Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ (2)



2.
Η μέρα που ξημέρωσε δεν μου ήταν άγνωστη, ήταν σα να την ήξερα καλά από πριν. Η κάθε μέρα έχει τη μοίρα και το λόγο της. Όχι, δεν ήταν πως μου θύμιζε κάποια άλλη, δεν μου θύμιζε καμιά άλλη μέρα. Μου έφερνε όμως στο νου κάτι απ' τη συνείδησή μου, κάτι που θα μπορούσε να κατέχει απόλυτα εκείνο το παρόν, που δεν το ένιωθα εκείνο το πρωί. Το αναγνώριζα με βεβαιότητα, μα δεν είχε κανένα νόημα να το αναζητήσω πάλι, κάπου πίσω μου, στη μνήμη μου. Ούτε ήρθε ούτε πέρασε ποτέ, μα ήταν γνώριμο, σαν εκείνο το πέλαγος, σαν εκείνο τον ουρανό, σαν τα βότσαλα, την άμμο, τις καναπίτσες του Λιμιώνα. Απλώς, τ' αναγνώριζα όλα, κι εκεί πέρα στην άκρη της αμμουδιάς, με αναγνώριζε όμοια η σπηλιά, ένα κενό, μια οπή στη ρίζα της απόκρημνης πλαγιάς του βουνού. Υπήρχε, λέγαν, μια σπηλιά εκεί. Έλειπε του βουνού εκείνο το κομμάτι, μα πάντα εννοούσαν ότι είχε κάτι παραπάνω, είχε και μια σπηλιά το βουνό. Όπως, όσα λείπουν από τη συνείδηση κι είναι κάποτε η απουσία τους το παραπάνω, ένας επιπλέον εαυτός δια μέσου της απουσίας, οντότητες που μας φαίνονται σαν ανάμνηση χαμένη κάποτε.

Ήταν ακριβώς στο κύμα η σπηλιά, πανύψηλη και φαρδιά, γεμάτη άμμο. Στο βάθος της, μια σκοτεινή τρύπα, απρόσιτη, γιατί ήταν πολύ ψηλά, τράβαγε μια άγνωστη πορεία στα σωθικά του βουνού. Εμένα με τράβαγαν πάντα στη σπηλιά τα χρώματα των γδαρμένων πετρωμάτων, σα μαγνήτες, χρώματα αφύσικα αληθινά, ανατριχιαστικά αληθινά, πιο αληθινά απ' την ίδια την πέτρα. Συμβαίνει ο χαρακτήρας ενός πράγματος να καλύπτει το ίδιο το πράγμα. Σαν τη μέρα εκείνη στην έρημη ακτή, στην κούφια πλαγιά της ύπαρξής μου, σε μια κοιλότητα της συνείδησής μου, στην απουσία τη γεμάτη σταλακτίτες, στις απολιθωμένες ροές μιας αβίωτης ραγισμένης συγκίνησης, ανέπνεα και μεθούσα από τη σκόνη και την άρμη και νόμιζα πως άρχιζαν πάλι τα περασμένα καλοκαίρια. Με ξεγελούσε πάντα μια νεαρή κερασιά που λυγούσε απ' το πολύ φορτίο με αγαλλίαση και πόνο, προσφέροντας τη λιγοστή σκιά της σε μια πήλινη νεολιθική μάνα με τεράστιους γλουτούς, που χτενιζόταν... από χιλιάδες χρόνια πριν.

Έσκυψα και σήκωσα το κουβάρι τα φύκια που κράταγαν μέσα τους μπλεγμένη την αργυρή της κτένα. Ήταν παραδίπλα, κάπου στη μέση της σπηλιάς αποκαΐδια και στάχτη, και πέτρες μαύρες απ' την καπνιά. Πιο έξω, ένας πεθαμένος γλάρος, μισολιωμένος. Μου έφυγαν τα φύκια απ' τα χέρια μου, που τα ένιωσα να μαλακώνουν τόσο, ν' αναλιώνουν σαν το κερί. Είχα δει τα χέρια του Μπαρμπαμήτσου να αναλιώνουν έτσι, κάθε φορά που ξεκόλλαγε ένα χαρτάκι απ' το ημερολόγιο. Έλεγε δυο-τρεις φορές την ημερομηνία και το γύριζε απ' την ανάποδη, να διαβάσει το λαϊκό τετράστιχο. Με κοίταζε ύστερα παρακλητικά, για να τον ρωτήσω:
- Τι λέει, λοιπόν, το ποίημα σήμερα;
Έπαιρνε ύφος επίσημο και έκανε προσπάθεια να δώσει βάρος στη φωνή του, σαν πολεμικό ανακοινωθέν ακουγόταν:
- Θυμάμαι της είπα σ' αγαπώ
κάτω στην κρύα βρύση,
της χάρισα κλωνί βασιλικό
κι είχα τα χείλη της φιλήσει.
- Ωραίο ποιηματάκι, Μπαρμπαμήτσο.
Συμφωνούσε ο γέρος, μα συμπλήρωνε ότι περάσαν πια τα ωραία. Του έλεγα ότι θα έρθουν τα άλλα.
- Και τι να τα κάνω τ' άλλα;
- Κάτι θα προσδοκάς και συ...
- Σαν τι να προσδοκάω;
- Να, οτιδήποτε, καμιά γιορτή, τα Χριστούγεννα…
- Α, ναι...
- Και πού λες φέτος να κάνεις Χριστούγεννα; Θα πας κείθε στους συγγενείς;
- Ξέρωγω! Μα για ποια Χριστούγεννα μου λες;
- Γι' αυτά τα Χριστούγεννα λέω.
- Χμ... Προχτές το είχα για Χριστούγεννα.
Σηκώθηκε απότομα κι έφερε ένα μπλοκάκι. Μου το έβαλε μπροστά μου και συνέχισε:
- Εκεί τα έχω γραμμένα, προχτές τα διάβαζα μονάχος μου. Κοίτα τι λέει!

Τρεμουλιαστά τα γράμματα και βάναυσα πατημένα στο χαρτί: «Σήμερα Χριστούγεννα. Ήρθε εδώ η ανιψά μου η Λενιώ μαζί με τον άντρα της. Ήρθε κι ο γερο-Βαγγέλης με το γαϊδούρι από το χωριό. 25 Δεκεμβρίου».
- Είδες; Προχτές… 25 Δεκεμβρίου, όπως το γράφει!
- Ποιο χρόνο όμως;
- Κάθε χρόνο!
- Ε, άλλα πάντως λέει το ημερολόγιο…
- Μην κοιτάς το ημερολόγιο, αυτό τα δικά του λέει. Άλλα λένε και τα σύννεφα, κι ακόμα πιο καλά τα λένε, πιο καλά τις διαβάζω τις μέρες στα σύννεφα. Κοίτα...

Μου έδειξε ψηλά, μέσα απ' το ανατολικό παραθυράκι. Κοιτάζαμε κι οι δυο. Σα να ήταν ένας άγγελος που κάτι έγραφε στα σύννεφα.
- Δεν γράφει... ζωγραφίζει! είπε ο Μπαρμπαμήτσος, χωρίς να γυρίσει. Είχε απορροφηθεί τόσο, κι εμένα με είχε πια ξεχάσει εντελώς. Λίγο-λίγο άρχισαν να ξεφυτρώνουν δυο άσπρες φτερούγες στην πλάτη του. Η ζωγραφιά βάθαινε στον ουρανό... Κάπου, κάπου την ξέρω αυτή τη ζωγραφιά, έλεγα από μέσα μου.
- Την ξέρεις αυτή τη ζωγραφιά, ψιθύρισε ο γέρος, σα να με είχε ακούσει. Κι αναρωτιόμουν αν είχε ποτέ προσέξει τις φτερούγες του.

Προσπαθούσα να θυμηθώ πού την ήξερα τη ζωγραφιά εκείνη, και βιαζόμουν να προλάβω, πριν ανέβει το κύμα και τη σβήσει. Πώς γίνεται μ' ένα ξερόκλαδο να ζωγραφίζεις καθρέφτες στην άμμο; Καθρέφτες θεόρατους, όπου για μια στιγμή χωράει όλος ο ουρανός, με τα σύννεφα και τους αγγέλους του...

Ο Μπαρμπαμήτσος έκλεισε το παραθυράκι κι ευθύς τα φτερά του πήραν και μίκραιναν, συρρικνώθηκαν, χάθηκαν. Η θάλασσα είχε ανέβει στην ώρα της. Έκανα δυο βήματα πίσω και γονάτισα μπροστά στον ψόφιο γλάρο. Ανασήκωσα με δέος τις δυο διαλυμένες φτερούγες του, ξεσκεπάζοντας μια ζεστή λακκουβίτσα στην άμμο, γεμάτη άσπρα σκουληκάκια που γλεντούσαν σιωπηλά. Γύρισα και διάβασα το λείο φαιοκίτρινο βράχο που στεκόταν ορθός δίπλα στην είσοδο της σπηλιάς, σα γιγάντια επιτύμβια στήλη. Και μνημόνευε... ημερομηνίες, καρδούλες κι έρωτες, ανακατεμένα ονόματα πλήθος. Τόσοι που κάποια καλοκαίρια είχαν βρεθεί εκεί. Κι έφυγαν πάλι, αφήνοντας πίσω τους τη μοναξιά του τοπίου. Πήραν μιαν ανάμνηση μαζί τους και γύρισαν στη ζωή τους. Έτσι, όπως κόβει κανείς ένα αγριολούλουδο και το παίρνει μαζί του, να το βάλει σε ανθοδοχείο στο σπίτι του. Πάντα ήταν γοητευτικό ντεκόρ ο θάνατος.

Παλιά, είχα κουβαλήσει κι εγώ μια μεγάλη χρωματιστή πέτρα από μια παραλία. Την άλλη μέρα μαράθηκε η δύστυχη, σα να μην είχε πια υπόσταση, την είχε αφήσει εκεί πίσω, πέρα στην πέτρινη μνήμη της. Γιατί το κάθε τι στο χώρο του θυμάται πολύ αλλιώτικα από μια συνείδηση που όλο ξενιτεύεται. Η φθορά των φυσικών πραγμάτων είναι κι αυτή ανάμνηση, η αμόλυντη μνήμη τους είναι σε κάθε στιγμή ο εαυτός τους, πέρα από το σχετικό και το εφήμερο, η απόλυτη ανάμνηση του ταυτόχρονου, μια αδιάκοπη παρουσία στο χώρο και το χρόνο, μακριά πολύ από τη χρησιμοθηρία των νοητικών μας λειτουργιών.

Σεργιανούσα στην αμμουδιά και μου φαίνονταν όλα σαν ένα θεατρικό σκηνικό, που απλώς παρίσταναν αυτό που ήταν. Δεν είχε νόημα το αληθινό και το φανταστικό, η
πραγματικότητα η υποκειμενική κι η αντικειμενική. Άκουγα το σήμαντρο του ξωκλησιού, ένα κάλεσμα, χωρίς να 'ναι ψυχή πάνω στο ξωκλήσι. Μόνο ο αέρας, ίσως... ο αέρας. Κι όπως ήμουν καθισμένος σ' έναν κούφιο δεντροκορμό στην άμμο, ήταν σα ν' άρχιζε μια ακόμα παράσταση. Παρίστανα κι εγώ τον εαυτό μου και μ' έβλεπα απέναντί μου, καθισμένο σ' έναν ίδιο δεντροκορμό στην άμμο. Έμοιαζα κι εγώ, σαν όλος ο χώρος, συνέχεια μιας ανάμνησης αδέσποτης, που φτερούγιζε εδώ κι αλλού, παρασέρνοντας μαζί της την κάθε πρόσκαιρη υλικότητα που μοιραία τύχαινε στο δρόμο της. Κι ο ήχος του σήμαντρου ακούστηκε καθαρότερος, καλώντας με να πάρω το μικρό ανήφορο για το ξωκλήσι. Την παντέρμη θύμηση του ξωκλησιού ακολουθούσαν τα βήματά μου, καθώς ανέβαινα το μονοπάτι. Φύσηξε το αεράκι στο ξέφωτο της κορφούλας, ο ασβέστης έφεγγε, μισάνοιχτη η πορτούλα, έτριζε ρυθμικά. Μοσχοβολιά λιβανιού κι εγκαρτέρησης, ένα καντήλι στεγνό στην υποθετική Ωραία Πύλη, τρία εικονίσματα όλα κι όλα στον τοίχο, της Παναγιάς, του Χριστού και των Αγίων Αναργύρων, χαιρετηθήκαμε σιωπηλά. Μου έλεγε ο Μπαρμπαμήτσος πως φορές του μιλάνε. Η Παναγιά του είπε κάποτε για τη συχωρεμένη τη γυναίκα του, ότι είναι καλά και τον συλλογιέται... Τα χείλη του έτρεμαν και βούρκωνε όταν το 'ξηγούσε. Γύριζε απότομα τότε την κουβέντα, μιλούσε για χιλιαδυό, μα πιο συχνά για το αγκάθι της σκορπιομάνας και της δράκαινας, και φύτρωνε, έλεγε, κάποιο βότανο στην ακτή, που ανακούφιζε τον πόνο άμα σε χτύπαγε τ' αγκάθι.

Άφησα πίσω μου ένα αναμμένο κεράκι και βγήκα στη χαμηλή πετρόχτιστη αψίδα, όπου κρεμόταν το μικρό σήμαντρο, στο ύψος σχεδόν του ώμου μου. Από εκεί φαινόταν όλη η αμμουδιά. Σα να ήταν έγκυος έμοιαζε η αμμουδιά. Είχε πέσει υγρασία, μια έντονη υγρασία με τη μορφή μιας αμφίβολης, ημιδιάφανης αυλαίας, που δεν ήξερες πότε έκλεινε και πότε άνοιγε, πότε έκρυβε και πότε αποκάλυπτε τα δρώμενα. Οι εικόνες δεν ήταν παρά αποστάσεις και τις μετρούσα τεντώνοντας τη σκέψη μου σα λάστιχάκι στον αέρα. Μια ξεχωριστή οντότητα αντιστοιχούσε σε κάθε απόσταση και κάθε κόκκος της άμμου είχε διαφορετική απόσταση απ' τα μάτια μου. Όμως, η κάθε απόσταση είναι πάντα κάτι λιγότερο απ' αυτό που ορίζει. Κάθε τόσο η σκέψη μου έτεμνε την προέκτασή της κι άφηνε, αντί να στάξει αίμα, ένα κόκκινο μαντίλι σημάδι της πληγής στα δάχτυλά μου. Το σήκωνα κάθε τόσο ψηλά και τ' ανέμιζα, ξέροντας καλά ότι οι αποχαιρετισμοί δεν μπορεί παρά να είναι είτε πρόωροι είτε αργοπορημένοι. Ωρίμαζαν απ' τη μια στιγμή στην άλλη οι εικόνες κι οι παραστάσεις, οικείες και ξένες συνάμα, μέσα στην ατομικότητα των βιωμάτων και την ταυτότητα των περιστάσεων...

Πρόσεξα τότε μια κίνηση μέσα στις τελευταίες καναπίτσες, εκεί που έσβηνε η κοίτη της ρεματιάς και γινόταν ένα με την αμμουδιά. Έπλασα στο μυαλό μου την εικόνα ενός ξελιγωμένου σκύλου κι ακόλουθα μιας γίδας ξεκομμένης απ' το κοπάδι της και... Σε λίγο εμφανίστηκε πίσω απ' την καναπίτσα μια γυναικεία φιγούρα με μακρύ μπλε φόρεμα, με μακριά μαύρα μαλλιά… Είχα μείνει με το κόκκινο μαντίλι σηκωμένο ψηλά, ενώ εκείνη περπατούσε προς τη θάλασσα, ακολουθώντας την πορεία που θ' ακολουθούσε κι η ρεματιά, αν είχε νερό. Ο Μπαρμπαμήτσος πάντως μου είχε πει πως ψυχή δεν υπήρχε τότε στο Λιμιώνα. Η κοπέλα ανασήκωσε το φόρεμά της και μπήκε δυο βήματα στη θάλασσα. Πήρε με τις χούφτες κι έβρεξε με θαλασσόνερο το πρόσωπό της, ξανά και ξανά. Σκουπίστηκε με τα χέρια της αργά κι απότομα τα ξαναβούτηξε στο νερό, σαν κάτι να ψαχούλευε. Φαντάστηκα πως ίσως εκεί της έπεσε το αγαπημένο σκουλαρίκι. Θα ήταν το πιο ακριβό της ενθύμιο, ένα ενθύμιο με φλέβες και χτυποκάρδι, αλλά και υπολανθάνουσα απιστία. Ένα από αυτά τα ενθύμια που κοιτάζουν πάντα πώς να φύγουν και βρίσκουν κάποτε τον τρόπο, ένα φυσικότατο όσο και απίθανο τρόπο, σε μια απρόσμενη αλλά σοφά υπολογισμένη ώρα. Η κοπέλα σήκωσε το κορμί της, πήρε μια ανάσα και συνέχισε να ψαχουλεύει στο νερό. Φαίνεται κουράστηκε, απογοητεύθηκε και τα παράτησε. Το πήρε πια η θάλασσα εκείνο το μοναδικό σκουλαρίκι και θα το έπαιζε σα βοτσαλάκι, θα το πιπιλούσε μέχρι να βρει τη μικρούλα του ψυχή, μια ελάχιστη σκόνη διαλυμένη στο νερό, να την απλώσει σ' όλο το πέλαγος. Εκείνη συνέχισε την πορεία της στην άμμο, δίπλα στο κυματάκι και διάβηκε αργά και άτονα ανάμεσα σε δύο πετρωμένα όνειρα. Όταν τα ολομόναχα όνειρα άγγιζαν τον εαυτό τους, γίνονταν πέτρα, έτσι απλά πέτρωναν και έμεναν εκεί, μισοβυθισμένα στην έρημη αμμουδιά. Διάβηκε ανάμεσα, κι ο αφρός την ακολούθαγε, η μουσική της ατέρμονης απορίας αντίκρυ στο θνητό σούρουπο. Σα να ήθελε από κάπου να πιαστεί, είχε σηκώσει τα χέρια σε ικεσία, έστω να πιαστεί από κείνα τα πηχτά σύννεφα της δύσης. Σκάλωσε το πόδι της, παραπάτησε κι έπεσε μαλακά στην άμμο. Θυμάμαι, εκείνο το παλαμάρι, που είχε τότε βρεθεί στο δρόμο της, ήταν χρόνια στην ίδια θέση. Σηκώθηκε κι έπιασε να τραβά την άκρη του, ξεθάβοντάς το ελάχιστα. Εκείνο αντιστεκόταν, βαστούσε ένα τεράστιο βάρος στην άλλη του άκρη, την αθέατη. Το τραβούσε με όση δύναμη είχε, αγνοώντας ότι η άλλη του άκρη είναι πάντα η αθέατη άκρη του. Εγκατέλειψε κάποτε και συνέχισε το δρόμο της, πηγαίνοντας ίσια προς το βράχο που δέσποζε στη μέση της αμμουδιάς.

Ήμουν πολύ δεμένος μ' εκείνο το βράχο. Στο φυσικό του λάξευμα που έμοιαζε θρόνος, κούρνιαζα κάποιες ανέφελες νύχτες κι άκουγα τ' αστέρια. Κοιμόμουν με τα μάτια ανοιχτά κι αφουγκραζόμουν όλη νύχτα. Έτσι γινόταν πάντα, εκτός από μια νύχτα που ένα ζευγαράκι είχε στήσει το κόκκινο αντίσκηνό του εκεί δίπλα. Προχωρημένη ώρα, με ξύπνησε η φωνή της γυναίκας. Τ' αστέρα όλα μαζί βουβάθηκαν...
- Να μην υπήρχαν εκείνες οι κοτρώνες! Στα καλύτερα σημεία της αμμουδιάς πήγαν
και φύτρωσαν.
- Ε, και τι; της απάντησε ο άντρας της.
- Να, θα παίζαμε ρακέτα χωρίς να φοβόμαστε μη σπάσουμε τα μούτρα μας.
- Μα αυτό σ' απασχολεί και δεν κοιμάσαι;
- Σκέφτομαι, λες και τις φύτεψαν επίτηδες... είπε αυτή και σώπασαν για λίγο.
Αργότερα, γέλασε ο άντρας και είπε ζωηρά:
- Έχω μια φοβερή ιδέα. Να πάρουμε ένα λοστό το πρωί και να ξεριζώσουμε τις πιο
ενοχλητικές κοτρώνες, να τις κυλήσουμε παραπέρα και ν' ανοίξει ο χώρος. Αλλά...
- Τι αλλά; Πολύ καλή ιδέα!
- Μ' αυτά όμως θ' ασχολούμαστε στις διακοπές μας, με λοστούς και κοτρώνες;
- Ε, βέβαια...
- Λέω το πρωί να πάμε καλύτερα να βγάλουμε καμιά φωτογραφία, πέρα στην άκρη του κάβου. Ο ήλιος θα βγαίνει κόκκινος μέσ' από τη θάλασσα.
- Αρκεί να μην έχει συννεφιά!
- Χα, χα... με το λοστό βγάζουμε και τα σύννεφα! είπε αυτός κι έβαλαν μαζί τα γέλια, μέχρι που αποκοιμήθηκαν. Τ' αστέρια άργησαν, αλλά τελικά ξαναβρήκαν τη λαλιά τους.

Η γυναίκα με το μπλε φόρεμα πλησίασε το βράχο, άπλωσε το χέρι και χάιδεψε τη γυαλιστερή του επιφάνεια, έφερε ένα γύρο κι ύστερα κάθισε στον πέτρινο θρόνο. Είχε στραμμένο το βλέμμα της προς το μέρος μου, μα σκέφτηκα πως δεν μπορούσε να κοιτάζει εμένα, μ' έκρυβε αρκετά ένας σκίνος. Εκείνη κάλυψε τα μάτια της με την παλάμη. Σα να μετακινήθηκε όλος ο χώρος για μια ασύλληπτη στιγμούλα. Κι όταν η στιγμούλα χάθηκε, έδωσε τη θέση της σ' ένα κενό, μια ασαφή οπή στον ορίζοντα. Μερικά σπασμένα ράμματα ανέμισαν στο ενστικτώδες πισωπάτημα της σκέψης της. Απ' την εικόνα έλειψαν απότομα λίγα ξέψυχα κυματάκια, λίγες χούφτες άμμος, λίγες πιθαμές σύννεφο. Η οπή του ορίζοντα την ακολουθούσε… προχωρούσε λίγο και σταματούσε. Βρέθηκε πιο πέρα ένα πράσινο μπουκάλι μπροστά της, που θα το είχε φέρει η θάλασσα από μακρινή ακτή. Το πήρε και κοίταξε ολόγυρα μην την είδε κανείς. Το έσφιξε στο στήθος της, με τελετουργικές κινήσεις, το έβαλε ανάμεσα στα μάτια της και τον ήλιο. Σα να βάρυνε πολύ το μπουκάλι, γλίστρησε απ' τα χέρια της και πέφτοντας πάνω στην γκρίζα κοτρώνα, έγινε θρύψαλα γύρω στα πόδια της, με ήχο εχθρικό στ' αυτιά μου. Έσκυψε να μαζέψει τα γυαλιά, ίσως και το φελλό που το σφράγιζε σφιχτά, ίσως κι ένα άγνωστο μήνυμα. Τα πετούσε όλα σ' εκείνη την οπή που έχασκε ακόμα στον ορίζοντα. Μια βαριά μυρωδιά μούχλας είχε απλωθεί στον αέρα, ρουφούσε το οξυγόνο, μούδιαζαν τα μέλη της. Πρόλαβε να πετάξει και το τελευταίο γυαλάκι κι έπεσε λιπόθυμη στην άμμο...

Κατέβηκα τρέχοντας απ' το ξωκλήσι κι έφτασα λαχανιασμένος κοντά της. Ήταν πολύ αληθινή όσο και χλομή, ανάσαινε αλαφριά. Πέρασα τα χέρια μου κάτω από το κορμί της και τη σήκωσα με προσοχή, μην και την ξυπνήσω. Εκείνη έμοιαζε να το απολαμβάνει καθώς την κουβαλούσα στου Μπαρμπαμήτσου. Ο γέρος ήταν στην αυλή και μ' ένα λούρο τίναζε τα μούρα απ' τις μουριές. Μόλις με είδε, πήγε γρήγορα ν' ανοίξει την πόρτα...
- Ξάπλωστη στο κρεβάτι! Τι έπαθε;
- Δεν ξέρω, λιποθύμησε.
Μόλις την άφησα στο δεύτερο κρεβατάκι, με ρώτησε σα να με μάλωνε:
- Και γιατί δεν μου το είχες πει;
- Τι να σου πω; Πού το ήξερα;
- Μαζί δεν ήσασταν;
- Πώς μαζί; Εσύ μου είπες, Μπαρμπαμήτσο, ότι δεν υπάρχει ψυχή εδώ κάτω...
- Σου το 'πα, μα αν νομίζεις πως τα 'χω χάσει...
- Α, όχι...
- Κάτσε να δεις! είπε και πήγε κι άνοιξε το ξύλινο κασελάκι που ήταν πάντα στη γωνία και πάντα αραχνιασμένο.

Εκεί φύλαγε το πολύτιμο αρχείο του, ήταν το ανεκτίμητο θησαυροφυλάκιό του εκείνο το κασελάκι. Έχωσε το χέρι μέσα κι έβγαλε ένα παλιό τετράδιο με χοντρό πανάρι. Κάθησε στο τραπέζι κι άρχισε να το ξεφυλλίζει. Σκόρπιες γραφές από δω κι από κει κι ανάμεσα στα φύλλα σκόρπιες φωτογραφίες. Έψαχνε με την ησυχία του, όταν έξαφνα σταμάτησε και μου έδωσε μια σπρωξιά στον ώμο. Μου έβαλε μπροστά μου μια κακοποιημένη φωτογραφία και περίμενε την αντίδρασή μου. Ήταν βγαλμένη στην αυλή του σπιτιού του, κάτω από την κληματαριά, αλλά ήταν σε πολλά σημεία τσαλακωμένη και ξεφλουδισμένη. Εκτός από τον Μπαρμπαμήτσο και τον πετεινό του, δεν μπορούσα να διακρίνω τ' άλλα δύο πρόσωπα, κάποιον και κάποια που ήταν δίπλα στο γέρο χέρι-χέρι.
- Βλέπεις, μου λέει, Αύγουστος δεν ήταν;
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι. Ξανατράβηξε στο μέρος του τη φωτογραφία και μου έδειξε... - Εσύ είσαι αυτός, αυτή είναι αυτή, αυτός είμαι εγώ, κι ο πετεινός είναι ο πετεινός, ο ίδιος.
Ξανακούνησα καταφατικά το κεφάλι και τον ρώτησα...
- Και πότε λες να συνέλθει;
- Αστη, μπορεί να 'ναι κουρασμένη. Θα της βάλω λίγο ξίδι να μυρίσει...

Πήγε στο κατώγι να φέρει την μποτίλια με το ξίδι. Μόλις σηκώθηκα απ' την καρέκλα, ένιωσα απότομα μια ζάλη. Σα να ήταν ξένη η σκέψη μου μέσα στο μυαλό μου. Μήπως είχα κάνει λάθος; Όπως όταν χρόνια και χρόνια βλέπεις συνέχεια κάποιους και μπορεί να τύχει μια στιγμή να τους κοιτάξεις πιο προσεχτικά και να απορείς, να λες δεν τους είχες ξαναδεί ποτέ πριν... Ήρθε ο Μπαρμπαμήτσος με το ξίδι και της έβαλε σ' ένα φλιτζανάκι να μυρίσει. Ήθελα να βγω έξω, κάτι με τράβαγε κι είπα στο γέρο πως κάτι ξέχασα στο γιαλό. Δεν έδωσε σημασία.

Κάτω στο γιαλό, έψαχνα να βρω τι είχα ξεχάσει. Ήταν τόσο απλό και φυσικό, θα είχα ίσως ξεχάσει να ξαπλώσω, να μισοκοιμηθώ με τ' αφτί στην άμμο, ν' ακούω το σφυγμό της άμμου, κάπου ανάμεσα στη μέρα και τη νύχτα. Είχα ίσως ξεχάσει το νιο φεγγάρι κι ανασηκώθηκα στους αγκώνες να του ανταποδώσω το νεύμα της συμπάθειας. Θα είχα ξεχάσει κι ένα νεκρό αστερία, που τον είχα συντροφιά και περιμέναμε μαζί τη νύχτα να 'ρθει. Ήταν κι ένα αυλάκι στην άμμο παραπέρα, από το σούρσιμο μιας βάρκας κάποιου άφαντου ψαρά. Και περιμέναμε, εγώ κι ο νεκρός αστερίας, περιμέναμε εκεί τη νύχτα να 'ρθει, δεν ξέρω μέχρι πότε. Αλλά η νύχτα μας είχε ήδη προσπεράσει, είχε κυλήσει ίσα κατά τη θάλασσα, μέσα από κείνο τ' αυλάκι που είχε χαράξει στην άμμο η βάρκα. Το νιο φεγγάρι βασίλεψε γρήγορα. Κουράστηκε πια να περιμένει ο νεκρός αστερίας κι ήρθε μέσ' στη χούφτα μου να ξεψυχήσει. Πρόλαβε και μου ψιθύρισε μόνο: Φράξε εκείνο τ' αυλάκι, θα κουραστείς κι εσύ... Μα εγώ περίμενα ακόμα. Πέρασε η νύχτα και προσπέρασε πάλι ως τότε. Μονάχα μια στερνή φορά πλησίασε και πύκνωσε και στάθηκε ολόκληρη η νύχτα ακριβώς πάνω απ' το νεκρό αστερία, μια μαύρη ταφόπλακα στο μνήμα του, που δεν το διέκρινα πια, μόνο ήξερα πως ήταν τόσο κοντά μου, τόσο όσο εγώ δεν ήμουν ίσως.

Με άκουσα τότε στη μέση της νύχτας που μουρμούριζα πως είμαι εδώ. Έψαχνα με αγωνία να βρω μια εικόνα να την ταιριάξω στ' ονειρομιλητό μου. Έλεγα πως θα ήταν το αυριανό όνειρο. έλεγα πως θα μπορούσε να ταιριάξει τ' όνειρο στ' όνειρο. Μα, γιατί; Γιατί αμφέβαλα για την αλήθεια μιας αυγουστιάτικης φωτογραφίας κάτω από μια κληματαριά; Μια θύμηση λησμονημένη δεν είναι στ' αλήθεια κι η αιωνιότητα; Κι αν το πιο μακρινό απ' τη ζωή είναι ο θάνατος, ακόμα πιο πέρα, κι από το θάνατο πιο μακριά, μια τέτοια θύμηση πάντα θα μένει, μια θύμηση λησμονημένη...


[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ (1)

"Αλλού - Στο Λιμιώνα του Μπαρμπαμήτσου" (Ιούνιος 2000)


1.
Ποιος θα το περίμενε τότε να πάει από τα Ψαχνά στην Αγια-Σοφιά με λεωφορείο! Ήταν, ομολογουμένως, φαεινή η ιδέα του ΚΤΕΛ Ευβοίας, που αντί να αποσύρει το σαραβαλιασμένο λεωφορείο του, προτίμησε να του εμπιστευθεί το πλέον επώδυνο και, σίγουρα, οικονομικά ασύμφορο δρομολόγιο. Έτσι, μια φορά την εβδομάδα, απομεσήμερο Τετάρτης, το λεωφορείο ξεκινούσε από την πλατεία των Ψαχνών κι αφού σκαρφάλωνε στη Ράχη, ψηλά στην οροσειρά της Δίρφης, κατηφόριζε στην ανατολική πλευρά της Κεντρικής Εύβοιας, για να τερματίσει ξεθεωμένο στο απόμερο χωριουδάκι της Αγια-Σοφιάς, που είχε δεν είχε τριάντα σπίτια τότε. Πιο κάτω, κάπου τέσσερα χιλιόμετρα μακριά απ' το χωριό, ήταν η αγαπημένη ακτή του Λιμιώνα, με μόνιμο κάτοικο ένα μόνο γέρο, τον Μπαρμπαμήτσο τον Κορδώνη, άτεκνο και χήρο προ δεκαετιών.

Την τελευταία Τετάρτη του Σεπτέμβρη, μη έχοντας κάποιο άλλο μέσον, πήρα το θρυλικό λεωφορείο να πάω φθινοπωρινή επίσκεψη στον Μπαρμπαμήτσο. Μόλις που πρόλαβα, αν και έφτασα στην αφετηρία τουλάχιστον μισή ώρα πριν την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης. Έτοιμος ο οδηγός στο τιμόνι, είχε ήδη βάλει μπρος τη μηχανή κι όταν με είδε στην πόρτα, μου πρότεινε απαγορευτικά το χέρι, φωνάζοντας:
- Εεε! Αλλού πάει το πούλμαν! Σα πού πας συ;
- Αλλού! Αλλού πάω κι εγώ!
Περιέργως, μούτρωσε ο άνθρωπος, αλλά μου έκανε τη χάρη να μου πει την τιμή του εισιτηρίου. Υπήρχαν μέσα άλλοι τέσσερις συνεπιβάτες, που είχαν - ποιος ξέρει από πότε - καταλάβει τις τιμητικές θέσεις, μπροστά - μπροστά. Δυο γέροι με γκλίτσες, ένας ξερακιανός ψαρομάλλης παπάς και μια ευτραφής μαυροφόρα με κατακόκκινα μάγουλα. Χαιρετηθήκαμε κι έπιασα ένα απ' τα τελευταία καθίσματα. Σε λίγη ώρα, ανεβοκατεβαίναμε στα πευκόφυτα βουναλάκια πάνω απ' το Κοντοδεσπότι. Ήταν αφόρητο το μουγκρητό του λεωφορείου. Ο δρόμος όλο χειροτέρευε, κι άμα μπήκαμε στα έλατα, τα πράγματα χειροτέρεψαν πολύ. Βογκούσε το σαράβαλο, όλα τα τζάμια βροντούσαν, τα πετσοκομμένα καθίσματα τα είχε πιάσει υστερία. Ένας τροχοφόρος σαματάς όλη η υπόθεση. Έκανε ψύχρα πια, μα είχα συνέχεια έξω το κεφάλι. Χάζευα θάλασσες κυματιστές από φτέρες, τα νερά που τρέχαν απ' τα βράχια, τα γίδια που σκόρπιζαν τρομαγμένα κι ηχολογούσαν γλυκά τα κουδούνια τους. Ήταν πλάι στο δρόμο και κάποια θερία έλατα νεκρά, ολόγυμνα, σα να μου έγνεφαν να ζυγώσω κοντά τους. Κι εγώ σαν άγαλμα, ασήκωτος κι ακίνητος, προσπερνούσα, όλο προσπερνούσα...

Ώσπου, ύστερα από δυο ώρες σχεδόν, φανερώθηκε έξαφνα μπροστά μου η Αγια-Σοφιά. Έξαφνα, γιατί ήταν καλά κρυμμένη μέσα στο πράσινο, ανάμεσα σε τρεις βουνοπλαγιές ριζωμένη. Κορνάρισε παρατεταμένα ο οδηγός κι ακριβώς μπροστά στον άδειο καφενέ πάτησε ένα θριαμβευτικό φρένο. Είχαν καταφθάσει για την υποδοχή τα πεντέξι παιδιά του χωριού, που παρατάχθηκαν λίγο παραπέρα και με κοίταζαν σα να περίμεναν να τους κάνω κάτι ακροβατικό ή κάποια ταχυδακτυλουργία. Αλλά δυστυχώς τ' απογοήτευσα. Φορτώθηκα στον ώμο το μεγάλο μου σάκο και πήρα τον κατήφορο για το Λιμιώνα. Με συνόδεψαν τα παιδιά ως το τελευταίο απομακρυσμένο σπιτοκάλυβο του χωριού, σε μια στροφή του δρόμου. Δεν επρόκειτο για δρόμο, ένα ευρύχωρο μονοπάτι ήταν, δίπλα ακριβώς στη ρεματιά. Είχαν φουντώσει οι κισσοί στις όχθες και με γοήτευε η τρέλα τους, η θεία μανία τους, όπως τυλίγονταν και σκαρφάλωναν σε κάθε ράχη, κλώνο και κορμό. Λίγο να κοντοστεκόμουν, έλεγα θα με τύλιγαν και μένα.

Επιτάχυνα συνεχώς το περπάτημα, βιαζόμουν ν' ανταμώσω τον Μπαρμπαμήτσο. Τέτοια ώρα, βαριά σιωπή εκεί κάτω στο Λιμιώνα, απόγευμα φθινοπωρινό κι ο γέρος παραδομένος στη μελαγχολία του. Είχε πια κλείσει τα ογδονταοχτώ του. Θα είχε παρέα του καμιά δεκαριά γάτες γύρω του και καναδυό στα γόνατά του να κοιμούνται. Έφερνα μαζί μου Σύγχρονη Ιστορία και θαλασσινά διηγήματα, που του άρεσαν. Ασήκωτος αυτός ο σάκος με τα τόσα κονσερβικά. Ήλπιζα να φανεί και κανένας ψαράς, αν είχε καλοσύνες ο καιρός...

Μετά την τελευταία στροφή του μονοπατιού, απλώθηκε μπροστά μου ο όρμος, λουσμένος σ' ένα σπάνιο, παμπάλαιο φως, μια αντίκα φωτός. Τα δυο βουνά, που τόση ώρα μ' ακολούθαγαν, βαρέθηκαν απότομα κι έπεσαν αποκαμωμένα μεσ' στη θάλασσα. Πέρασα ανάμεσα στα δύο πανύψηλα πλατάνια κι εμφανίστηκε μπροστά, στ' αριστερά μου, η αμμουδιά. Στο δεξί μου χέρι η αυλή του Μπαρμπαμήτσου, στρωμένη κίτρινα φύλλα απ' τις μουριές. Στάθηκα και πήρα μια βαθιά ανάσα. Πύκνωναν τα σύννεφα, μια σταγόνα έσταξε ήδη στο μέτωπό μου. Το υπεραιωνόβιο σπίτι του γέρου έμοιαζε μωρό που ονειρευόταν. Σάλτηξαν τα μάτια μου στο πάνω πάτωμα, να παίξουν με τα ραγίσματα στις αψίδες των παραθύρων, κύλησαν στην κυρτωμένη κεραμοσκεπή, έπεσαν πάνω στον ξύλινο πάγκο, από κει στο χώμα και σταμάτησαν στην πέτρα στο κατώφλι.
.
Μπαρμπαμήτσο! φώναξα. Οι κότες τρόμαξαν πίσω μου. Ξαναφώναξα, αλλά καμιά απόκριση. Έσταξαν ακόμα λίγες σταγόνες. Σκέφτηκα θα είχε βγει παραπέρα, μα άνοιξε τότε η πορτούλα και νάσου ο γέρος, σκυφτός, με απλωμένο το χέρι και τη χούφτα γεμάτη καλαμπόκι. Ξαφνιάστηκε άμα με είδε μπροστά του κι έμεινε για λίγο να με κοιτάζει μ' απορία...
- Ε, ε, καλώστον! είπε μόλις με αναγνώρισε. Έλα, έλα να κάτσουμε να τα πούμε. Πέταξε με μιας το καλαμπόκι στις κότες και με τράβηξε να μπούμε μέσα. Αλλες φορές στην ερημιά του θα κράταγε ώρες, κανονική ιεροτελεστία μ' αυτή τη χούφτα το καλαμπόκι...
- Πώς και με θυμήθηκες τέτοια εποχή που όλοι φεύγουν; με ρώτησε γελαστά ο γέρος.
- Και θα μείνω και κάμποσο. Με τρέλανε ο στρατός, δεν το έχω ακόμα πιστέψει πως ξεμπέρδεψα.
- Τώρα είναι καλά τα πράματα. Εγώ είχα κάνει οχτώ χρόνια φαντάρος τότε. Αλλά, για πες μου, με τι ήρθες;
- Α, με το λεωφορείο...
- Μεγάλη ευκολία το ευλογημένο το λεωφορείο. Είχε κόσμο;
- Είχε τέσσερα άτομα από την Αγια-Σοφιά.
Μου ζήτησε να περιγράψω τους άλλους επιβάτες κι έδειξε ότι κατάλαβε ποιοι ήταν. Είπε κι ονόματα.
- Αντε όμως να βολέψεις τα πράματά σου στο ανώγι, όσο φέγγει ακόμα, να μην πολεμάς με τη λάμπα.
- Ναι, δεν θ' αργήσω!
- Κάνε με την ησυχία σου! Εγώ εδώ θα είμαι!

Πήρα το σάκο κι όπως βγήκα τον άκουσα να επαναλαμβάνει... εγώ εδώ θα είμαι, εδώ θα είμαι... Μ' ακολουθούσαν τα λόγια του στα σκαλιά. Η βροχή άρχισε δειλά-δειλά το τραγούδι στα τσίγκια στο χαγιάτι. Εγώ εδώ θα είμαι, εδώ θα είμαι... άκουσα και τη φωνή μου. Τα γκρίζα πετρόσκαλα γυαλοκόπησαν... εγώ εδώ θα είμαι, παραμιλούσε το καθένα που ανέβαινα. Εδώ θα είμαι...

Το δωματιάκι στο ανώγι το βρήκα όπως το είχα κάποτε αφήσει. Τίποτε δεν άλλαζε πια εκεί, η φθορά είχε κορεσθεί, είχε στοιχειώσει η λήθη στην αιωνιότητα της μοναξιάς. Έτριξε δυνατά το ξύλινο πάτωμα, οι αράχνες σάλεψαν στους ιστούς τους. Απόθεσα στη σκόνη του τραπεζιού κάποια πράγματα κι έστρωσα το κρεβάτι, χωρίς να καταλάβω για πότε σκοτείνιασε. Κατέβηκα κι ήταν ο Μπαρμπαμήτσος καθισμένος σ' ένα καρεκλί, με τα χέρια σταυρωμένα, σα να προσευχόταν. Είχε ανάψει τη λάμπα και καθήσαμε στο τραπέζι μ' ένα μπουκάλι κονιάκ που το φύλαγε πολλά χρόνια. Τσιμπήσαμε λίγες ελιές, τυρί και κρεμμύδι, μιλώντας ως πολύ αργά. Το ρολόι του το ξέχασε να το κουρντίσει την ώρα που κάθε βράδυ το κούρντιζε...

[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]