Ανθισμένες αρσενικές παιωνίες στη Δίρφη.
Κατά την παράδοση,
στη Δίρφη φυτρώνει ένα φυτό το οποίο
ονομάζεται
λαμπηδόνα (=λάμψη)
και δεν είναι ορατό την ημέρα, αλλά τη
νύχτα μπορεί να γίνει αντιληπτό από το
φως που εκπέμπει. Λέγεται μάλιστα, ότι
εάν τύχει και το φάνε τα πρόβατα, τότε
λάμπουν σαν χρυσά τα δόντια τους, ενώ
εάν κάποιος καταφέρει να αποκτήσει μια
λαμπηδόνα, γίνεται πάμπλουτος, γιατί
το φυτό αυτό έχει την ιδιότητα να
μετατρέπει τα πάντα σε καθαρό χρυσάφι.
Την εν λόγω δοξασία διασώζει ο βοτανολόγος
Θεόδωρος Ορφανίδης (
Γεωπονικά,
Αθήναι 1872, τ. Α΄, σ. 62-3), ο οποίος σημειώνει
ότι την άκουσε σε πολλά όρη που επισκέφθηκε,
ιδίως δε στον Πάρνωνα της Κυνουρίας
(Μαλεβό), την Κυλλήνη (Ζήρια), τον Παρνασσό,
τα Αροάνια όρη και τη Δίρφη της Εύβοιας.
Στη "μαγική"
λαμπηδόνα αναφέρεται και ο μεγάλος μας
λαογράφος
Νικόλαος Πολίτης (
Παραδόσεις
- Μέρος Β΄, εκδ. Π.Δ. Σακελλαρίου, Αθήναι
1904, σ. 906-8), παρατηρώντας ότι παρόμοιες
δοξασίες, για κάποιο φυτό το οποίο λάμπει
τη νύχτα και χρυσίζουν τα δόντια των
βοσκημάτων όταν το φάνε, συναντάμε στη
Συρία, το Κουρδιστάν, την Αρμενία, την
Περσία, την Αίγυπτο και τον Πόντο (κατά
τον
P.
Ascherson,
1839) όπως και στην Παλαιστίνη (το φυτό με
το όνομα
βατταρίτις, κατά τους
Βυζαντινούς χρονογράφους Γεώργιο τον Αμαρτωλό και Γλυκά) αλλά και στις
παραδόσεις των Σλάβων, των Σικελών, των
Ιταλών και άλλων λαών.
Φαίνεται δε,
καθώς επισημαίνει και ο Ν. Πολίτης, ότι
η λαμπηδόνα ταυτίζεται με το φυτό
αγλαόφωτις ή αγλαοφώτις
της αρχαιοελληνικής παράδοσης. Σύμφωνα
με τον ρωμαίο συγγραφέα του 2ου/3ου αι.
μ.Χ. Κλαύδιο Αιλιανό (Περί ζώων
ιδιότητος, 14.27.1-6), η αγλαόφωτις, η οποία
καλείται και κυνόσπαστος, δεν
διακρίνεται την ημέρα ανάμεσα στα άλλα
φυτά, ενώ τη νύχτα λάμπει σαν άστρο. Ο
ίδιος συγγραφέας (ό.π., 14.27.6-37) εξηγεί ότι
το όνομα κυνόσπαστος οφείλεται στο
γεγονός ότι εκείνος ο οποίος εντόπιζε
και ήθελε να αποκτήσει την πολυπόθητη
αγλαοφώτιδα, χρησιμοποιούσε με τέχνασμα
έναν κύνα (σκύλο) για να την ανασπάσει
(να την ξεριζώσει), διότι ήταν γραφτό να
πέθαινε αμέσως μετά την πράξη του όποιος
την ξερίζωνε, κι έτσι πέθαινε ο σκύλος,
τον οποίο ακολούθως έθαβε με τιμές ο
ευεργετημένος ιδιοκτήτης του.
Από τον Διοσκουρίδη
τον Πεδάνιο (Περί ύλης ιατρικής,
3.140.1-7), περίφημο γιατρό, φαρμακολόγο και
βοτανολόγο του 1ου αι. μ.Χ., πληροφορούμαστε
ότι το πολύτιμο φαρμακευτικό φυτό
γλυκυσίδη, το γνωστό επίσης
ως παιωνία, έφερε και την ονομασία
αγλαοφώτις καθώς και αρκετές
άλλες, όπως παιώνιον, πεντόροβον,
Ιδαίοι δάκτυλοι, ορόβαξ, οροβάδιον,
αιμαγωγόν, πασιθέη, μηνογένειον,
μήνειον, Πανός κέρατον, θεοδώρητον,
φθίσις, σελήνιον, σεληνόγονον (κατά
τους προφήτες) και κάστα (κατά τους
Ρωμαίους). Διευκρινίζει δε ο Διοσκουρίδης,
ότι η γλυκυσίδη είναι για την ακρίβεια
η αρσενική παιωνία, αλλά γενικότερα
μπορεί να ονομάζεται γλυκυσίδη και η
θηλυκή.
Η ταύτιση της λαμπηδόνας με τη
μυθική αγλαοφώτιδα των αρχαίων και,
αντίστοιχα, της αγλαοφώτιδας με το φυτό
γλυκυσίδη, δηλαδή την παιωνία (ή παιώνια),
μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η
γενεσιουργός αιτία της περί της λαμπηδόνας
δοξασίας θα πρέπει να έχει σχέση με τα
εντυπωσιακά και λαμπερά ακόμα και στο
σκοτάδι, λευκά άνθη της αρσενικής
παιωνίας (Paeonia mascula hellenica), η οποία ενδημεί
στη Δίρφη και σε μερικά άλλα ελληνικά
βουνά με ασβεστολιθικά πετρώματα, όπου
επίσης συναντάμε την ίδια δοξασία.
©
Δημήτρης
Μπαρσάκης 2014