτικό γεγονός της ενότητας των αντιθέτων, του πραγματικού με το φανταστικό, του υλικού με το άυλο, της αίσθησης με την ιδέα, του φυσικού με το υπερφυσικό. Κι αυτό συμβαίνει έτσι απλά, με φόντο την καρτερία και την ελπίδα που εμπνέει η ίδια η φράση "Έχει ο Θεός"... ο οποίος θεός ούτε λέγει ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει, κατά την ηρακλείτεια ρήση.

©Δημήτρης Μπαρσάκης


________________
ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΑΙ Η ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΧΩΡΙΣ ΤΗ ΓΡΑΠΤΗ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΚΤΗ