(έτος έκδοσης: 2000)
1.
Ποιος θα το περίμενε τότε να πάει από τα Ψαχνά στην Αγια-Σοφιά με λεωφορείο! Ήταν ομολογουμένως φαεινή η ιδέα του ΚΤΕΛ Ευβοίας, που αντί να αποσύρει το σαραβαλιασμένο λεωφορείο του, προτίμησε να του εμπιστευθεί το πλέον επώδυνο και, σίγουρα, οικονομικά ασύμφορο δρομολόγιο. Έτσι, μια φορά την εβδομάδα, απομεσήμερο Τετάρτης, το λεωφορείο ξεκινούσε από την πλατεία των Ψαχνών κι αφού σκαρφάλωνε στη Ράχη, ψηλά στην οροσειρά της Δίρφης, κατηφόριζε στην ανατολική πλευρά της Κεντρικής Εύβοιας, για να τερματίσει ξεθεωμένο στο απόμερο χωριουδάκι της Αγια-Σοφιάς, που είχε δεν είχε τριάντα σπίτια τότε. Πιο κάτω, κάπου τέσσερα χιλιόμετρα μακριά απ' το χωριό, ήταν η αγαπημένη ακτή του Λιμιώνα, με μόνιμο κάτοικο ένα μόνο γέρο, τον Μπαρμπαμήτσο τον Κορδώνη, άτεκνο και χήρο προ δεκαετιών.Την τελευταία Τετάρτη του Σεπτέμβρη, μη έχοντας κάποιο άλλο μέσον, πήρα το θρυλικό λεωφορείο να πάω φθινοπωρινή επίσκεψη στον Μπαρμπαμήτσο. Μόλις που πρόλαβα, αν και έφτασα στην αφετηρία τουλάχιστον μισή ώρα πριν την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης. Έτοιμος ο οδηγός στο τιμόνι, είχε ήδη βάλει μπρος τη μηχανή κι όταν με είδε στην πόρτα, μου πρότεινε απαγορευτικά το χέρι, φωνάζοντας:
- Εεε! Αλλού πάει το πούλμαν! Σα πού πας συ;
- Αλλού! Αλλού πάω κι εγώ!
Περιέργως, μούτρωσε ο άνθρωπος, αλλά μου έκανε τη χάρη να μου πει την τιμή του εισιτηρίου. Υπήρχαν μέσα άλλοι τέσσερις συνεπιβάτες, που είχαν - ποιος ξέρει από πότε - καταλάβει τις τιμητικές θέσεις, μπροστά-μπροστά. Δυο γέροι με γκλίτσες, ένας ξερακιανός ψαρομάλλης παπάς και μια ευτραφής μαυροφόρα με κατακόκκινα μάγουλα. Χαιρετηθήκαμε κι έπιασα ένα απ' τα τελευταία καθίσματα. Σε λίγη ώρα, ανεβοκατεβαίναμε στα πευκόφυτα βουναλάκια πάνω απ' το Κοντοδεσπότι. Ήταν αφόρητο το μουγκρητό του λεωφορείου. Ο δρόμος όλο χειροτέρευε, κι άμα μπήκαμε στα έλατα, τα πράγματα χειροτέρεψαν πολύ. Βογκούσε το σαράβαλο, όλα τα τζάμια βροντούσαν, τα πετσοκομμένα καθίσματα τα είχε πιάσει υστερία. Ένας τροχοφόρος σαματάς όλη η υπόθεση. Έκανε ψύχρα πια, μα είχα συνέχεια έξω το κεφάλι. Χάζευα θάλασσες κυματιστές από φτέρες, τα νερά που τρέχαν απ' τα βράχια, τα γίδια που σκόρπιζαν τρομαγμένα κι ηχολογούσαν γλυκά τα κουδούνια τους. Ήταν πλάι στο δρόμο και κάποια θερία έλατα νεκρά, ολόγυμνα, σα να μου έγνεφαν να ζυγώσω κοντά τους. Κι εγώ σαν άγαλμα, ασήκωτος κι ακίνητος, προσπερνούσα, όλο προσπερνούσα...
Ώσπου, ύστερα από δυο ώρες σχεδόν, φανερώθηκε έξαφνα μπροστά μου η Αγια-Σοφιά. Έξαφνα, γιατί ήταν καλά κρυμμένη μέσα στο πράσινο, ανάμεσα σε τρεις βουνοπλαγιές ριζωμένη. Κορνάρισε παρατεταμένα ο οδηγός κι ακριβώς μπροστά στον άδειο καφενέ πάτησε ένα θριαμβευτικό φρένο. Είχαν καταφθάσει για την υποδοχή τα πεντέξι παιδιά του χωριού, που παρατάχθηκαν λίγο παραπέρα και με κοίταζαν σα να περίμεναν να τους κάνω κάτι ακροβατικό ή κάποια ταχυδακτυλουργία. Αλλά δυστυχώς τ' απογοήτευσα. Φορτώθηκα στον ώμο το μεγάλο μου σάκο και πήρα τον κατήφορο για το Λιμιώνα. Με συνόδεψαν τα παιδιά ως το τελευταίο απομακρυσμένο σπιτοκάλυβο του χωριού, σε μια στροφή του δρόμου. Δεν επρόκειτο για δρόμο, ένα ευρύχωρο μονοπάτι ήταν, δίπλα ακριβώς στη ρεματιά. Είχαν φουντώσει οι κισσοί στις όχθες και με γοήτευε η τρέλα τους, η θεία μανία τους, όπως τυλίγονταν και σκαρφάλωναν σε κάθε ράχη, κλώνο και κορμό. Λίγο να κοντοστεκόμουν, έλεγα θα με τύλιγαν και μένα.
Επιτάχυνα συνεχώς το περπάτημα, βιαζόμουν ν' ανταμώσω τον Μπαρμπαμήτσο. Τέτοια ώρα, βαριά σιωπή εκεί κάτω στο Λιμιώνα, απόγευμα φθινοπωρινό κι ο γέρος παραδομένος στη μελαγχολία του. Είχε πια κλείσει τα ογδονταοχτώ του. Θα είχε παρέα του καμιά δεκαριά γάτες γύρω του και καναδυό στα γόνατά του να κοιμούνται. Έφερνα μαζί μου Σύγχρονη Ιστορία και θαλασσινά διηγήματα, που του άρεσαν. Ασήκωτος αυτός ο σάκος με τα τόσα κονσερβικά. Ήλπιζα να φανεί και κανένας ψαράς, αν είχε καλοσύνες ο καιρός...
Μετά την τελευταία στροφή του μονοπατιού, απλώθηκε μπροστά μου ο όρμος, λουσμένος σ' ένα σπάνιο, παμπάλαιο φως, μια αντίκα φωτός. Τα δυο βουνά, που τόση ώρα μ' ακολούθαγαν, βαρέθηκαν απότομα κι έπεσαν αποκαμωμένα μεσ' στη θάλασσα. Πέρασα ανάμεσα στα δύο πανύψηλα πλατάνια κι εμφανίστηκε μπροστά, στ' αριστερά μου, η αμμουδιά. Στο δεξί μου χέρι η αυλή του Μπαρμπαμήτσου, στρωμένη κίτρινα φύλλα απ' τις μουριές. Στάθηκα και πήρα μια βαθιά ανάσα. Πύκνωναν τα σύννεφα, μια σταγόνα έσταξε ήδη στο μέτωπό μου. Το υπεραιωνόβιο σπίτι του γέρου έμοιαζε μωρό που ονειρευόταν. Σάλτηξαν τα μάτια μου στο πάνω πάτωμα, να παίξουν με τα ραγίσματα στις αψίδες των παραθύρων, κύλησαν στην κυρτωμένη κεραμοσκεπή, έπεσαν πάνω στον ξύλινο πάγκο, από κει στο χώμα και σταμάτησαν στην πέτρα στο κατώφλι.
Μπαρμπαμήτσο! φώναξα. Οι κότες τρόμαξαν πίσω μου. Ξαναφώναξα, αλλά καμιά απόκριση. Έσταξαν ακόμα λίγες σταγόνες. Σκέφτηκα θα είχε βγει παραπέρα, μα άνοιξε τότε η πορτούλα και νάσου ο γέρος, σκυφτός, με απλωμένο το χέρι και τη χούφτα γεμάτη καλαμπόκι. Ξαφνιάστηκε άμα με είδε μπροστά του κι έμεινε για λίγο να με κοιτάζει μ' απορία...
- Ε, ε, καλώστον! είπε μόλις με αναγνώρισε. Έλα, έλα να κάτσουμε να τα πούμε. Πέταξε με μιας το καλαμπόκι στις κότες και με τράβηξε να μπούμε μέσα. Αλλες φορές στην ερημιά του θα κράταγε ώρες, κανονική ιεροτελεστία μ' αυτή τη χούφτα το καλαμπόκι...
- Πώς και με θυμήθηκες τέτοια εποχή που όλοι φεύγουν; με ρώτησε γελαστά ο γέρος.
- Και θα μείνω και κάμποσο. Με τρέλανε ο στρατός, δεν το έχω ακόμα πιστέψει πως ξεμπέρδεψα.
- Τώρα είναι καλά τα πράματα. Εγώ είχα κάνει οχτώ χρόνια φαντάρος τότε. Αλλά, για πες μου, με τι ήρθες;
- Α, με το λεωφορείο...
- Μεγάλη ευκολία το ευλογημένο το λεωφορείο. Είχε κόσμο;
- Είχε τέσσερα άτομα από την Αγια-Σοφιά.
Μου ζήτησε να περιγράψω τους άλλους επιβάτες κι έδειξε ότι κατάλαβε ποιοι ήταν. Είπε κι ονόματα.
- Αντε όμως να βολέψεις τα πράματά σου στο ανώγι, όσο φέγγει ακόμα, να μην πολεμάς με τη λάμπα.
- Ναι, δεν θ' αργήσω!
- Κάνε με την ησυχία σου! Εγώ εδώ θα είμαι!
Πήρα το σάκο κι όπως βγήκα τον άκουσα να επαναλαμβάνει... εγώ εδώ θα είμαι, εδώ θα είμαι... Μ' ακολουθούσαν τα λόγια του στα σκαλιά. Η βροχή άρχισε δειλά-δειλά το τραγούδι στα τσίγκια στο χαγιάτι. Εγώ εδώ θα είμαι, εδώ θα είμαι... άκουσα και τη φωνή μου. Τα γκρίζα πετρόσκαλα γυαλοκόπησαν... εγώ εδώ θα είμαι, παραμιλούσε το καθένα που ανέβαινα. Εδώ θα είμαι...
Το δωματιάκι στο ανώγι το βρήκα όπως το είχα κάποτε αφήσει. Τίποτε δεν άλλαζε πια εκεί, η φθορά είχε κορεσθεί, είχε στοιχειώσει η λήθη στην αιωνιότητα της μοναξιάς. Έτριξε δυνατά το ξύλινο πάτωμα, οι αράχνες σάλεψαν στους ιστούς τους. Απόθεσα στη σκόνη του τραπεζιού κάποια πράγματα κι έστρωσα το κρεβάτι, χωρίς να καταλάβω για πότε σκοτείνιασε. Κατέβηκα κι ήταν ο Μπαρμπαμήτσος καθισμένος σ' ένα καρεκλί, με τα χέρια σταυρωμένα, σα να προσευχόταν. Είχε ανάψει τη λάμπα και καθήσαμε στο τραπέζι μ' ένα μπουκάλι κονιάκ που το φύλαγε πολλά χρόνια. Τσιμπήσαμε λίγες ελιές, τυρί και κρεμμύδι, μιλώντας ως πολύ αργά. Το ρολόι του το ξέχασε να το κουρντίσει την ώρα που κάθε βράδυ το κούρντιζε...
2.
Η μέρα που ξημέρωσε δεν μου ήταν άγνωστη, ήταν σα να την ήξερα καλά από πριν. Η κάθε μέρα έχει τη μοίρα και το λόγο της. Όχι, δεν ήταν πως μου θύμιζε κάποια άλλη, δεν μου θύμιζε καμιά άλλη μέρα. Μου έφερνε όμως στο νου κάτι απ' τη συνείδησή μου, κάτι που θα μπορούσε να κατέχει απόλυτα εκείνο το παρόν, που δεν το ένιωθα εκείνο το πρωί. Το αναγνώριζα με βεβαιότητα, μα δεν είχε κανένα νόημα να το αναζητήσω πάλι, κάπου πίσω μου, στη μνήμη μου. Ούτε ήρθε ούτε πέρασε ποτέ, μα ήταν γνώριμο, σαν εκείνο το πέλαγος, σαν εκείνο τον ουρανό, σαν τα βότσαλα, την άμμο, τις καναπίτσες του Λιμιώνα. Απλώς, τ' αναγνώριζα όλα, κι εκεί πέρα στην άκρη της αμμουδιάς, με αναγνώριζε όμοια η σπηλιά, ένα κενό, μια οπή στη ρίζα της απόκρημνης πλαγιάς του βουνού. Υπήρχε, λέγαν, μια σπηλιά εκεί. Έλειπε του βουνού εκείνο το κομμάτι, μα πάντα εννοούσαν ότι είχε κάτι παραπάνω, είχε και μια σπηλιά το βουνό. Όπως, όσα λείπουν από τη συνείδηση κι είναι κάποτε η απουσία τους το παραπάνω, ένας επιπλέον εαυτός δια μέσου της απουσίας, οντότητες που μας φαίνονται σαν ανάμνηση χαμένη κάποτε.Ήταν ακριβώς στο κύμα η σπηλιά, πανύψηλη και φαρδιά, γεμάτη άμμο. Στο βάθος της, μια σκοτεινή τρύπα, απρόσιτη, γιατί ήταν πολύ ψηλά, τράβαγε μια άγνωστη πορεία στα σωθικά του βουνού. Εμένα με τράβαγαν πάντα στη σπηλιά τα χρώματα των γδαρμένων πετρωμάτων, σα μαγνήτες, χρώματα αφύσικα αληθινά, ανατριχιαστικά αληθινά, πιο αληθινά απ' την ίδια την πέτρα. Συμβαίνει ο χαρακτήρας ενός πράγματος να καλύπτει το ίδιο το πράγμα. Σαν τη μέρα εκείνη στην έρημη ακτή, στην κούφια πλαγιά της ύπαρξής μου, σε μια κοιλότητα της συνείδησής μου, στην απουσία τη γεμάτη σταλακτίτες, στις απολιθωμένες ροές μιας αβίωτης ραγισμένης συγκίνησης, ανέπνεα και μεθούσα από τη σκόνη και την άρμη και νόμιζα πως άρχιζαν πάλι τα περασμένα καλοκαίρια. Με ξεγελούσε πάντα μια νεαρή κερασιά που λυγούσε απ' το πολύ φορτίο με αγαλλίαση και πόνο, προσφέροντας τη λιγοστή σκιά της σε μια πήλινη νεολιθική μάνα με τεράστιους γλουτούς, που χτενιζόταν... από χιλιάδες χρόνια πριν.
Έσκυψα και σήκωσα το κουβάρι τα φύκια που κράταγαν μέσα τους μπλεγμένη την αργυρή της κτένα. Ήταν παραδίπλα, κάπου στη μέση της σπηλιάς αποκαΐδια και στάχτη, και πέτρες μαύρες απ' την καπνιά. Πιο έξω, ένας πεθαμένος γλάρος, μισολιωμένος. Μου έφυγαν τα φύκια απ' τα χέρια μου, που τα ένιωσα να μαλακώνουν τόσο, ν' αναλιώνουν σαν το κερί. Είχα δει τα χέρια του Μπαρμπαμήτσου να αναλιώνουν έτσι, κάθε φορά που ξεκόλλαγε ένα χαρτάκι απ' το ημερολόγιο. Έλεγε δυο-τρεις φορές την ημερομηνία και το γύριζε απ' την ανάποδη, να διαβάσει το λαϊκό τετράστιχο. Με κοίταζε ύστερα παρακλητικά, για να τον ρωτήσω:
- Τι λέει, λοιπόν, το ποίημα σήμερα;
Έπαιρνε ύφος επίσημο και έκανε προσπάθεια να δώσει βάρος στη φωνή του, σαν πολεμικό ανακοινωθέν ακουγόταν:
- Θυμάμαι της είπα σ' αγαπώ
κάτω στην κρύα βρύση,
της χάρισα κλωνί βασιλικό
κι είχα τα χείλη της φιλήσει.
- Ωραίο ποιηματάκι, Μπαρμπαμήτσο.
Συμφωνούσε ο γέρος, μα συμπλήρωνε ότι περάσαν πια τα ωραία. Του έλεγα ότι θα έρθουν τα άλλα.
- Και τι να τα κάνω τ' άλλα;
- Κάτι θα προσδοκάς και συ...
- Σαν τι να προσδοκάω;
- Να, οτιδήποτε, καμιά γιορτή, τα Χριστούγεννα…
- Α, ναι...
- Και πού λες φέτος να κάνεις Χριστούγεννα; Θα πας 'κείθε στους συγγενείς;
- Ξέρωγω! Μα για ποια Χριστούγεννα μου λες;
- Γι' αυτά τα Χριστούγεννα λέω.
- Χμ... Προχτές το είχα για Χριστούγεννα.
Σηκώθηκε απότομα κι έφερε ένα μπλοκάκι. Μου το έβαλε μπροστά μου και συνέχισε:
- Εκεί τα έχω γραμμένα, προχτές τα διάβαζα μονάχος μου. Κοίτα τι λέει!
Τρεμουλιαστά τα γράμματα και βάναυσα πατημένα στο χαρτί: «Σήμερα Χριστούγεννα. Ήρθε εδώ η ανιψά μου η Λενιώ μαζί με τον άντρα της. Ήρθε κι ο γερο-Βαγγέλης με το γαϊδούρι από το χωριό. 25 Δεκεμβρίου».
- Είδες; Προχτές… 25 Δεκεμβρίου, όπως το γράφει!
- Ποιο χρόνο όμως;
- Κάθε χρόνο!
- Ε, άλλα πάντως λέει το ημερολόγιο…
- Μην κοιτάς το ημερολόγιο, αυτό τα δικά του λέει. Άλλα λένε και τα σύννεφα, κι ακόμα πιο καλά τα λένε, πιο καλά τις διαβάζω τις μέρες στα σύννεφα. Κοίτα...
Μου έδειξε ψηλά, μέσα απ' το ανατολικό παραθυράκι. Κοιτάζαμε κι οι δυο. Σα να ήταν ένας άγγελος που κάτι έγραφε στα σύννεφα.
- Δεν γράφει... ζωγραφίζει! είπε ο Μπαρμπαμήτσος, χωρίς να γυρίσει. Είχε απορροφηθεί τόσο, κι εμένα με είχε πια ξεχάσει εντελώς. Λίγο-λίγο άρχισαν να ξεφυτρώνουν δυο άσπρες φτερούγες στην πλάτη του. Η ζωγραφιά βάθαινε στον ουρανό... Κάπου, κάπου την ξέρω αυτή τη ζωγραφιά, έλεγα από μέσα μου.
- Την ξέρεις αυτή τη ζωγραφιά, ψιθύρισε ο γέρος, σα να με είχε ακούσει. Κι αναρωτιόμουν αν είχε ποτέ προσέξει τις φτερούγες του.
Προσπαθούσα να θυμηθώ πού την ήξερα τη ζωγραφιά εκείνη, και βιαζόμουν να προλάβω, πριν ανέβει το κύμα και τη σβήσει. Πώς γίνεται μ' ένα ξερόκλαδο να ζωγραφίζεις καθρέφτες στην άμμο; Καθρέφτες θεόρατους, όπου για μια στιγμή χωράει όλος ο ουρανός, με τα σύννεφα και τους αγγέλους του...
Ο Μπαρμπαμήτσος έκλεισε το παραθυράκι κι ευθύς τα φτερά του πήραν και μίκραιναν, συρρικνώθηκαν, χάθηκαν. Η θάλασσα είχε ανέβει στην ώρα της. Έκανα δυο βήματα πίσω και γονάτισα μπροστά στον ψόφιο γλάρο. Ανασήκωσα με δέος τις δυο διαλυμένες φτερούγες του, ξεσκεπάζοντας μια ζεστή λακκουβίτσα στην άμμο, γεμάτη άσπρα σκουληκάκια που γλεντούσαν σιωπηλά. Γύρισα και διάβασα το λείο φαιοκίτρινο βράχο που στεκόταν ορθός δίπλα στην είσοδο της σπηλιάς, σα γιγάντια επιτύμβια στήλη. Και μνημόνευε... ημερομηνίες, καρδούλες κι έρωτες, ανακατεμένα ονόματα πλήθος. Τόσοι που κάποια καλοκαίρια είχαν βρεθεί εκεί. Κι έφυγαν πάλι, αφήνοντας πίσω τους τη μοναξιά του τοπίου. Πήραν μιαν ανάμνηση μαζί τους και γύρισαν στη ζωή τους. Έτσι, όπως κόβει κανείς ένα αγριολούλουδο και το παίρνει μαζί του, να το βάλει σε ανθοδοχείο στο σπίτι του. Πάντα ήταν γοητευτικό ντεκόρ ο θάνατος.
Παλιά, είχα κουβαλήσει κι εγώ μια μεγάλη χρωματιστή πέτρα από μια παραλία. Την άλλη μέρα μαράθηκε η δύστυχη, σα να μην είχε πια υπόσταση, την είχε αφήσει εκεί πίσω, πέρα στην πέτρινη μνήμη της. Γιατί το κάθε τι στο χώρο του θυμάται πολύ αλλιώτικα από μια συνείδηση που όλο ξενιτεύεται. Η φθορά των φυσικών πραγμάτων είναι κι αυτή ανάμνηση, η αμόλυντη μνήμη τους είναι σε κάθε στιγμή ο εαυτός τους, πέρα από το σχετικό και το εφήμερο, η απόλυτη ανάμνηση του ταυτόχρονου, μια αδιάκοπη παρουσία στο χώρο και το χρόνο, μακριά πολύ από τη χρησιμοθηρία των νοητικών μας λειτουργιών.
Σεργιανούσα στην αμμουδιά και μου φαίνονταν όλα σαν ένα θεατρικό σκηνικό, που απλώς παρίσταναν αυτό που ήταν. Δεν είχε νόημα το αληθινό και το φανταστικό, η πραγματικότητα η υποκειμενική κι η αντικειμενική. Άκουγα το σήμαντρο του ξωκλησιού, ένα κάλεσμα, χωρίς να 'ναι ψυχή πάνω στο ξωκλήσι. Μόνο ο αέρας, ίσως... ο αέρας. Κι όπως ήμουν καθισμένος σ' έναν κούφιο δεντροκορμό στην άμμο, ήταν σα ν' άρχιζε μια ακόμα παράσταση. Παρίστανα κι εγώ τον εαυτό μου και μ' έβλεπα απέναντί μου, καθισμένο σ' έναν ίδιο δεντροκορμό στην άμμο. Έμοιαζα κι εγώ, σαν όλος ο χώρος, συνέχεια μιας ανάμνησης αδέσποτης, που φτερούγιζε εδώ κι αλλού, παρασέρνοντας μαζί της την κάθε πρόσκαιρη υλικότητα που μοιραία τύχαινε στο δρόμο της. Κι ο ήχος του σήμαντρου ακούστηκε καθαρότερος, καλώντας με να πάρω το μικρό ανήφορο για το ξωκλήσι. Την παντέρμη θύμηση του ξωκλησιού ακολουθούσαν τα βήματά μου, καθώς ανέβαινα το μονοπάτι. Φύσηξε το αεράκι στο ξέφωτο της κορφούλας, ο ασβέστης έφεγγε, μισάνοιχτη η πορτούλα, έτριζε ρυθμικά. Μοσχοβολιά λιβανιού κι εγκαρτέρησης, ένα καντήλι στεγνό στην υποθετική Ωραία Πύλη, τρία εικονίσματα όλα κι όλα στον τοίχο, της Παναγιάς, του Χριστού και των Αγίων Αναργύρων, χαιρετηθήκαμε σιωπηλά. Μου έλεγε ο Μπαρμπαμήτσος πως φορές του μιλάνε. Η Παναγιά του είπε κάποτε για τη συχωρεμένη τη γυναίκα του, ότι είναι καλά και τον συλλογιέται... Τα χείλη του έτρεμαν και βούρκωνε όταν το 'ξηγούσε. Γύριζε απότομα τότε την κουβέντα, μιλούσε για χιλιαδυό, μα πιο συχνά για το αγκάθι της σκορπιομάνας και της δράκαινας, και φύτρωνε, έλεγε, κάποιο βότανο στην ακτή, που ανακούφιζε τον πόνο άμα σε χτύπαγε τ' αγκάθι.
Άφησα πίσω μου ένα αναμμένο κεράκι και βγήκα στη χαμηλή πετρόχτιστη αψίδα, όπου κρεμόταν το μικρό σήμαντρο, στο ύψος σχεδόν του ώμου μου. Από εκεί φαινόταν όλη η αμμουδιά. Σα να ήταν έγκυος έμοιαζε η αμμουδιά. Είχε πέσει υγρασία, μια έντονη υγρασία με τη μορφή μιας αμφίβολης, ημιδιάφανης αυλαίας, που δεν ήξερες πότε έκλεινε και πότε άνοιγε, πότε έκρυβε και πότε αποκάλυπτε τα δρώμενα. Οι εικόνες δεν ήταν παρά αποστάσεις και τις μετρούσα τεντώνοντας τη σκέψη μου σα λάστιχάκι στον αέρα. Μια ξεχωριστή οντότητα αντιστοιχούσε σε κάθε απόσταση και κάθε κόκκος της άμμου είχε διαφορετική απόσταση απ' τα μάτια μου. Όμως, η κάθε απόσταση είναι πάντα κάτι λιγότερο απ' αυτό που ορίζει. Κάθε τόσο η σκέψη μου έτεμνε την προέκτασή της κι άφηνε, αντί να στάξει αίμα, ένα κόκκινο μαντίλι σημάδι της πληγής στα δάχτυλά μου. Το σήκωνα κάθε τόσο ψηλά και τ' ανέμιζα, ξέροντας καλά ότι οι αποχαιρετισμοί δεν μπορεί παρά να είναι είτε πρόωροι είτε αργοπορημένοι. Ωρίμαζαν απ' τη μια στιγμή στην άλλη οι εικόνες κι οι παραστάσεις, οικείες και ξένες συνάμα, μέσα στην ατομικότητα των βιωμάτων και την ταυτότητα των περιστάσεων...
Πρόσεξα τότε μια κίνηση μέσα στις τελευταίες καναπίτσες, εκεί που έσβηνε η κοίτη της ρεματιάς και γινόταν ένα με την αμμουδιά. Έπλασα στο μυαλό μου την εικόνα ενός ξελιγωμένου σκύλου κι ακόλουθα μιας γίδας ξεκομμένης απ' το κοπάδι της και... Σε λίγο εμφανίστηκε πίσω απ' την καναπίτσα μια γυναικεία φιγούρα με μακρύ μπλε φόρεμα, με μακριά μαύρα μαλλιά… Είχα μείνει με το κόκκινο μαντίλι σηκωμένο ψηλά, ενώ εκείνη περπατούσε προς τη θάλασσα, ακολουθώντας την πορεία που θ' ακολουθούσε κι η ρεματιά, αν είχε νερό. Ο Μπαρμπαμήτσος πάντως μου είχε πει πως ψυχή δεν υπήρχε τότε στο Λιμιώνα. Η κοπέλα ανασήκωσε το φόρεμά της και μπήκε δυο βήματα στη θάλασσα. Πήρε με τις χούφτες κι έβρεξε με θαλασσόνερο το πρόσωπό της, ξανά και ξανά. Σκουπίστηκε με τα χέρια της αργά κι απότομα τα ξαναβούτηξε στο νερό, σαν κάτι να ψαχούλευε. Φαντάστηκα πως ίσως εκεί της έπεσε το αγαπημένο σκουλαρίκι. Θα ήταν το πιο ακριβό της ενθύμιο, ένα ενθύμιο με φλέβες και χτυποκάρδι, αλλά και υπολανθάνουσα απιστία. Ένα από αυτά τα ενθύμια που κοιτάζουν πάντα πώς να φύγουν και βρίσκουν κάποτε τον τρόπο, ένα φυσικότατο όσο και απίθανο τρόπο, σε μια απρόσμενη αλλά σοφά υπολογισμένη ώρα. Η κοπέλα σήκωσε το κορμί της, πήρε μια ανάσα και συνέχισε να ψαχουλεύει στο νερό. Φαίνεται κουράστηκε, απογοητεύθηκε και τα παράτησε. Το πήρε πια η θάλασσα εκείνο το μοναδικό σκουλαρίκι και θα το έπαιζε σα βοτσαλάκι, θα το πιπιλούσε μέχρι να βρει τη μικρούλα του ψυχή, μια ελάχιστη σκόνη διαλυμένη στο νερό, να την απλώσει σ' όλο το πέλαγος. Εκείνη συνέχισε την πορεία της στην άμμο, δίπλα στο κυματάκι και διάβηκε αργά και άτονα ανάμεσα σε δύο πετρωμένα όνειρα. Όταν τα ολομόναχα όνειρα άγγιζαν τον εαυτό τους, γίνονταν πέτρα, έτσι απλά πέτρωναν και έμεναν εκεί, μισοβυθισμένα στην έρημη αμμουδιά. Διάβηκε ανάμεσα, κι ο αφρός την ακολούθαγε, η μουσική της ατέρμονης απορίας αντίκρυ στο θνητό σούρουπο. Σα να ήθελε από κάπου να πιαστεί, είχε σηκώσει τα χέρια σε ικεσία, έστω να πιαστεί από κείνα τα πηχτά σύννεφα της δύσης. Σκάλωσε το πόδι της, παραπάτησε κι έπεσε μαλακά στην άμμο. Θυμάμαι, εκείνο το παλαμάρι, που είχε τότε βρεθεί στο δρόμο της, ήταν χρόνια στην ίδια θέση. Σηκώθηκε κι έπιασε να τραβά την άκρη του, ξεθάβοντάς το ελάχιστα. Εκείνο αντιστεκόταν, βαστούσε ένα τεράστιο βάρος στην άλλη του άκρη, την αθέατη. Το τραβούσε με όση δύναμη είχε, αγνοώντας ότι η άλλη του άκρη είναι πάντα η αθέατη άκρη του. Εγκατέλειψε κάποτε και συνέχισε το δρόμο της, πηγαίνοντας ίσια προς το βράχο που δέσποζε στη μέση της αμμουδιάς.
Ήμουν πολύ δεμένος μ' εκείνο το βράχο. Στο φυσικό του λάξευμα που έμοιαζε θρόνος, κούρνιαζα κάποιες ανέφελες νύχτες κι άκουγα τ' αστέρια. Κοιμόμουν με τα μάτια ανοιχτά κι αφουγκραζόμουν όλη νύχτα. Έτσι γινόταν πάντα, εκτός από μια νύχτα που ένα ζευγαράκι είχε στήσει το κόκκινο αντίσκηνό του εκεί δίπλα. Προχωρημένη ώρα, με ξύπνησε η φωνή της γυναίκας. Τ' αστέρα όλα μαζί βουβάθηκαν...
- Να μην υπήρχαν εκείνες οι κοτρώνες! Στα καλύτερα σημεία της αμμουδιάς πήγαν
και φύτρωσαν.
- Ε, και τι; της απάντησε ο άντρας της.
- Να, θα παίζαμε ρακέτα χωρίς να φοβόμαστε μη σπάσουμε τα μούτρα μας.
- Μα αυτό σ' απασχολεί και δεν κοιμάσαι;
- Σκέφτομαι, λες και τις φύτεψαν επίτηδες... είπε αυτή και σώπασαν για λίγο.
Αργότερα, γέλασε ο άντρας και είπε ζωηρά:
- Έχω μια φοβερή ιδέα. Να πάρουμε ένα λοστό το πρωί και να ξεριζώσουμε τις πιο
ενοχλητικές κοτρώνες, να τις κυλήσουμε παραπέρα και ν' ανοίξει ο χώρος. Αλλά...
- Τι αλλά; Πολύ καλή ιδέα!
- Μ' αυτά όμως θ' ασχολούμαστε στις διακοπές μας, με λοστούς και κοτρώνες;
- Ε, βέβαια...
- Λέω το πρωί να πάμε καλύτερα να βγάλουμε καμιά φωτογραφία, πέρα στην άκρη του κάβου. Ο ήλιος θα βγαίνει κόκκινος μέσ' από τη θάλασσα.
- Αρκεί να μην έχει συννεφιά!
- Χα, χα... με το λοστό βγάζουμε και τα σύννεφα! είπε αυτός κι έβαλαν μαζί τα γέλια, μέχρι που αποκοιμήθηκαν. Τ' αστέρια άργησαν, αλλά τελικά ξαναβρήκαν τη λαλιά τους.
Η γυναίκα με το μπλε φόρεμα πλησίασε το βράχο, άπλωσε το χέρι και χάιδεψε τη γυαλιστερή του επιφάνεια, έφερε ένα γύρο κι ύστερα κάθισε στον πέτρινο θρόνο. Είχε στραμμένο το βλέμμα της προς το μέρος μου, μα σκέφτηκα πως δεν μπορούσε να κοιτάζει εμένα, μ' έκρυβε αρκετά ένας σκίνος. Εκείνη κάλυψε τα μάτια της με την παλάμη. Σα να μετακινήθηκε όλος ο χώρος για μια ασύλληπτη στιγμούλα. Κι όταν η στιγμούλα χάθηκε, έδωσε τη θέση της σ' ένα κενό, μια ασαφή οπή στον ορίζοντα. Μερικά σπασμένα ράμματα ανέμισαν στο ενστικτώδες πισωπάτημα της σκέψης της. Απ' την εικόνα έλειψαν απότομα λίγα ξέψυχα κυματάκια, λίγες χούφτες άμμος, λίγες πιθαμές σύννεφο. Η οπή του ορίζοντα την ακολουθούσε… προχωρούσε λίγο και σταματούσε. Βρέθηκε πιο πέρα ένα πράσινο μπουκάλι μπροστά της, που θα το είχε φέρει η θάλασσα από μακρινή ακτή. Το πήρε και κοίταξε ολόγυρα μην την είδε κανείς. Το έσφιξε στο στήθος της, με τελετουργικές κινήσεις, το έβαλε ανάμεσα στα μάτια της και τον ήλιο. Σα να βάρυνε πολύ το μπουκάλι, γλίστρησε απ' τα χέρια της και πέφτοντας πάνω στην γκρίζα κοτρώνα, έγινε θρύψαλα γύρω στα πόδια της, με ήχο εχθρικό στ' αυτιά μου. Έσκυψε να μαζέψει τα γυαλιά, ίσως και το φελλό που το σφράγιζε σφιχτά, ίσως κι ένα άγνωστο μήνυμα. Τα πετούσε όλα σ' εκείνη την οπή που έχασκε ακόμα στον ορίζοντα. Μια βαριά μυρωδιά μούχλας είχε απλωθεί στον αέρα, ρουφούσε το οξυγόνο, μούδιαζαν τα μέλη της. Πρόλαβε να πετάξει και το τελευταίο γυαλάκι κι έπεσε λιπόθυμη στην άμμο...
Κατέβηκα τρέχοντας απ' το ξωκλήσι κι έφτασα λαχανιασμένος κοντά της. Ήταν πολύ αληθινή όσο και χλομή, ανάσαινε αλαφριά. Πέρασα τα χέρια μου κάτω από το κορμί της και τη σήκωσα με προσοχή, μην και την ξυπνήσω. Εκείνη έμοιαζε να το απολαμβάνει καθώς την κουβαλούσα στου Μπαρμπαμήτσου. Ο γέρος ήταν στην αυλή και μ' ένα λούρο τίναζε τα μούρα απ' τις μουριές. Μόλις με είδε, πήγε γρήγορα ν' ανοίξει την πόρτα...
- Ξάπλωστη στο κρεβάτι! Τι έπαθε;
- Δεν ξέρω, λιποθύμησε.
Μόλις την άφησα στο κρεβατάκι, με ρώτησε σα να με μάλωνε:
- Και γιατί δεν μου το είχες πει;
- Τι να σου πω; Πού το ήξερα;
- Μαζί δεν ήσασταν;
- Πώς μαζί; Εσύ μου είπες, Μπαρμπαμήτσο, ότι δεν υπάρχει ψυχή εδώ κάτω...
- Σου το 'πα, μα αν νομίζεις πως τα 'χω χάσει...
- Α, όχι...
- Κάτσε να δεις! είπε και πήγε κι άνοιξε το ξύλινο κασελάκι που ήταν πάντα στη γωνία και πάντα αραχνιασμένο.
Εκεί φύλαγε το πολύτιμο αρχείο του, ήταν το ανεκτίμητο θησαυροφυλάκιό του εκείνο το κασελάκι. Έχωσε το χέρι μέσα κι έβγαλε ένα παλιό τετράδιο με χοντρό πανάρι. Κάθησε στο τραπέζι κι άρχισε να το ξεφυλλίζει. Σκόρπιες γραφές από δω κι από κει κι ανάμεσα στα φύλλα σκόρπιες φωτογραφίες. Έψαχνε με την ησυχία του, όταν έξαφνα σταμάτησε και μου έδωσε μια σπρωξιά στον ώμο. Μου έβαλε μπροστά μου μια κακοποιημένη φωτογραφία και περίμενε την αντίδρασή μου. Ήταν βγαλμένη στην αυλή του σπιτιού του, κάτω από την κληματαριά, αλλά ήταν σε πολλά σημεία τσαλακωμένη και ξεφλουδισμένη. Εκτός από τον Μπαρμπαμήτσο και τον πετεινό του, δεν μπορούσα να διακρίνω τ' άλλα δύο πρόσωπα, κάποιον και κάποια που ήταν δίπλα στο γέρο χέρι-χέρι.
- Βλέπεις, μου λέει, Αύγουστος δεν ήταν;
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι. Ξανατράβηξε στο μέρος του τη φωτογραφία και μου έδειξε... - Εσύ είσαι αυτός, αυτή είναι αυτή, αυτός είμαι εγώ, κι ο πετεινός είναι ο πετεινός, ο ίδιος. Ξανακούνησα καταφατικά το κεφάλι και τον ρώτησα...
- Και πότε λες να συνέλθει;
- Αστη, μπορεί να 'ναι κουρασμένη. Θα της βάλω λίγο ξίδι να μυρίσει...
Πήγε στο κατώγι να φέρει την μποτίλια με το ξίδι. Μόλις σηκώθηκα απ' την καρέκλα, ένιωσα απότομα μια ζάλη. Σα να ήταν ξένη η σκέψη μου μέσα στο μυαλό μου. Μήπως είχα κάνει λάθος; Όπως όταν χρόνια και χρόνια βλέπεις συνέχεια κάποιους και μπορεί να τύχει μια στιγμή να τους κοιτάξεις πιο προσεχτικά και να απορείς, να λες δεν τους είχες ξαναδεί ποτέ πριν... Ήρθε ο Μπαρμπαμήτσος με το ξίδι και της έβαλε σ' ένα φλιτζανάκι να μυρίσει. Ήθελα να βγω έξω, κάτι με τράβαγε κι είπα στο γέρο πως κάτι ξέχασα στο γιαλό. Δεν έδωσε σημασία.
Κάτω στο γιαλό, έψαχνα να βρω τι είχα ξεχάσει. Ήταν τόσο απλό και φυσικό, θα είχα ίσως ξεχάσει να ξαπλώσω, να μισοκοιμηθώ με τ' αφτί στην άμμο, ν' ακούω το σφυγμό της άμμου, κάπου ανάμεσα στη μέρα και τη νύχτα. Είχα ίσως ξεχάσει το νιο φεγγάρι κι ανασηκώθηκα στους αγκώνες να του ανταποδώσω το νεύμα της συμπάθειας. Θα είχα ξεχάσει κι ένα νεκρό αστερία, που τον είχα συντροφιά και περιμέναμε μαζί τη νύχτα να 'ρθει. Ήταν κι ένα αυλάκι στην άμμο παραπέρα, από το σούρσιμο μιας βάρκας κάποιου άφαντου ψαρά. Και περιμέναμε, εγώ κι ο νεκρός αστερίας, περιμέναμε εκεί τη νύχτα να 'ρθει, δεν ξέρω μέχρι πότε. Αλλά η νύχτα μας είχε ήδη προσπεράσει, είχε κυλήσει ίσα κατά τη θάλασσα, μέσα από κείνο τ' αυλάκι που είχε χαράξει στην άμμο η βάρκα. Το νιο φεγγάρι βασίλεψε γρήγορα. Κουράστηκε πια να περιμένει ο νεκρός αστερίας κι ήρθε μέσ' στη χούφτα μου να ξεψυχήσει. Πρόλαβε και μου ψιθύρισε μόνο: Φράξε εκείνο τ' αυλάκι, θα κουραστείς κι εσύ... Μα εγώ περίμενα ακόμα. Πέρασε η νύχτα και προσπέρασε πάλι ως τότε. Μονάχα μια στερνή φορά πλησίασε και πύκνωσε και στάθηκε ολόκληρη η νύχτα ακριβώς πάνω απ' το νεκρό αστερία, μια μαύρη ταφόπλακα στο μνήμα του, που δεν το διέκρινα πια, μόνο ήξερα πως ήταν τόσο κοντά μου, τόσο όσο εγώ δεν ήμουν ίσως.
Με άκουσα τότε στη μέση της νύχτας που μουρμούριζα πως είμαι εδώ. Έψαχνα με αγωνία να βρω μια εικόνα να την ταιριάξω στ' ονειρομιλητό μου. Έλεγα πως θα ήταν το αυριανό όνειρο. έλεγα πως θα μπορούσε να ταιριάξει τ' όνειρο στ' όνειρο. Μα, γιατί; Γιατί αμφέβαλα για την αλήθεια μιας αυγουστιάτικης φωτογραφίας κάτω από μια κληματαριά; Μια θύμηση λησμονημένη δεν είναι στ' αλήθεια κι η αιωνιότητα; Κι αν το πιο μακρινό απ' τη ζωή είναι ο θάνατος, ακόμα πιο πέρα, κι από το θάνατο πιο μακριά, μια τέτοια θύμηση πάντα θα μένει, μια θύμηση λησμονημένη...
3.
Στον ίδιο κι απαράλλαχτο προαιώνιο ρυθμό, εκκόλαπτε ο θόλος της σπηλιάς τους μελλοντικούς του σταλακτίτες. Μικρά πανομοιότυπα σταλάγματα έπεφταν μελωδικά στην άμμο, στην πέτρα, στο νερό, κι όταν χτύπαγε απ' την ανατολή ο ήλιος, τα σταλάγματα γίνονταν αστραφτερές κατακόρυφες γραμμές, που ήθελα να τις πιάσω, να τους δώσω διάφορα σχήματα, να μοιάζουν αστραπές ή ρίζες κρεμασμένες σε γκρεμό. Όμως, εκείνες οι αστραφτερές γραμμές ήταν οι χορδές μιας κιθάρας αλλοτινής, δεν πάλλονταν με τ' άγγιγμα, παρά μόνο με των ματιών το νεύμα, κι ηχούσαν τότε πάνω στο δέρμα μου, κάνοντας την ύπαρξή μου να γράφει ομόκεντρους κύκλους γύρω μου, όπως στο ξένοιαστο νερό το βότσαλο ή όπως ο καιρός μέσα στους κορμούς των δέντρων. Δεν κατάλαβα, μετρούσα μηχανικά το πιο κοντινό μου στάλαγμα κι είχα φτάσει το μέτρημα ίσα με τις μέρες ενός χρόνου και παραπάνω.
Γύρισα το κεφάλι έξω κι είδα να πέφτει ψιλό-ψιλό το χιόνι. Μια σουσουραδίτσα με πλησίασε χοροπηδηχτά, κουνώντας ρυθμικά την ουρίτσα της. Η ορατή της σκέψη ήταν η ουρίτσα της, μα πού να το ξέρει, δεν σκεφτόταν ποτέ τον εαυτό της η σκέψη της. Ενώ η δική μου η αόρατη σκέψη μπορούσε και σκεφτόταν τον εαυτό της, τόσο εύκολα, όπως θα σκεφτόταν ένα οποιοδήποτε υλικό αντικείμενο. Στρώθηκε το χιόνι χνούδι λεπτό στην άμμο, και συνέχισε να πέφτει. Η σουσουραδίτσα παραμέρισε να περάσω και χοροπηδηχτά μπήκε στη σπηλιά, να πάρει τη θέση μου.
Απ' τη μια στιγμή στην άλλη, ήταν αγνώριστο το τοπίο. Όλο πύκνωνε το χιόνι, ζωήρευε ο καπνός στην καμινάδα του Μπαρμπαμήτσου, αχόρταγο το τζάκι και τα καυσόξυλα δυσεύρετα. Έτυχα στο δρόμο μου δυο σπουδαία κούτσουρα και τα έσυρα μαζί μου ως το σπίτι. Χάρηκε ο γέρος μόλις τα είδε, πρόβλεψε μάλιστα ότι θα έχουμε πολύ άσχημο καιρό. Ανάψαμε τη λάμπα κι ένα κερί, προτού σκοτεινιάσει για καλά και πλησιάσαμε στο παράθυρο, να χαζεύουμε τις δυο φλογίτσες καθώς καθρεφτίζονταν στο θολό γυαλί με φόντο το χιονισμένο τοπίο. Έφεγγε με τον τρόπο της κι η γιορτινή παγωνιά απ' έξω. Κάποιες νιφάδες, σαν ανόητες μύγες, νόμιζαν θα περάσουν μέσα απ' το τζάμι. Ο Μπαρμπαμήτσος γύρισε και κοίταξε την αναίσθητη κοπέλα στο κρεβάτι...
- Λήθαργος είναι, είπε βραχνά. Λήθαργος είναι, ξαναείπε.
Δεν είχαμε μετρήσει πόσα μερόνυχτα χιόνιζε. Όλα ντυμένα στ' άσπρα, όλο και περισσότερο έμοιαζαν μεταξύ τους. έτσι κι εμείς, οι σκέψεις μας, τα λόγια μας, οι κινήσεις μας, σκεπασμένα όλα απ' το χιόνι, κι ο χρόνος μας μαζί, οι μοναδικές στιγμές που επαναλαμβάνονταν. Ξημέρωνε και νύχτωνε και χαζεύαμε τη φλόγα της λάμπας και του κεριού στο θολό τζάμι, με φόντο το ίδιο λευκό τοπίο.
- Λήθαργος είναι, ξαναείπε με βραχνή φωνή ο Μπαρμπαμήτσος... και ξανανύχτωσε.
Το πρωί πήγα κι έφτιαξα ένα χιονάνθρωπο, κάτω στο μονοπάτι που ήταν οι φραγκοσυκιές. έναν καμαρωτό χιονάνθρωπο που ατένιζε το πέλαγος. Εκεί στη θέσητων σπλάχνων του θυμάμαι ήταν κάποτε ένα ξερό γαϊδουράγκαθο. Ωρίμασε πρόωρα το παιδικό του πρόσωπο κι άρχισε να φθίνει, να κυλούν οι σκέψεις ρευστές, κρύες και διάφανες. Βαθούλωσαν τα μάτια, δύο τρύπες διαμπερείς στο κεφάλι, ένα άδειο βλέμμα να πέφτει συγχρόνως μπροστά και πίσω. Ράγισε το σαγόνι κι έσταξε το παγωμένο χαμόγελο κάτω. Όταν θα έκαιγε ξανά ο ήλιος, θα ήταν εκεί στο μονοπάτι με τις φραγκοσυκιές μια μικρή λούτσα με θολό νερό. Περνούσε θυμάμαι ένα κοριτσάκι και βουτούσε τα γυμνά του πόδια να δροσιστεί, τινάζοντας μέσα στη χαρά του τα χεράκια του κι άθελά του έσπαγε τα χέρια του χιονάνθρωπου. Κι ήρθαν δίχως καθυστέρηση τα μυρμήγκια και μάζεψαν τα απομεινάρια, να τα βολέψουν έγκαιρα στις υπόγειες αποθήκες τους. Και μέχρι να σκαρίσουν την άνοιξη ξανά, τα πιο γέρικα διηγούνταν αμέτρητες ιστορίες στα νεότερα. Οι πιο γοητευτικές ιστορίες για τα νεαρά μυρμηγκάκια ήταν οι ιστορίες με ανθρώπους. Πίστευαν πως οι χιονάνθρωποι, όταν έπλητταν απ' τη μονοτονία του χειμώνα, έφτιαχναν ανθρώπους και τους ξαμόλαγαν να περιφέρονται από δω κι από κει, να νομίζουν πως χάνουν τους δρόμους ή πως τους βρίσκουν. Φαντάζονταν τα μυρμηγκάκια πως οι άνθρωποι, καθώς μετακινούταν, άφηναν πίσω τους μια κλωστούλα σημάδι της πορείας τους. Κανείς δεν έμαθε ποτέ γιατί ήταν απαραίτητη αυτή η κλωστούλα για την εξισορρόπηση της φαντασίας των μυρμηγκιών, ούτε γιατί ήταν περιττή για την ανθρώπινη φαντασία, αφού πάντα την αγνοούμε. Ίσως, όμως, αν δεν την αγνοούσαμε, να έμοιαζε ο κάθε τόπος με λαβύρινθο και να γυρνούσαμε συνέχεια πίσω, αναζητώντας μιαν αρχή στην κλωστούλα. Όμως, κι έτσι, θ' αφήναμε καινούργια κλωστούλα πίσω, μιας και θα γυρίζαμε και πάλι πίσω μέσα στο λαβύρινθο, σ' ένα μέλλον που θα ήταν πάντα παρελθόν...
Μα μόνο στη φαντασία των μυρμηγκιών γίνονταν αυτά. Η ανθρώπινη φαντασία με άλλα ασχολείται, επινοεί βόμπες και μηχανές, αλλά και ρήματα, αριθμούς, αντωνυμίες… Είναι όντως μεγάλη υπόθεση οι αντωνυμίες και ειδικά οι προσωπικές, που φαίνεται πως αποτελούν την ασφαλέστερη εγγύηση της σφαιρικότητας των κόσμων μας. Οργιάζει η φαντασία και παρατηρούνται φαινόμενα όπως αυτό της μεγάλης αρμονικής παρέας των λουομένων που, καθώς επιδίδονται στην ηλιοθεραπεία τους, κάθε τόσο και λιγάκι αναρωτιούνται τι ώρα να 'ναι, κι απαντούν μία ο ένας και μία ο άλλος με επαναλαμβανόμενους αριθμούς, βάζοντας συνήθως ανάμεσα το "και" ή το "παρά"... Όμως κι ο χιονάνθρωπος αναρωτιόταν κάθε τόσο, στην ίδια πάντα θέση, κρυμμένος πίσω από τις θερμές ηλιαχτίδες του καλοκαιριού, αναρωτιόταν γιατί οι άνθρωποι να περπατούν. Τα μυρμήγκια πάντως το ήξεραν από πριν κι έλεγαν πως, αν δεν περπατούσαν, δεν θα υπήρχε λόγος να τους φτιάχνουν οι χιονάνθρωποι. Αλλά γι' άλλους λόγους στην πραγματικότητα περπατούν οι άνθρωποι, κυρίως για να δείξουν πόσο καλύτεροι απ' τα δέντρα γεννήθηκαν. Κι όλο μετρούν τη γη και τον καιρό, όλο φωνάζοντας, όπου κι αν είναι…
Ακουγε τις φωνές που έφταναν απ' το γιαλό κι απορούσε ο Μπαρμπαμήτσος...
- Μα γιατί φωνάζουν τόσο; Τι θ' αλλάξει τόση φασαρία;
- Φαίνεται πως περνάει πιο εύκολα ο καιρός τους με τη φασαρία.
- Χμ, ο δικός μου δεν περνάει καθόλου εύκολα… και καλά κάνει. Ούτε τις φωνές μου ακούει ούτε τίποτε...
- Τι νομίζεις εσύ, Μπαρμπαμήτσο, πώς τον φαντάζεσαι τον καιρό;
- Πού να ξέρω! Μόνο που μοιάζει με βάρκα, σα βάρκα που πάει σταθερά...
- Με τι λες να πάει, με κουπί, με πανί ή μήπως με μηχανή;
- Α, ανάλογα με τον καιρό πάει...
Εκεί σταμάτησε η κουβέντα, γιατί το αναίσθητο κορίτσι χασμουρήθηκε κι αναστέναξε, τραβώντας μας την προσοχή για κάμποση ώρα. Χώθηκε ύστερα ο γέρος στις κουβέρτες του, μου είπε καληνύχτα και φύσηξε τη λάμπα δίπλα του. Μέσα στο σκοτάδι γυάλισαν δυο γατίσια μάτια. έφεγγαν κι οι φωσφορούχοι δείχτες του ρολογιού στο κομοδίνο, που ακριβώς εκείνη την ώρα, όπως πάντα δύο φορές την ώρα, σχημάτιζαν ορθή γωνία. Ανέβηκα στο ανώγι να ξαπλώσω. Όλη τη νύχτα άκουγα ένα βαθύ βουητό που δονούσε ρυθμικά τον τόπο, ένα συνεχόμενο μουντό κουδούνισμα, ίσως κάποιου υπερφυσικού ξυπνητηριού, που ερχόταν λες μέσ' από τις ρίζες των δέντρων, μέσ' από τους βυθούς της θάλασσας κι από τα σωθικά μου.
Το πρωί είχε κατέβει το καινούργιο ρέμα. Δεν υπήρχε κοίτη στην αμμουδιά, είχε σβήσει χωρίς ν' αφήσει το παραμικρό σημάδι. Μα το ποτάμι ήξερε, πάντα ήξερε. Ανοιξε καινούργια κοίτη, ακριβώς στη θέση της παλιάς. Χώρισε ξανά η αμμουδιά στα δύο. Οι όχθες στην άμμο σχηματίστηκαν ορθές, όπως όρμησε το νερό σκούρο καφέ, παρασέρνοντας ρίζες και κορμούς και πέτρες. Πέρασαν μέρες ώσπου να κοπάσει η ορμή του κι ηρέμησε, λαγάρισε σιγά-σιγά κι αποκοιμήθηκε κάποτε. Ονειρευόταν τότε, όπως όλα τα ρέματα ονειρεύονται. Κι όλο ρήχαινε, όλο ρήχαινε. Τα όνειρά του κόπηκαν κομμάτια, μια στέρνα εδώ, μια εκεί, μια λίγο παραπάνω. Στα πιο ψηλά, δεν κρατούσε σταγόνα νερό η πέτρινη κοίτη. Ήταν όλη στρωμένη μεγάλα ξεπλυμένα λιθάρια, σφηνωμένα το ένα δίπλα στ' άλλο, λεία και φωτεινά, με γλυκές σκιές, απαλές και τρυφερές σαν πούπουλα, με πόρους ανοιχτούς, ν' ανασαίνουν τη γιορταστική λάμψη του ήλιου και τη θεϊκή μοσχοβολιά των αρχέγονων καιρών της Δημιουργίας.
Εκεί παραπάνω, κατέβαινε στη ρεματιά μια μεγάλη πλαγιά, όπου έβοσκε ένα κοπάδι παπαρούνες κάθε άνοιξη. Με χώμα μόνο και νεράκι πλάθανε τα απόλυτα όρια της ερυθρότητας και ταυτόχρονα το όραμα της υπέρβασής τους, το όραμα που τις κρατούσε πάντα υγιείς, αισιόδοξες και κυματιστές στο παραμικρό φύσημα του αγεριού. Στην ακριβώς απέναντι πλαγιά, που ήταν απότομη και δύσβατη, μέσα από μια συστάδα βράχων σκεπασμένων ως πάνω με αρκουδόβατους, ανάβλυζε ολόχαρη μια πηγή κι έπεφταν τα νερά της σε μια μεγάλη γούβα, απ' όπου ξεχείλιζαν και τρύπωναν μέσα σε μια φαρδιά σχισμή στο γρανιτένιο πέτρωμα. Ακολουθώντας στη συνέχεια μια υπόγεια κατηφορική πορεία μέχρι το ίσωμα της ακτής, ξεπετιόνταν εκεί, με θόρυβο κι αφρίζοντας, απ' το πρασινισμένο στόμιο της βρύσης μιας μικρής λιθόχτιστης δεξαμενής.
Από τη βρύση της ακτής έπιναν όλα εκεί κάτω. γίδια, πουλιά, μέλισσες, άνθρωποι... Όταν δεν έπινε κανείς, έπινε μόνος του ο χρόνος, έπινε το μεδούλι του, μπολιαζόταν και ξανάνιωνε, ολόλευκος και άδειος. Τότε έβλεπα την αόρατη πόρτα της ακτής, μισάνοιχτη, ανάμεσα στη μνήμη και την προσδοκία. Βρέθηκε στο δρόμο μου η πόρτα εκείνη τη μέρα πάλι. Την έσπρωξα ελαφρά και συνέχισα… Πήγα ξάπλωσα στη σκασμένη κοίτη της ρεματιάς. Ήταν πλάι μου ένα ψόφιο ψαράκι που είχε λησμονήσει την εποχή και τον κόσμο του, ίσως και ν' απόκαμε όμως, ή και να μην κατάλαβε να γυρίσει πίσω στο πέλαγος, όταν αποκοιμόταν και στράγγιζε το ρέμα. Αλλά μπορεί και να είχε κρυφά ερωτευθεί εκείνον το γλάρο που έκοβε χαμηλές βόλτες πάνωθέ μας. Δεν ακουγόταν ούτε ο αέρας ούτε η θάλασσα. μόνο το φως ακουγόταν, μόνο το φως. Κι είδα άνθισαν οι καναπίτσες της όχθης, μάκρυνε η σκιά τους, μ' έφτασε και με σκέπασε. Ο γλάρος είχε χαθεί. απ' το ψαράκι είχε μείνει μόνο το γυμνό του κόκαλο. Κρατούσα στο χέρι μια μικρή σφαιρική ελαφρόπετρα, ιερό προγονικό φυλαχτό από κάποιο ηφαίστειο. Την έξυσα λίγο με το νύχι κι άκουσα μυριάδες χελιδόνια να τιτιβίζουν, μύρισα το άρωμα από μυριάδες ανθισμένα κρινάκια του γιαλού. Δεήθηκα στο ηφαίστειο, είδα τη λάβα στις πλαγιές να σβήνει κι αμπέλια να φυτρώνουν, να κρέμονται τα σταφύλια ως το χώμα, ίσα με το στόμα των σκαντζόχοιρων. Έμεινα εκεί μέχρι τότε που θυμόμουν. Η κοίτη της ρεματιάς επέστρεψε στη θέση της. Άκουσα βήματα πιο πάνω και γύρισα να δω πίσω μου. Στο άνοιγμα της αόρατης πόρτας της ακτής στεκόταν το αναίσθητο κορίτσι με το ίδιο φόρεμα σαν τότε. Δεν την περίμενα… Κατέβηκε την όχθη ανάμεσα στις καναπίτσες και ζύγωσε με πρόσωπο φρέσκο και φωτεινό. Νόμισα ήμουν γυμνός κι ένιωσα άβολα. Κουλουριάστηκα...
- Εδώ είσαι; με ρώτησε, σα να μ' έψαχνε.
- Επιτέλους, ξύπνησες! είπα εγώ.
- Α, όχι! απάντησε εκείνη.
- Τώρα δηλαδή...
- Τώρα είμαι εδώ.
- Ε, ναι, κι εγώ εδώ είμαι, αλλά...
- Εδώ, στο όνειρό μου περνούσες.
- Δεν γίνεται!
- Γίνεται, ονειρεύομαι. Πήγαινε να δεις, πήγαινε...
Ξεκουλουριάστηκα και βεβαιώθηκα πως δεν ήμουν πια γυμνός. Σηκώθηκα μουδιασμένος κι αναποφάσιστος. Την κοίταξα καλά-καλά κι έφυγα. Κάθε τόσο γυρνούσα και ξανακοίταζα. Εκεί ήταν, μόνο που λίγο-λίγο την έκρυβε το όχθωμα. Μόλις έφτασα στο μονοπάτι με τις φραγκοσυκιές, δεν φαινόταν τίποτα. Μπαίνοντας στην αυλή, είδα να βγαίνει ο Μπαρμπαμήτσος απ' την αποθήκη. Στάθηκε και με κοίταξε σαστισμένος...
- Τι έπαθες, σε κυνηγάει κανείς; φώναξε ο γέρος.
- Τι γίνεται Μπαρμπαμήτσο με το κορίτσι;
- Τίποτα δεν γίνεται!
- Δεν ξύπνησε το κορίτσι;
- Μπα, όχι!
- Τώρα μιλούσαμε!
- Έτσι θα σου φάνηκε! είπε και με τράβηξε απ' το χέρι μέσα στο δωματιάκι...
- Να, κοιμάται… λήθαργος είναι!
- Κι η άλλη κάτω στο γιαλό;
- Κι άλλη λιπόθυμη βρήκες;
- Όχι λιπόθυμη! Ετούτη, λέει, είναι κι ονειρεύεται...
- Εσύ θα ονειρεύεσαι μου φαίνεται.
- Καλά, Μπαρμπαμήτσο, θα ξαναπάω κάτω...
- Πες της και χαιρετίσματα!
- Αν θέλεις, έλα να δεις...
- Δεν προλαβαίνω τώρα. Μια ποντικίνα γέννησε ένα μιλιούνι μικρά και συγυρίζω την αποθήκη.
Ξανακίνησα, λοιπόν, για τη ρεματιά, για να διαπιστώσω μάλλον ότι δεν θα έβρισκα ψυχή πια. Όμως, ήταν ακόμα εκεί, πλαγιασμένη σε μια πέτρα στην όχθη και κοιμόταν. Της έπιασα τον ώμο κι άνοιξε τα μάτια… ανασήκωσε το κεφάλι και μου είπε ψιθυριστά...
- Γύρισες!
- Άργησα;
- Κοιμήθηκα, δεν ξέρω, θα είδα όνειρο, αλλά δεν θυμάμαι.
- Εγώ σε είδα εκεί στο κρεβάτι, κοιμάσαι ακόμα...
- Μα μόλις ξύπνησα, βλέπεις…
Την έβλεπα, αλλά τα μάτια μου έτσουζαν και δάκρυζαν. Έτσι ήταν πάντα η ουσία της πραγματικότητας, έτσι ήταν πάντα οι προδιαγραφές της όρασής μου. Η εικόνα της μου ήταν τόσο γνωστή, μα υπήρχε μονίμως μια άγνωστη εικόνα πίσω μου, μια εικόνα αβάφτιστη πίσω μου, όπου κι αν κοιτούσα. Το έβλεπα το είδωλό της, στην καθρέφτινη προέκταση της μίας, μοναδικής πραγματικότητας. Όταν όμως κοίταζα πίσω, μια άλλη μοναδική πραγματικότητα ερχόταν μπροστά μου κι ανέτρεπε την άλλη. Ήταν πολλά τα είδωλα κι όσο κοίταζα πολλαπλασιάζονταν. Ίδιες πραγματικότητες και ίδια είδωλα. Η μόνη σίγουρη αλήθεια ήταν η απόσταση μεταξύ τους. Αυτή ήταν η απλή αλήθεια, το διάστημα ανάμεσα σε δύο κάθε φορά είδωλα κι αυτή η απλή και αυτονόητη διαδικασία της ταύτισής τους, σ' ένα σημείο, σε μια συγκεκριμένη στιγμή...
- Πού είμαι; ρώτησε η εκείνη, μόλις έκανα να βγω απ' το δωμάτιο.
- Εδώ, μην ανησυχείς! της είπε ο Μπαρμπαμήτσος, κρατώντας το ποτηράκι με το ξίδι μπροστά στη μύτη της.
Εκείνη βιάστηκε να σηκωθεί από το κρεβάτι και κάθησε στην καρέκλα με ανακούφιση.
- Δεν πάμε καλύτερα στην αυλή; ρώτησε ο γέρος.
- Πάμε! είπαμε κι εμείς οι δυο ταυτόχρονα.
- Χαρά Θεού έξω! συμφώνησαν και τρεις γάτες μαζί.
Έξω γίνονταν πανηγύρια. Μεσοκαλόκαιρο πάλι τότε κι όλο ξεφωνητά ακούγονταν απ'
την αμμουδιά. Ο Μπαρμπαμήτσος φόρεσε το ξεφτισμένο ψαθάκι του κι έγειρε σ' ένα
κουβαριασμένο δίχτυ, κολλητά στον τοίχο. Κρατούσε μια μυγοσκοτώστρα στο ένα χέρι και στ' άλλο ένα καλάμι μακρύ, για τις γάτες, άμα πηδούσαν στο τραπέζι να γλείψουν τα πιάτα. Στο βαρύ ξύλινο τραπέζι έπεφτε μπαλώματα η σκιά της γέρικης κληματαριάς. Δεν φυσούσε καθόλου. Ολόγυρα οι μουριές φορτωμένες μούρα και τζίτζικες. Θα είχαμε κάποια κουβέντα, μα κάπου μας την έκοψε από μακριά η φωνή του κυρ-Αγγελή...
- Γεια σας, γεια και χαρά σας! φώναξε κι ερχόταν τρεχάτος.
Άλλωστε, δεν τον είχα ποτέ δει να περπατάει, όλο έτρεχε. και πάντα φορούσε το ίδιο χακί παντελονάκι ως τα γόνατα, με τσέπες υπερβολικά μεγάλες, έχοντας στη μία πάντα ένα φακό. Ήταν από την Αθήνα ο κυρ-Αγγελής.
- Καλώς τον κυρ-Αγγελή! φωνάξαμε όλοι μαζί.
- Κάτσε να πιούμε ένα ουζάκι, του είπε ο Μπαρμπαμήτσος και σηκώθηκε αργά-αργά απ' το κουβαριασμένο δίχτυ.
Πήγα κι έφερα το ούζο κι έκοψα ντομάτα με λίγο τυράκι.
- Πέρασα να σας αποχαιρετήσω, είπε ο κυρ-Αγγελής.
- Φεύγεις, ακόμα δεν ήρθες; διαμαρτυρήθηκε ο Μπαρμπαμήτσος.
- Είναι καιρός!
Τσουγκρίσαμε και ήπιαμε. Μιλήσαμε για το ένα και τ' άλλο, ξανατσουγκρίσαμε, ξαναήπιαμε, ξανατσιμπήσαμε και λίγο τυρί με ντομάτα...
- Πολύ καλό το ούζο, διαπίστωσε ο κυρ-Αγγελής.
- Απ' τα καλύτερα της Μυτιλήνης, τον πληροφόρησα.
- Α, το κατάλαβα. Ωραιότατο νησί η Μυτιλήνη...
Το μπουκάλι άδειασε. Σηκώθηκε ο κυρ-Αγγελής, μας κοίταξε έναν-έναν στα μάτια, κοίταξε μια και πίσω του και είπε με επισημότητα...
- Εις το επανιδείν, αγαπητοί μου!
- Εις το επανιδείν, επαναλάβαμε κι εμείς.
- Αλλά… για σταθείτε μια στιγμή!
Έχωσε ο κυρ-Αγγελής το χέρι στην άλλη τσέπη του παντελονιού του κι έβγαλε μια φωτογραφική μηχανή. Στην άλλη, ως γνωστόν, είχε πάντα το φακό του.
- Λοιπόν, χαμογελάστε! μας διέταξε.
Χαμογελάσαμε για χάρη της φωτογραφίας, όση ώρα χρειάστηκε ο κυρ-Αγγελής να την τραβήξει. Μας αποχαιρέτησε μερικές φορές ακόμα, είπε και ξανάπε ότι η φωτογραφία θα αποσταλεί και έφυγε τρεχάτος όπως ήρθε.
Τα ξεφωνητά από το γιαλό δεν έπαψαν στιγμή. Οι γάτες, πάλι πεινασμένες, μας έφερναν γύρω-γύρω νιαουρίζοντας παρακλητικά. Ο πετεινός έδωσε ένα σάλτο κι ανέβηκε στα πόδια του Μπαρμπαμήτσου.
- Πεινάς κι εσύ, πετεινέ; τον ρώτησε ο γέρος.
Ο πετεινός κορδώθηκε και λάλησε μέσα στ' αφτί του.
- Τα βλέπεις, Μπαρμπαμήτσο; Να γιατί δεν ακούς τόσο καλά! του είπα γελώντας.
- Δε φταίει ο πετεινός! Ο καιρός είναι που με κουφαίνει, όλο και πιο πολύ. Ο πετεινός από αγάπη το κάνει ο κακομοίρης.
- Κι ο καιρός από τι, δηλαδή;
- Χμ, ο καιρός! Ο καιρός από συμφέρον πάντα. Δεν θέλει και πολύ μυαλό.
Έβαλε τα γέλια η κοπέλα, γέλασε κι ο Μπαρμπαμήτσος και σηκώθηκε να ξαναπάει στο κουβαριασμένο δίχτυ του να ξαπλώσει. Τον πήρε αμέσως ο ύπνος. Οι σφήκες βούιζαν από τη δίψα και τα τζιτζίκια τζιτζίριζαν του σκοτωμού, βυζαίνοντας τις μουριές.
- Πάμε να κολυμπήσουμε; τη ρώτησα.
- Πάμε! φώναξε και πετάχτηκε με μιας από τον πάγκο.
Με τόση ζέστη, δεν θα απορούσα καθόλου αν άφηνε ένα υγρό αποτύπωμα ιδρώτα στο σημείο που καθόταν. Όμως, ήταν ένα μεγάλο άθικτο τσαμπί ροδίτη στη θέση της στον πάγκο. Το είχε κλαδέψει ο Μπαρμπαμήτσος πρωί-πρωί απ' την κληματαριά. Ήταν ανεξήγητο…
- Για στάσου, κάτσε μια στιγμούλα, της είπα και την τράβηξα πίσω στη θέση της.
- Μα τι συμβαίνει; με ρώτησε και κάθησε απρόθυμα.
- Να, έλεγα...
Δεν πρόλαβα να πω τίποτα. Πετάχτηκε πάνω κι έβαλε τις φωνές...
- Τι έπαθες; ρώτησα δήθεν αθώα.
- Πού βρέθηκε αυτό εδώ; είπε δείχνοντας το λιωμένο σταφύλι στον πάγκο κι έβαλε πίσω το χέρι να πιάσει για επιβεβαίωση το μουσκεμένο φόρεμά της.
Κραύγασε απ' τον πόνο έξαφνα, χλόμιασε με μιας. Για κακή της τύχη, την είχε τσιμπήσει μια απο το σμήνος τις σφήκες που έσπευσαν να χαρούν το γεγονός. Α, όχι, δεν θα ήθελα να ήμουν νεράιδα, σκέφτηκα. Σήκωσα ψηλά τη φούστα της κι είδα το σημαδάκι, ρόδινο και στρογγυλό. Δάγκωσε τα χείλη της. Ο Μπαρμπαμήτσος συνέχισε να κοιμάται στο κουβαριασμένο δίχτυ. Πήρα λίγο χώμα, το έφτυσα μερικές φορές και το έβαλα πάνω στο σημαδάκι της τσιμπηματιάς. Μου είχαν πει πως κάνει καλό. Της είπα κι εγώ ότι κάνει καλό κι έδειξε να νιώθει κάποια ανακούφιση.
Τελικά, κολυμπήσαμε. Μετά το κολύμπι ο ήλιος ήταν όλο ευγένειες κι αβρότητες, διέστελνε τις ματιές, παράτεινε τα χάδια και τα όνειρα… κόλλαγε η άμμος στο κορμί μας, ναρκωνόμασταν απ' την αιγαιοπελαγίτικη άλμη, που έδινε και μια σπάνια γεύση στα φιλιά... Δεν μπορούσα όμως να καταλάβω. Τη ρώτησα ψιθυριστά στ' αφτί...
- Γλυκιά μου νεραϊδίτσα, μ' ακούς;
- Μμ...!
- Πες κάτι!
- Κάτι; Τι κάτι;
- Ό,τι θέλεις, για σένα, πες για τα... παιδικά σου χρόνια.
- Α, για τα παιδικά χρόνια μιας... νεράιδας. Κάποτε, λες, ήμουν παιδάκι και τώρα μεγάλη. Πόσο δηλαδή μεγάλη τώρα;
- Υπολογίζω πως είσαι γύρω στα...
- Αστο καλύτερα. Δεν ξέρω τι θα έλεγες, αλλά μπορεί και τόσο... Μη μου βάζεις ιδέες!
- Δεν σε καταλαβαίνω.
- Γι' αυτό κι εγώ δεν ήθελα να σε κουράσω με τέτοια.
- Κούρασε με, δεν πειράζει.
- Κοίτα να δεις, το μόνο που ξέρω είναι ότι νιώθω πια κάπως αλλιώτικη. Δεν μ' αλλάζουν τα χρόνια κι οι καιροί. Μόνο η βιασύνη μ' αλλάζει κι οι ανικανοποίητες επιθυμίες. Και νιώθω τότε πιο υλική, όλο και πιο φθαρτή, και μυρίζω μια ανυπόφορη μυρωδιά οξείδωσης στον αέρα που εισπνέω. Αυτή δηλαδή που εισπνέεις κι εσύ…
- Δεν την έχω αισθανθεί ποτέ.
- Πώς να την αισθανθείς; Πάντα έτσι ήταν… με τι να τη συγκρίνεις;
- Θες να πεις ότι τότε αλλάζει κάτι στον... αέρα;
- Ο αέρας είναι πάντα ο αέρας. Αν όμως δεν υπήρχε αυτή τη μυρωδιά, που έτσι κι αλλιώς δεν τη μυρίζεις, τότε θα κινδύνευες να δηλητηριαστείς από την εισπνοή κι αυτής της πελαγίσιας αύρας.
- Μου φαίνεται παράλογο, μα ευτυχώς αν είναι έτσι.
- Για μένα όμως είναι αλλιώς. Γίνομαι τόσο βαριά τότε... τόσο υλική…
- Όπως όταν ξανακάθησες στο σταφύλι...
- Έτσι κατάλαβα… ανυπομονούσα να έρθουμε για κολύμπι. Ο αέρας βρώμησε κλούβιο αυγό, κόντεψα να πνιγώ.
- Α, δεν κάνεις για τη ζωή της πόλης εσύ. Μα για τα παιδικά σου χρόνια δεν είπες τίποτα.
- Δεν ξέρω τι...
- Δεν ξέρεις;
- Ειλικρινά, δεν πάει ο νους μου.
- Εννοείς πως δεν θυμάσαι;
- Όχι, δεν είναι αυτό. Απλώς, δεν έχω σχέση μ' αυτά τα πράγματα... Είναι τόσο εξωπραγματικά. Άλλωστε, γι' αυτό είναι και τόσο πρακτικά στην καθημερινότητα. Μια πρακτική σχέση είναι, ούτως ή άλλως, εξωπραγματική. Μια σχέση χωρίς ψυχή δεν την θεωρούν άψυχη, μα λειτουργική. Και πώς να ξεχωρίσεις εκείνο που διαρκεί μια ζωή από εκείνο που μόλις μια στιγμή; Υπάρχει αληθινό κριτήριο; Το μόνο που μπορείς να πεις είναι η μνήμη, όχι τι ζω, αλλά τι θυμάμαι...
- Ε, ναι, δεν είναι και πολύ αξιόπιστο κριτήριο. Πολύ ρευστό και υποκειμενικό...
- Δεν αρκεί αυτό για να με τοποθετήσει κάπου, κάπου στο χώρο και το χρόνο. Και τι θυμάσαι εσύ; Θυμάσαι μήπως πόσο καιρό με ξέρεις και σε ξέρω;
- Έτσι νομίζω. Εσύ τι λες;
- Ναι, θυμάσαι. θυμάσαι αυτά που νομίζεις, αυτά που νομίζουν όλοι ότι θυμούνται. Κι επειδή έτσι νομίζουν όλοι, δεν διστάζεις κι εσύ να κομματιάζεις το χρόνο, όσο το ζητούν οι φυσικοί σου περιορισμοί. Όμως, ο χρόνος δεν είναι ένα καρβέλι ψωμί ή ένα πεπόνι, να κόβεις φέτες. Δεν μένει πια ίδιος. Κι έτσι μπορείς, λοιπόν, να διακρίνεις το ονειρικό απ' το πραγματικό, το υποκειμενικό απ' το αντικειμενικό, το παρόν απ' το παρελθόν ή το μέλλον, ακόμα και την ύπαρξη απ' την ανυπαρξία. Είναι αστείο...
Γύρισε το βλέμμα της στο πέλαγος βαθιά, σα να χαμογελούσε, όσο εγώ έσπαγα το κεφάλι μου να θυμηθώ πού τα ήξερα τα λόγια της. Τα ήξερα από πριν, κι όταν την άκουγα, ήξερα τι θα 'λεγε μετά, σα να ήταν η σκέψη μου στα χείλη της. Γύρισε πάλι και με κοίταξε στα μάτια, με εκείνη την καλαίσθητη παιχνιδιάρικη σοβαρότητα, που όλο και πιο σπάνια συναντάς σήμερα...
- Δεν έχει να κάνει ο χρόνος με ηλικίες. Είναι ειδωλολάτρισσα η συνείδηση, τον βεβηλώνει το χρόνο, κάθε στιγμή...
Ήταν ξανά τα λόγια της μέσα στη σκέψη μου και μου φαίνονταν τα θυμόμουν. Της πρότεινα να ξαναβουτήξουμε στη θάλασσα. Είχε ήδη βουτήξει και την ακολούθησα. Η πολύτονη σιωπή του νερού έπλεε μαζί μας, ξυστά στις κροκάλες του βυθού, ένας παρατεταμένος συριγμός κι ένα γιγάντιο φωτεινό δίχτυ που είχε ρίξει ο ήλιος να μας ψαρέψει. Μα όλο ξεγλιστρούσαμε και πετούσαμε πάνω το κεφάλι να ρουφήξουμε αέρα. Κι ήταν ο χρόνος μας απλά διαστήματα ανάμεσα στις εισπνοές κι ανάμεσα στις εκπνοές μέσα κι έξω απ' το νερό. Αν είχαν τα πνευμόνια μου άλλες διαστάσεις, θα είχε κι ο χρόνος μου άλλες. Αλλά ποτέ δεν θα το ήξερα. Για κείνη, όμως, δεν θα άλλαζε τίποτα. Την έβλεπα που έφευγε όλο και μακρύτερα. Μπήκε μέσα στην πρασινωπή καταχνιά του βυθού και κάθησε σ' ένα μεγάλο χαλί από φύκια. Τα μαλλιά της ανέμιζαν σα να φυσούσε. Μου μιλούσε μα δεν την άκουγα, μπορεί να μου έλεγε επιτέλους για τα παιδικά της χρόνια. Ένα σμάρι ψαράκια έκαναν βόλτες γύρω της. Ήταν σαν μερικά χρόνια πριν και πάλι... όσα συνέβαιναν αυτή τη στιγμή.
Μερικά χρόνια πριν, ίδια εποχή, είχε προσγειωθεί ένα ελικόπτερο στην ακτή. Περνούσε τυχαία και τότε. Οι λουόμενοι όλοι μαζί τού έκαναν σινιάλο και το υποχρέωσαν να κατέβει. Πετάχτηκαν έξω δύο νοσοκόμοι ασπροντυμένοι κι έτρεξαν μ' ένα φορείο στον κύκλο που είχε σχηματίσει ο κόσμος. Στο κέντρο του κύκλου ένα σεντόνι σκέπαζε μια κοπέλα γυμνή. Σήκωσαν το σεντόνι λίγο… δεν ανάσαινε, μα το στόμα της μισάνοιχτο, σαν κάτι να έλεγε. Τη μετέφεραν αμέσως στο ελικόπτερο κι απογειώθηκαν. Ο κόσμος όλος παρακολουθούσε, μέχρι που το ελικόπτερο κρύφτηκε πίσω απ' την ψηλή βουνοκορφή.
Το γεγονός με τον καιρό ξεχάστηκε κι όλοι συνέχισαν το έργο τους στην παραλία. Κάπου οι μισοί δηλαδή ξάπλωσαν στην άμμο κι οι υπόλοιποι μπήκαν στο νερό. Τα μικρά παιδιά βολεύτηκαν ανάμεσα στην άμμο και το νερό. Ήταν όμως κι ένα παιδάκι που πήρε το μονοπάτι κατά το βουνό. Ξεμάκρυνε μονάχο του και χάθηκε, χωρίς να τ' αναζητήσει κανείς. Όταν γύρισε πίσω, βαστούσε στην αγκαλιά του ένα σκουριασμένο κλουβάκι. Πήγε σ' ένα βράχο στην άκρη του όρμου, όπου είχε αφημένη την πετονιά του απ' την τελευταία φορά που ψάρευε. Ούτε δόλωμα, αλλά ούτε αγκίστρι και βαρίδι είχε μείνει. Έπιασε κι έδεσε στην άκρη της πετονιάς το άδειο σκουριασμένο κλουβάκι και το πέταξε στη θάλασσα, όσο πιο μακριά μπορούσε. Κάθησε μετά σε μια πέτρα και περίμενε. Περίμενε υπομονετικά, ώσπου λίγο-λίγο γέρασε, άσπρισαν τα μαλλιά του κι όλοι πια το φωνάζανε μπάρμπα...
Όταν άρχισε να χαλάει ο καιρός, έφυγαν οι παραθεριστές κι έμεινε μόνος στο γιαλό ο Μπαρμπαμήτσος με την πετονιά του. Ο ουρανός έφραξε από μαύρα βαριά σύννεφα, φούσκωσε η θάλασσα, μελάνιασε. Αγρια θάλασσα κι απότομη. Αρχισε να βρέχει. Ο Μπαρμπαμήτσος έδεσε θηλειά την πετονιά σ' ένα σουβλερό βραχάκι δίπλα του και πήγε να καλυφτεί σε μια καλαμένια καλύβα παραπάνω, που ο ίδιος την είχε φτιάξει κάποτε. Παρατηρούσε από κει την αγριεμένη θάλασσα υπομονετικά, όταν ξαφνικά πίσω απ' το βορεινό κάβο είδε να ξεμυτίζει ένα μεγάλο ιστιοφόρο. Τρόμαξε κι έκανε το σταυρό του. Πού βρέθηκε τέτοιο καράβι, δεν πίστευε στα μάτια του! Και σα να μην έφτανε αυτό, εμφανίστηκε κι ένα δεύτερο ολόιδιο. Τα είχε χάσει ο Μπαρμπαμήτσος. Σκέφτηκε πως αν τα έλεγε αυτά, κανένας δεν θα τον πίστευε. Έρχονταν προς τα έξω τα καράβια, με χίλια ζόρια μέσ' απ' τα θεόρατα κύματα και κατευθύνονταν προς το μακρόστενο βουναλάκι του όρμου, που ήταν αποκομμένο απ' την υπόλοιπη ακτή. Το βουναλάκι σχημάτιζε μια αγκάλη κι ένα αρκετά ασφαλές λιμανάκι, όπου έκοβε ο άνεμος και το κύμα. Τα δυο μεγάλα ιστιοφόρα πλησίασαν και μπήκαν στο λιμανάκι. Κίνησε κι ο Μπαρμπαμήτσος κατά κει, παρά τη βροχή και το φόβο που ένιωθε. Ήταν η περιέργεια που του έδωσε θάρρος. Από το πρώτο σκάφος πήδηξαν έξω δυο άτομα και, μόλις τον είδαν, έκαναν κι αυτοί προς το μέρος του. Ήταν λες αρματωμένοι, δεν έμοιαζαν όμως πειρατές. Ο πρώτος σήκωσε το χέρι ψηλά και φώναξε από απόσταση στον Μπαρμπαμήτσο...
- Homo, quid est hic;
Ο Μπαρμπαμήτσος δεν κατάλαβε. Σήκωσε κι αυτός το χέρι και θεώρησε σωστό να κάνει και μια υπόκλιση.
- Ubi sumus; ρώτησε ο δεύτερος.
Ο Μπαρμπαμήτσος πάλι δεν κατάλαβε, μα δεν ξανάκανε υπόκλιση. Είπε μόνο...
- Δεν καταλαβαίνω, να με συμπαθάτε!
- A Byzantio venimus. Quid est hic; επέμεινε ο πρώτος, δείχνοντας την άμμο στα πόδια του.
Έδειξε κι ο Μπαρμπαμήτσος την άμμο κι ύστερα έδειξε πέρα στο πέλαγος, λέγοντας...
- Αλλού, αλλού!
Δεν προχώρησε η κουβέντα, αλλά σε λίγο ήρθαν κι άλλοι απ' τα καράβια, που μερικοί μιλούσαν κάπως τη γλώσσα του γέρου και κατάφεραν τελικά να συνεννοηθούν. Τους είπε ο Μπαρμπαμήτσος ότι βρίσκονταν στο Λιμιώνα κι εκείνοι του εξήγησαν ότι έρχονταν από την Κωνσταντινούπολη και πήγαιναν για τους Αγίους Τόπους να βρουν τον Τίμιο Σταυρό. Η φουρτούνα τους είχε αναγκάσει να αναζητήσουν επειγόντως καταφύγιο και βρέθηκαν εκεί. Μαζί ήταν, λέει, κι η ίδια η αυτοκρατόρισσα, όμως δεν βγήκε απ' το καράβι. Πάντως, έδωσε αμέσως διαταγή να χτιστεί εκεί στην ακτή μια εκκλησία, μια μικρή Αγια-Σοφία.
Την άλλη μέρα έφτιαξε ο καιρός κι οι Βυζαντινοί τεχνίτες στρώθηκαν στη δουλειά. Πήραν μυρωδιά και μερικοί τσοπάνηδες και μαζεύτηκαν από τα γύρω βουνά, για να θαυμάσουν την τέχνη εκείνων των μαστόρων, όπως σκάλιζαν την πέτρα και το μάρμαρο, όπως δούλευαν το ξύλο κι έχυναν το μολύβι. Η θέση της εκκλησούλας ήταν απέναντι στην αυλή του Μπαρμπαμήτσου, στην άλλη όχθη της ρεματιάς, ανάμεσα σε πανύψηλες βελανιδιές και πουρνάρια. Ο γέρος παρακολουθούσε το έργο από την αυλή του, καθισμένος σ' ένα καρεκλάκι και παίζοντας μακάρια το κομπολόι του. Απ' το πρωί ως το βράδυ, δεν ξεκόλλαγε τα μάτια του από κει κι άλλο τίποτε δεν τον ένοιαζε. Απ' την τόσο μεγάλη του αφοσίωση, όμως, δεν πρόλαβε και την αλεπού που σε ανύποπτο χρόνο τού έφαγε όλες τις χαϊδεμένες κότες του, οχτώ κότες, κι ήταν η μια καλύτερη απ' την άλλη. Ο μόνος που τη γλίτωσε ήταν ο πετεινός, αλλά έμεινε μόνος. Ο Μπαρμπαμήτσος ήταν απαρηγόρητος, τον λυπήθηκαν οι Βυζαντινοί κι ένας τον ρώτησε...
- Πόσο καιρό χρειάζεται ένας πετεινός να βρει ταίρι εδωπέρα;
- Δεν πρόκειται να βρει, αν δεν του βρούμε! απάντησε ο Μπαρμπαμήτσος ξερά.
- Εμείς έχουμε μερικές κότες μαζί μας. Θα πάω να μιλήσω στην αυτοκρατόρισσα, είπε ο Βυζαντινός και τράβηξε αμέσως για το καράβι.
Μετά από λίγο γύρισε εκείνος ο συμπονετικός Βυζαντινός, κρατώντας στα χέρια του μια τρομαγμένη πετρωτή κότα, που αναστάτωσε τον τόπο με τα κακαρίσματά της...
- Ορίστε, Μπαρμπαμήτσο, σου τη χαρίζει η αυτοκρατόρισσα.
- Χίλια ευχαριστώ, πες της, χίλια ευχαριστώ! Δάκρυσε ο γέρος απ' τη χαρά του.
Ήρθαν αργότερα στην αυλή κι άλλοι απ' τα καράβια, για να τον αποχαιρετήσουν. Η εκκλησούλα ήταν έτοιμη, μικρή αλλά εφτάπυλη. Βέβαια, έλειπε ο παπάς, μα θα βρισκόταν κάποτε κι αυτός. Λένε, πάντως, από κείνα τα χρόνια, ότι η αυτοκρατόρισσα άφησε εκεί ένα γραμματικό της για να γίνει παπάς, άφησε και μισή ντουζίνα χτιστάδες για να φτιάξουν χωριό παραπάνω. Κίνησαν λοιπόν κι οι τελευταίοι Βυζαντινοί για τα καράβια κι ο Μπαρμπαμήτσος τους ακολούθησε ως το λιμανάκι. Του είπε εκεί ένας αξιωματούχος ότι μ' αυτή την εκκλησούλα συμπληρώνονταν 999 εκκλησούλες που χτίστηκαν με εντολή της αυτοκρατόρισσας σ' εκείνο το μακρύ κι ατέλειωτο ταξίδι, και συνέχισε...
- Αν χρειαστεί κάπου να προσαράξουμε και πάλι, θα συμπληρωθεί μια χιλιάδα εκκλησούλες.
- Κατάλαβα, είπε ο Μπαρμπαμήτσος, στη Χιλιαδού θα πιάσετε μετά.
- Πού το ξέρεις, Μπαρμπαμήτσο;
- Το λέει το όνομα, δεν είναι τυχαίο, θα χτίσετε εκεί μια ακόμη εκκλησούλα και θα συμπηρωθεί μια χιλιάδα.
Αφού ξαναχαιρετήθηκαν και του έταξαν οι Βυζαντινοί να ξανανταμώσουν, επιβιβάστηκαν στα πλοία και σάλπαραν. Ήταν όλο γλύκα τώρα ο καιρός. Ξανοίχτηκαν με χάρη στο πέλαγος, κι ο Μπαρμπαμήτσος, με σηκωμένο το χέρι, φώναζε απ' την ακτή: με το καλό, να ξανάρθετε, να ξανάρθετε με το καλό!
Όταν χάθηκαν τα πλεούμενα κατά τα νοτιοανατολικά, γύρισε κι ο γέρος στο κονάκι του να ξαποστάσει. Περνούσε ο καιρός, άλλοτε με καλοσύνη κι άλλοτε όχι. Κι ήρθε κάποτε μια φοβερή κακοκαιρία, που όμοιά της δεν ξαναϋπήρξε. Έβρεχε ακατάπαυστα μέρα-νύχτα κι οι κεραυνοί έπεφταν ο ένας μετά τον άλλο. Πλημμύρισε όλος ο τόπος, το ρέμα όλο φούσκωνε και φάρδαινε, παρασέρνοντας τα πάντα με την ορμή του. Ούτε κι εκείνη η εφτάπυλη εκκλησούλα τη γλίτωσε. Όχι πως δεν ήταν γερά χτισμένη, ήταν και παραήταν. Μόνο που έφυγε όλη η γης από κάτω της και σώριασε η εκκλησούλα. Σκόρπισαν οι πέτρες, πάνε τα μάρμαρα κι οι μολυβένιοι τρούλοι, δεν έμεινε τίποτα. Τα πήρε όλα το ρέμα και τ' απόθεσε κάτω στο γιαλό, μπαζώνοντας κι όλο εκείνο το τμήμα της θάλασσας ανάμεσα στο μακρόστενο βουναλάκι και στην ακτή.
Ήρθε κι ο καιρός που έμελλε να πάψει η βροχή. Ο ήλιος κάθε μέρα δεν έκανε άλλο απ' το να στεγνώνει τον τόπο. Κι ερχόταν ο κόσμος, όλο και πιο πολύς. Βέβαια, οι παραθεριστές δεν μπορούσαν να υποψιαστούν πόσα είχαν γίνει σ' εκείνη την ερημιά. Ήταν μονίμως ξένοιαστοι και μετρούσαν με αγωνία τις μέρες του καλοκαιριού, καθώς περνούσαν βιαστικά. Μια από εκείνες τις μέρες προσγειώθηκε ξανά στην αμμουδιά ένα ελικόπτερο, κάνοντας έξαλλη την άμμο. Όλοι μαζεύτηκαν γύρω του και είδαν να βγαίνει μια άγνωστη κοπέλα με τη βοήθεια δύο νοσοκόμων, που τη συνόδεψαν ως λίγο παραπέρα κι είπαν στον κόσμο ότι είχε γίνει λάθος, η κοπέλα ήταν ζωντανή και υγιής. Χαιρέτησαν κι οι δυο τους χαμογελώντας, μπήκαν στο ελικόπτερο κι απογειώθηκαν.
Ύστερα συνεχίστηκε η γνωστή ιστορία με τους μισούς στο νερό, τους μισούς στην άμμο και τα παιδιά ανάμεσα στο νερό και την άμμο. Εγώ ξανατίναξα το κεφάλι πάνω απ' το νερό να ρουφήξω με λαιμαργία ακόμα λίγο οξυγόνο. Η νεραϊδίτσα ήταν ξεχασμένη στον ίσκιο ενός αμφίβιου βράχου. Όταν, μια απ' τις πολλές που με είδε να βγάζω το κεφάλι, σήκωσε το χέρι και μου έγνεψε να πάω κοντά της. Βγήκα και πηδούσα σαν ακρίδα στη ζεματιστή άμμο που μας χώριζε. Την αγκάλιασα στον ίσκιο του αμφίβιου βράχου και μείναμε έτσι. Λίγο παραπέρα, ο Μπαρμπαμήτσος μάζευε την πετονιά του. Κάπου πίσω μας, κάποιοι μετρούσαν κέρματα ή μάλλον έπαιζαν με κέρματα και τα κουδούνιζαν εκνευριστικά. Έγειρα κι ακούμπησα το μάγουλό μου στο γλουτό της. Οι πόροι στο δέρμα τη, από τόσο κοντά που τους κοίταζα, μου θύμιζαν κουτοπόνηρη διαφημιστική καμπάνια. Ένα βοτσαλάκι έκανε αισθητή την ταπεινή παρουσία του μέσα από την αυξανόμενη ενόχληση στο πλευρό της. Μετακίνησε λίγο το γοφό της κι ένα δροσερό αεράκι πήγε να κάνει τσουλήθρα στη ράχη της. Οόπ, έκανε τ' αεράκι, καθώς γλίστρησε άγαρμπα κι έπεσε πρόωρα. Το πήρα στις δυο μου χούφτες και το ξανανέβασα στον ώμο της. Εκείνη, ίσως για να δώσει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, φλετούρισε αυτόματα τον ώμο της, μα το αεράκι κατάφερε να ισορροπήσει και να επιχειρήσει μια πιο επιτυχημένη τσουλήθρα. Χαμογελούσε τότε, χαμογελούσε αιθέρια, αφημένη για πάντα μέσ' στην αγκαλιά μου. Φιλούσα το χαμόγελό της στην άκρη στα χείλη της μια ολόκληρη ζωή. Χαμογελούσε και την έπνιγα στα φιλιά. Μόνο από φιλιά θα μπορούσε στ' αλήθεια να πνιγεί, να ξεψυχήσει σα να ήταν το πιο απίστευτο ψέμα. Κι άρχισε τ' αηδόνι της πλατανιάς να μοιρολογεί στην κατάλληλη ώρα, ένα πολύ μακρύ μοιρολόι και τόσο επίμονο που όλα τα ζωντανά και τ' άψυχα υπόκυψαν στο μάγεμα και ζήλεψαν το θάνατό τους.
Δεν άλλαξε όμως τίποτε εκείνο το απόγευμα, αν κι ο τόπος γέμισε απουσίες, άλλες ορατές κι άλλες αόρατες. Ο Μπαρμπαμήτσος μάζεψε επιτέλους την πετονιά του και στην άκρη της δεν υπήρχε ούτε ψάρι ούτε αγκίστρι ούτε κι ένα σκουριασμένο κλουβάκι. Έτσι, αντίκρισα πρώτη φορά την απουσία ενός σκουριασμένου κλουβιού, ολοζώντανη. Την έσερνε ο γέρος προς το μέρος μου, καθώς με πλησίαζε, αλλά όπως ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του, δεν πρόσεχε μπροστά του και σκόνταψε δίπλα μου, στην πνιγμένη νεράιδα. Τότε με κοίταξε με έκπληξη και δικαιολογήθηκε ότι τον χτύπησε ο ήλιος. Την ίδια στιγμή, ένιωσε ένοχος ο ήλιος, αν και ήξερε πως δεν έφταιγε. και, δύοντας απροειδοποίητα, μουρμούρισε: αν με ξαναδείτε, να με φτύσετε! Ναι, να με φτύσετε!
Στο ασημένιο βραδάκι του γιαλού συνάχτηκαν ύστερα τα σμήνη οι σκνίπες και τα κουνούπια. Το αηδόνι της πλατανιάς με το ταίρι του άρχισαν το κυνήγι, δίνοντας προσωρινά το λόγο στα τριζόνια, ενώ η νεραϊδίτσα η πνιγμένη δεν έκανε άλλο από το να μαζεύει το σάλιο της σε μια λακκουβίτσα στην άμμο, για να φτύσει τον ήλιο το πρωί, όταν μάλλον θα έβγαινε ξανά και θα… έβγαινε ψεύτης. Τράβηξε ο Μπαρμπαμήτσος μια μοναχική βόλτα ως την άλλη άκρη της αμμουδιάς, σα για να επιθεωρήσει, κι ήρθε πάλι πίσω αιωρούμενος στ' ανάλαφρο θερμό σκοτάδι. Δίπλα μου σκόνταψε και πάλι. Δεν δικαιολογήθηκε βέβαια ότι τον χτύπησε πάλι ο ήλιος, μα ούτε κι ότι έφταιγε η σκοτεινιά...
- Κάτι υπάρχει εδώ χάμω! διαπίστωσε και μου έδειξε την πνιγμένη νεράιδα.
- Ναι, είναι μια νεράιδα πνιγμένη, πνιγμένη από φιλιά! του είπα κι ο γέρος έσκασε στα γέλια και στο βήχα...
- Νεράιδα πνιγμένη από φιλιά; Αυτά δεν γίνονται στον καιρό μας.
- Στο δικό της όμως τον καιρό;
- Α, ναι! Στο δικό της μπορεί... Αλλά στο δικό μας αυτά δεν γίνονται, δεν πνίγεται κανείς σήμερα από φιλιά!
Δεν συνεχίσαμε την κουβέντα, είχε περάσει η ώρα και κινήσαμε για το σπίτι. Όσο πηγαίναμε, σκυφτοί κι αμίλητοι, αναρωτιόμουν μήπως ήμουν ακόμα στον καιρό της νεράιδας, μήπως ήμουν ακόμα μέσα στον ύπνο της, μήπως με γέλασε η νεράιδα και συνέχιζε να είναι σε δυο μεριές και τώρα... Φαινόταν πως είχε κι ο Μπαρμπαμήτσος τις σκέψεις και τις απορίες του, κι άμα φτάσαμε στην αυλή και καθήσαμε στον πάγκο, κάτω απ' το φεγγαρόφωτο και την κληματαριά, με ρώτησε με σιγανή φωνή, μην και τον ακούσει τάχα κανείς...
- Δε μου λες, μαντίλι είχε η νεράιδα;
- Δεν ξέρω...
- Δεν ξέρεις; Μόνο αν της πάρεις το μαντίλι, την κρατάς. Και μόνο αν το κάψεις, πεθαίνει. Δηλαδή δεν τη βλέπεις να πεθαίνει, γιατί γίνεται σκόνη, καπνός και χάνεται για πάντα. Αλλιώς...
- Αλλιώς τι;
- Αλλιώς δεν είναι νεράιδα.
- Και τι να ήταν εκείνη;
- Αν δεν ήταν νεράιδα, τι θα ήταν; Κανονική γυναίκα θα ήταν...
Συμφώνησα μαζί του. Ή ήταν νεράιδα ή δεν ήταν, λοιπόν. Είτε υπήρχε είτε δεν υπήρχε πια. Ένιωσα ανακουφισμένος απ' το ξεμπέρδεμα της σκέψης μου κι ανέβηκα να ξαπλώσω. Μα δεν με κόλλαγε ύπνος, γύριζε ο νους μου εδώ κι εκεί, σ' ένα σωρό πράγματα που φορές δεν ήξερα αν τα είχα φανταστεί ή τα είχα ζήσει. Θυμήθηκα τότε το κόκκινο μαντίλι, εκείνο το κόκκινο μαντίλι που βαστούσα έξω απ' το ξωκλήσι. Ποτέ δεν έμαθα πώς βρέθηκε στα χέρια μου... ή πώς χάθηκε απ' τα χέρια μου. Αποκοιμήθηκα...
4.
Μάντευα το πρωί, μάντευα όλα εκείνα που δεν χωρούσε η σκέψη μου στο χείλος του ωραίου γκρεμού, άκρη στο βουναλάκι της έρημης ακτής. Ήταν άγνωστες οι βουλές του Έρωτα, αδιάκοπο το ταξίδι των τυχαίων υποκειμένων στο μονόδρομο της μοναδικότητας. Ήταν άγνωστη κι η γλώσσα που μιλούσαμε ανέκαθεν, ανταλλάσσοντας όρκους και σκιρτήματα της ψυχής με αντικειμενικότητα. Δεν καταλάβαινα πια όλα εκείνα τα γράμματα τα ερωτικά, που κάποτε μου αποκάλυπταν το απόλυτο νόημα της ζωής. Πότε μαζεύτηκαν τόσα γράμματα, τόσοι φάκελοι γεμάτοι λόγια καθαγιασμένα, γεμάτοι αρώματα θαυματουργά, ανθάκια αποξηραμένα, κατακόκκινα φιλιά; Μ' ακολουθούσαν παντού, στοιβαγμένα μέσα σ' εκείνο το χαρτοκιβώτιο, όπου τα φύλαγα ευλαβικά. Κι είπα να τα πάρω μαζί μου, για στερνή φορά, ως εκεί στον ωραίο γκρεμό, ως εκεί στο όριο της μοίρας. Άφηνα από ψηλά έναν-έναν τους φακέλους, φτερούγιζαν στο κενό για λίγο και χάνονταν στην αφρισμένη θάλασσα που βρυχιόταν δεκάδες οργιές από κάτω. Τους πετούσα και πατούσα όλο πιο γερά στην ακρινή πέτρα του γκρεμού. Όλες οι γραφές ήταν μία, όλα τα συναισθήματα, οι συγκινήσεις, τα δάκρυα, οι μορφές, τα ονόματα, ήταν ίδια. Μια γυναίκα μόνο, ένα περίγραμμα μόνο, που σχεδίαζαν με φιλιά τα χείλη μου. Το αλάτι των αφρών, μια πάχνη ζεστή στο δέρμα της, κι ο αέρας με λίκνιζε στη μεσοκαλόκαιρη μέθη του ιδρώτα της, ριγώντας τα μάτια μου στον καθαρτικό ίλιγγο.
Αλλά πατούσα στέρεα στο χείλος του γκρεμού. Έβλεπα μια οπτασία που ήταν ο μόνος κι αγνός λόγος του έρωτα, όπως εκείνος ο ωραίος γκρεμός ήταν ο προαιώνιος λόγος του μικρού βουνού στη θάλασσα. Εκεί, στο χείλος του, τα βράχια έκοβαν σαν ξυράφια. Δεν ζύγωναν ούτε τα' αγκάθια, και διστακτικοί οι θάμνοι έμεναν ακόμα πιο πίσω, κι ακόμα μακρύτερα έμεναν τα πεύκα και οι κέδροι. Μόνο κάποια λουλουδάκια με λεπτούτσικο κοτσάνι τολμούσαν να έρθουν ως την άκρη κι έφερναν βολτούλες γύρω μου, σάμπως να ήταν τελείως τυφλά και διψασμένα για το αφρισμένο θαλασσόνερο από κάτω μας. Ήταν τ' αμάραντα με τ' άφθαρτα άνθη, που δεν ήξεραν το φόβο του θανάτου. Πώς μετρούσαν άραγε τη ζωή και πώς τρέμαν έτσι τα κορμάκια τους; Συλλογιζόμουν κι όλο κινούσα να φύγω, μα έμενα εκεί, ακίνητος, σαν από κάποιο χρέος δεμένος...
Μ' έλυσε ύστερα ένα δυνατό ξάφνιασμα, καθώς ένα πλήθος ψιλοπούλια ξεπετάχτηκαν όλα μαζί τσιρίζοντας μέσ' απ' τους θάμνους και τα δέντρα. Ακούστηκαν βήματα στο φρυγανισμένο χόρτο κι εμφανίστηκε τότε ο Μπαρμπαμήτσος. Δεν μπορούσα να φανταστώ τι λόγο μπορεί να είχε πια ο γέρος για ν' ανέβει μέχρι εδώ. Μόλις με είδε, σταμάτησε και με κοίταξε όλο απορία. Κρατούσε στο χέρι του ένα τσουβαλάκι που υποψιάστηκα τι περιείχε...
- Πολύ ξάκρισες! μου είπε πλησιάζοντας.
- Προσέχω...
- Κάποτε, άμα φουσκώνουν τα νερά, ήθελες βάρκα να έρθεις στο νησί.
- Ποιο νησί;
- Αυτό! Νησί το λέγαν τούτο το βουνό. Με τον καιρό και τις πλημμύρες ενώθηκε με την ακτή. Πάνε χρόνια...
- Γατάκια έχεις στο τσουβάλι, Μπαρμπαμήτσο; Πού τα πας;
Τα γατάκια νιαούριζαν μ' απόγνωση. Ο γέρος κούνησε το κεφάλι του κι είπε σα ν' απολογιόταν:
- Μα τι θέλουν και τα κάνουν οι ευλογημένες; Αφού τους μέλλεται να τα ρημάξει η πείνα... Τ' αφήνω ένα στη μάνα του! Αλλά τ' άλλα; Πού να χωρέσουν όλα εδώ στην ερημιά! Πιάσε μου εκείνη την πέτρα...
Έπιασα και του έδωσα την πέτρα που μου έδειξε. Ανοιξε το τσουβάλι και την έβαλε μέσα προσεκτικά, μήπως και τραυματίσει κανένα απ' τα νεογέννητα γατάκια. Τράβηξε ύστερα απ' την τσέπη του ένα σπαγγάκι κι έδεσε το τσουβάλι. Ήρθε πιο κοντά στην άκρη του γκρεμού, πήρε μερικές βαθιές ανάσες κι άφησε το τσουβάλι στο κενό. Έκανε μετά πολλές φορές το σταυρό του, χωρίς καθόλου να σηκώσει το βλέμμα του. Κι όπως κοιτούσε συνέχεια κάτω, πήρε το μάτι του ένα φάκελο παγιδευμένο ανάμεσα στ' αμάραντα του γκρεμού. Απόρησε...
- Ένας φάκελος! Πού βρέθηκε το γράμμα εκεί;
- Εγώ το πέταξα, πέταξα ένα κουτί φακέλους. Να, εδώ είναι και το κουτί.
Κοίταξε το άδειο κουτί με κάποια δυσπιστία και ξανάστρεψε το βλέμμα του στο φάκελο, τον έναν απ' τους τόσους που έτυχε να μείνει λίγο πιο κάτω απ' τα πόδια μας στον γκρεμό. Κι όσο μάλλον αναρωτιόταν ο Μπαρμπαμήτσος τι να έγραφε μέσα του ο φάκελος, εγώ αναρωτιόμουν τι κοινό να είχαν όλα εκείνα τα γράμματα με τα νεογέννητα γατάκια του. Προφανώς τίποτα, αλλά, μετά από αυτή τη σύμπτωση, τα συνέδεε εκείνος ο ωραίος γκρεμός. Μπορεί να ήταν μια έλξη μυστική που προϋπήρχε...
- Και γιατί δεν τα έκαιγες τα γράμματα, αν δεν τα ήθελες; Ήταν ανάγκη να τα πετάξεις στον γκρεμό;
- Μα ναι! είπα και σκέφτηκα να τον ρωτήσω αν ήταν ανάγκη να πετάξει στον γκρεμό τα γατάκια. Μα είχε κιόλας απαντήσει...
- Τα γατιά δεν είναι χαρτοφάκελα!
- Δεν μου πέρασε απ' το μυαλό...
Κάθησε ο γέρος σε μια πέτρα παραπίσω και βουβάθηκε για λίγο. Δεν τον ενόχλησα, νιώθοντας ότι κάτι πολύ σημαντικό τον απασχολούσε, ώσπου αποφάσισε να ξαναμιλήσει...
- Αχ, αυτός ο άτιμος ο τραπεζίτης! είπε κι έβαλε το δάχτυλο στο στόμα του και σκάλιζε.
- Πάμε κάτω να πάρεις μιαν ασπιρίνη, του πρότεινα.
Σηκώθηκε και φύγαμε. Θα έπαιρνε μιαν ασπιρίνη και θα του περνούσε κάπως ο πονόδοντος, θα τον ξεχνούσε. Αγνωστο ποιος θα ξεχνούσε ποιον... Πάντως, χρόνια τις φύλαγε τις ασπιρίνες στο συρτάρι, ίσως κι αυτός να ήταν πολύ σοβαρός λόγος για να παίρνει που και που καμιά. Πήρε, όμως, αρκετές και μόνο αργά τη νύχτα ένιωσε ανακούφιση και μπόρεσε να κοιμηθεί, ενώ εμένα μου ήρθε ξαφνικά η όρεξη να κάνω έναν περίπατο στο γιαλό.
Ήταν θεοσκότεινη εκείνη η νύχτα. ήταν το σκοτάδι απόλυτο, βαρύ και κολλώδες, πίσσα που λένε. Βάδιζα με τα χέρια απλωμένα μπροστά, σαν υπνοβάτης. Θα είχε πολύ σπουδαία δουλειά το φεγγάρι και δεν βγήκε καθόλου. Γιατί τις άλλες φορές που έβγαινε και περιόδευε από νωρίς στον ουρανό, φαινόταν απλά πως έπαιζε και σκότωνε την ώρα του. Κάποτε βιαζόταν τόσο, που στηνόταν ψηλά απ' το απομεσήμερο κι ανυπομονούσε ν' ανάψει. Μαζί του γινόμουν κι εγώ ανυπόμονος να το δω επιτέλους ν' ανάβει, μα έκανε παιχνίδια, ως να ξενοιαστώ. Κι ύστερα, με ξάφνιαζε λάμποντας, έριχνε κι ένα γελάκι πονηρό, σαν εκείνο των μικρών παιδιών που παραφύλαξαν και σ' άρπαξαν κάτι τόσο μα τόσο χρήσιμο, όπως ένα κλειδάκι, αυτοκινήτου ή σπιτιού δεν έχει σημασία, και σου το έθαψαν στην άμμο, για να ψάχνεις αγωνιωδώς και μάταια... Αλλοτε γίνονταν αυτά. Μέσ' στο απόλυτο σκοτάδι, όμως, όλα ήταν μονάχα υποψία. Υποπτευόμουν πως κάπου εκεί έστεκε ένας πλάτανος, κι άλλος πλάτανος πιο κάτω, και περαπέρα οι βατομουριές, δυο μεγάλες κοτρώνες, ένας φράχτης, μια λακκούβα, μια σειρά πικροδάφνες, μια ρεματιά, μια αμμουδιά, μια θάλασσα. Μια υποψία γης, όπου πατούσα, και το κάθε βήμα υποψία, το προηγούμενο και το επόμενο, και το πρόσωπο μια υποψία, το πρώτο πρόσωπο που χρησιμοποιούσα για να σκέφτομαι ή απλώς να υπάρχω, χωρίς να το σκέφτομαι. Γιατί πάντα υπήρχαν κάτι μικρά ασφαλή σημαδάκια στο δρόμο μου, που πάντα τ' αγνοούσα και μόνο τότε τ' ανακάλυπτα, ριψοκινδυνεύοντας τη χωμάτινη ισορροπία της ψυχής μου και το αιμοφιλικό παραλήρημα της ίριδας και του φλοίσβου. Το πρόσωπο δεν ήταν σημάδι του έξω κόσμου, μόνο των ονείρων κατακάθι μέσα στο πηχτό σκοτάδι, σκίρτημα ερωτικό χωρίς ταυτότητα, ο προσανατολισμός της μέλισσας και τ' αδέσποτα ρολόγια, ένας συνειρμικός θάνατος. Ήταν η ίδια άμμος που βούλιαζα το μεσημέρι, το ραντεβού μιας ολόκληρης ζωής, εκεί που κάποτε αναλύαμε το νόημα του έρωτα και περίσσευαν μόνο τα κόκαλά μας σκόρπια. Τα μαζεύαμε και τα βάφαμε χρωματιστά κι έμοιαζαν από μακριά σαν παιδική χαρά και λούνα παρκ, να παίζουν κάποτε εκεί τα μελλοντικά παιδιά κάποιων μεταλλαγμένων ασπονδύλων. Μπορούσαμε διαρκώς να λείπουμε, αλλά συνάμα να κρατάμε το πόστο μας με συνέπεια και πάθος. Το κρατούσαμε γερά το πόστο μας, το σφίγγαμε, το δαγκώναμε, το πατούσαμε. Και έτσι πάντα ξέραμε πού βρίσκεται...
Ίσως να συνήθισαν τα μάτια μου μέσα στο βαθύ σκοτάδι κι άρχισα πάλι να διακρίνω γνώριμες εικόνες, σχήματα και μορφές, διαθέσεις, κινήσεις, σκέψεις. Παλιά, παμπάλαια συνήθεια. Αμόλησαν ρίζες τα μάτια μου έξω, ρίζες με όσφρηση και βούληση. Κι η πέτρα και το νερό και η φωτιά ίδιες ρίζες είχαν, τις αμολούσαν και τις άφηναν, να πλέκονται σαν γόρδιοι δεσμοί δεμένες, να μη λύνονται ποτέ. Κι έρχονταν κάθε τόσο οι κατακτητές με τα πριόνια και τα κλαδευτήρια. Έσταζε της γης το αίμα, ως να στραγγίξει, για να γίνει η ταρίχευση του εφήμερου, μούμιες των ερώτων, βαλσαμωμένα χάδια και συναισθήματα, σαν άγρια ζωάκια του δάσους και σπάνια πουλιά. Σαν εκείνον το σταχτοτσικνιά, τον ερωδιό που ήρθε οιωνός να πει τη μοίρα μας την άχαρη. Πώς μας βρήκε άραγε εκεί, ένα παγωμένο μεσημέρι στη χιονισμένη ακτή; Ο περιστασιακός κυνηγός περίμενε ξυλιασμένες και πεινασμένες αγριόπαπιες, να πάει περήφανο μεζέ στους φίλους του. Τα καλιμάνια και τα ψαρόνια, ανήμπορα πια να πετάξουν, στρώμα στο χιόνι ξεψυχούσαν, απ' άκρη σ' άκρη του γιαλού. Κι ήρθε ο άμοιρος σταχτοτσικνιάς στο ραντεβού του. Το ίδιο του 'κανε του κυνηγού, αν και τους τσικνιάδες δεν τους τρώνε, μα είναι όμορφοι και σπάνιοι... Τα σκάγια βρήκαν το πουλί στα στήθια, όπως σηκωνόταν νηστικό από το κύμα. Πήγε κι έπεσε κοντά στα πόδια του κυνηγού, έτρεξα κι εγώ εκεί μόλις άκουσα την τουφεκιά. Ήταν ακόμα ζωντανό, το αίμα του έσταζε στο χιόνι, το παγωμένο βλέμμα του με κοίταξε γεμάτο θάνατο. ανατρίχιασα κι ίδρωσα μέσ' στην παγωνιά. Σταύρωσα τα χέρια μου σα να ήμουν στην εκκλησία, δεν μου ερχόταν στο μυαλό μια προσευχή, παρά μόνο επαναλαμβανόταν μέσα μου η φράση: δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα... Αφού κρέμασε το δίκαννο στον ώμο του ο περιστασιακός κυνηγός, έπιασε το νεκρό ερωδιό απ' τα πόδια κι απομακρύνθηκε σέρνοντάς τον μαζί του. Μου είχε πρωτύτερα εξηγήσει πως άθελά του τον χτύπησε, τάχα γιατί τον πέρασε για άλλο πουλί, φαγώσιμο... Κι έγινε εκείνος ο σταχτοτσικνιάς διακοσμητικό αντικείμενο, να επιδεικνύει νεκρός την ομορφιά του τη βαλσαμωμένη, βαστώντας μόνιμα στο ράμφος του ένα ξύλινο, φανταχτερά βαμμένο ψάρι, πιτσιλισμένο μυγοχέσματα...
Η ανατριχιαστική εικόνα της ιδιόκτητης ομορφιάς, η αηδιαστική εικόνα της ιδιόκτητης ευδαιμονίας. Έστηναν παγίδες πάντα οι κυνηγοί και παγίδευαν τα χρυσά δακτυλίδια του ήλιου, όταν τα χάριζε στις σάπιες άγκυρες, τις άχρηστες άγκυρες. Κι όλο μίκραινε ο έρωτας, ως να χαθεί, να σβήσει μαζί με τις μεγάλες μνήμες, τα μεγάλα όνειρα, τα μεγάλα ταξίδια. Όλα βυθίζονταν στο σκοτάδι και τη σιωπή, κι ακουγόταν κάποτε η βραχνιασμένη φωνή μιας μπουρούς ν' αναγγέλλει την καινούρια πλουμιστή πραμάτεια. Καινούριες μνήμες, καινούρια ταξίδια κι όνειρα φορτωμένα σ' ένα φοινικικό καράβι, που όργωνε τις θάλασσες και μυριζόταν από πολύ μακριά τις διψασμένες ανάσες των σκοτεινών ακτών. Στο δρόμο του μάγευε κι αυτές τις μάγισσες Σειρήνες, που ντύνονταν τη μορφή του γλάρου και το έπαιρναν απαρατήρητες στο κατόπι. Συχνά, όμως, το καράβι άφηνε δίχως προειδοποίηση τις ακτές και κινούσε έξαφνα γι' αλλού. Οι μαγεμένες Σειρήνες ξεχνιούνταν πίσω, δεν έβρισκαν ποτέ ξανά το δρόμο της επιστροφής, ούτε την πρώτη τους μορφή, στέκονταν μόνο στα πιο ξακρισμένα βράχια και γελούσαν απ' την απόγνωσή τους, γελούσαν...
Είχα ακούσει κι άλλοτε τους γλάρους να γελάνε έτσι μέσ' στη θεοσκότεινη νύχτα. Από ένστικτο βιάστηκα να φύγω κι έτρεξα να κλείσω τα παράθυρα του σπιτιού, σα για να μην προλάβει το γέλιο της απόγνωσης να μπει μέσα. Δεν ήξερα αν πρόλαβα. ήταν ορθάνοιχτα, όπως το φανταζόμουν, κι ο άνεμος χτυπούσε με μανία τα παντζούρια. Μόλις έκλεισα, έμοιαζαν να ησύχασαν όλα, δεν γελούσαν πια οι γλάροι σαν τρελοί. Μόνο το κύμα ακουγόταν, το ίδιο μέρα-νύχτα, χωρίς παύση, έτσι που ήταν σα να μην ακουγόταν... ή και σα να μην υπήρχε.
Δεν με ξύπνησε ο πετεινός το άλλο πρωί. Ξύπνησα από έναν τενεκέ που χτυπούσε ο Μπαρμπαμήτσος μ' ένα σφυρί, λίγο πριν το μεσημέρι. Αμα με είδε να κατεβαίνω, άφησε το σφυρί στον πάγκο, με κοίταξε καλά - καλά και είπε:
- Άργησες πολύ σήμερα! Ήπια μονάχος μου καφέ.
- Άργησα λίγο τη νύχτα...
- Μα πού πήγες μ' εκείνη την πίσσα;
- Δεν πήγα μακριά... μέχρι τη θάλασσα.
- Έβγαλε αέρα τη νύχτα, άκουγα πως χτυπούσαν τα παντζούρια στο ανώγι.
- Τ' άκουσα κι εγώ, γύρισα και τα 'κλεισα.
- Τα παντζούρια μην τ' αφήνεις ανοιχτά τη νύχτα.
- Πάντα τα κλείνω, αλλά θα τ' αστόχησα...
- Καλά, αστοχάω τόσα κι εγώ. Είχα, μια φορά που λες, βάλει στη φωτιά την κατσαρόλα και ξάπλωσα μια στάλα. Αποκοιμήθηκα. Μόλις σηκώθηκα, πάει, είπα, μου κόλλησαν τα μακαρόνια. Μα όταν ξεσκέπασα την κατσαρόλα, είδα πως είχα αστοχήσει να ρίξω μέσα τα μακαρόνια...
- Καλά, λοιπόν, που τ' αστόχησες...
- Ναι, αν τα είχα ρίξει, θα είχαν κολλήσει. Δεν είχε μείνει σταγόνα νερό.
- Κι άργησες και λιγάκι να κοιτάξεις την κατσαρόλα.
- Ε, άμα κοιμάσαι, δεν ξέρεις πόση ώρα περνάει. Αργά ή γρήγορα δεν έχει σημασία. Είδες που λένε καμιά φορά ότι αργά ή γρήγορα έτσι θα γίνει;
- Είναι που κοιμούνται;
- Όχι, γίνεται! απάντησε πολύ σοβαρά ο Μπαρμπαμήτσος.
Κι όλο πήγαινε σταθερά εκείνη η βάρκα που την έλεγε καιρό ο γέρος. Κι όπως άλλαζαν οι εποχές, ήρθε κι η εποχή που μεγάλωναν πιο γρήγορα τα νύχια και τα γένια. Εκείνη την εποχή, λίγο πέρα απ' την εκπνοή του κύματος, σχηματίζονταν στην άμμο, από τη μια άκρη της αμμουδιάς μέχρι την άλλη, τρεις γραμμές από φύκια κι όριζαν δύο διαδρόμους όμοιους, παράλληλους στο κύμα. Ήταν μια απίθανη συγκυρία, να συναντιέσαι εκεί και να ξανασυναντιέσαι όλο στο ίδιο σημείο, ή να χωρίζεις εκεί και να ξαναχωρίζεις. και να συνεχίζεις, γιατί δεν θα γινόταν αλλιώς. Έπαιζε και ξανάπαιζε ο ίδιος δίσκος στο πικάπ, αλλά μέσα από τη μοιραία φθορά πρόβαλλε πάντα κάτι ολοκαίνουργιο, που ούτε υπήρξε πριν κι ούτε θα ξαναϋπήρχε ποτέ...
- Μα πού πας λοιπόν; μου φώναξε η σκιά μου.
- Προς τα 'κει πάω.
- Α, κι εγώ προς τα 'κει. Μα δεν πάμε καλύτερα χώρια; Θα έχουμε έτσι πιο πολλές εμπειρίες ν' ανταλλάξουμε!
Πήραμε διαφορετικό διάδρομο στα φύκια, αλλά πηγαίναμε δίπλα-δίπλα. Στη χειρότερη περίπτωση, που δεν είχαμε κάτι άλλο να κάνουμε, σφιχταγκαλιαζόμασταν και κραυγάζαμε απ' το ξάφνιασμα του συναπαντήματος. Τραγουδούσαμε, με μια φωνή κι απαράλλαχτα, τα ίδια και τα ίδια, σαν τα μικρά τσιτσίνια, τα γκρίζα σουσουραδάκια με το μαύρο περιλαίμιο: κάπου σε ήξερα, κάπου σε ήξερα, κάπου σε ήξερα... Κι όταν ο ένας διάδρομος φάρδαινε, ο άλλος στένευε, και κάποτε, πολύ σπάνια, έσμιγαν κι ο ένας περνούσε μέσα από τον άλλον. Τα σχήματα μονάχα μάς συγκινούσαν, όχι πως δεν υπήρχε περιεχόμενο, μα ήταν τόσο κοινό, κοινότοπο και αυτονόητο, ακόμα κι αν αλλάζαμε διαδρόμους, ακόμα κι αν δεν ήμασταν εμείς. Κι αν αποφασίζαμε κάπου να σταθούμε λιγάκι, ήταν γιατί εκεί δεν υπήρχε κάποιος λόγος. Ξαπλώναμε μια στιγμούλα στο πλάι, προσποιούμενοι πως μας πλήγωσαν τα πόδια εκείνα τα ξερά τριβέλια που βρέθηκαν μπλεγμένα μέσα στα φύκια και τα σάπια πλατανόφυλλα. Μηχανικά τα σκορπίζαμε κι έσπαγε η μεσαία συνεχής γραμμή των διαδρόμων μας. Βρήκαμε πιο πέρα και μια τελείως φθαρμένη σχάρα μέσ' στην άμμο, τη βάλαμε ανάμεσά μας, στο κενό της γραμμής. Μια απέραντη θλίψη ήταν μια άδεια σκουριασμένη σχάρα στην άμμο. Λύσε το στήθος σου, της είπα, λύστο κι άστο πάνω σ' αυτή τη σχάρα, να μικρύνει η θλίψη, να το ψήσει ο ήλιος, να ξαλαφρώσει κι αυτός από τ' απωθημένα του, που τον αρρώσταιναν όλη εκείνη την εποχή. Μου φάνηκε τελείως ξένη δίχως το στήθος της, το στήθος της όμως έμενε πάντα ίδιο, και χωρίς αυτή. Τ' άγγιξα κι ανατρίχιασε πάνω στη σκουριασμένη σχάρα, πήρε σιγά-σιγά το χρώμα του ώριμου ροδιού και μια θερμή άχνα ανέβαινε απ' τις θηλές κυματιστά. Οι χωμάτινες επιθυμίες μου μεγάλωναν, μα κάτι στο νου μου μ' εμπόδιζε να ξαναφιλήσω το στήθος της, κάτι ισχυρότερο απ' τη στιγμιαία ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσαν όλα να ξαναγίνουν σαν πριν, όπως στα παραμύθια, όπου δεν υπήρχε χώρια το ψέμα από την αλήθεια. Ήμουν στην άμμο γυμνός και τα δάχτυλά μου έσκαβαν στη λατρεμένη χούφτα της, αναμοχλεύοντας τα λιμνασμένα όνειρα μιας ουτοπικής μοίρας. Δεν υπήρχε πια κανένας λόγος να διακινδυνεύσω να ξανανοίξω τα μάτια μου. Φοβόμουν θα έχανα με μιας εκείνη την αίσθηση της απεραντοσύνης που μου θόλωνε λυτρωτικά τη μορφή κι είχα για χάρη της και μόνο συμβιβαστεί να ζήσω μια ζωή με άγνωστα όρια κι άγνωστες αιτίες, με άγνωστες χαρές και λύπες. Αλλά δεν τ' άντεξα πολύ και για κανένα λόγο ή για κάποιο συγκεκριμένο λόγο που δεν υπήρχε, άνοιξα άθελά μου τα μάτια μου και κάτι σαν δικαιολογία μ' έκανε να ψιθυρίσω: πάμε; Ξανάκουσα τη λέξη καθαρά: πάμε; Να πάμε πού; είπα μόνος μου. Δεν ήταν πια κανείς εκεί, παρά μόνο πατημασιές στο διπλανό διάδρομο. Δεν μπορούσα ν' αποφασίσω αν έπρεπε ν' αργοπορήσω ή να βιαστώ, για να βρεθούμε ξανά την ίδια στιγμή στο ίδιο σημείο. Ένα τυχαίο συναίσθημα ήταν αρκετό, για ν' αλλάξει τις διαστάσεις του χώρου και μια αόριστη ενοχή, για ν' αλλάξει τα σημάδια του καιρού. Η αναμονή μιας επερχόμενης προδοσίας έκανε την ύπαρξη πιο συγκλονιστική και πιο υπαρκτή. Ήταν ο καθένας, ως εραστής της διάρκειας, ένας άπιστος εραστής, χωρίς άλλη επιλογή. Μέχρι εκεί έφταναν οι διάδρομοι με τα φύκια. Στο άκρο της πορείας όλα ακινητοποιούνταν και μόνο οι μελλοντικές απουσίες έρρεαν ήρεμα μέσα στην ανωνυμία τους. Ο έρωτας δίχως ταυτότητα, μοναδικός, με την ασφαλή κι αμετάκλητη φθορά του, περιέγραφε με απόλυτη παραστατικότητα τα μεγάλα κενά της μνήμης και την απειροσύνη των ληγμένων εμπειριών μιας αντικειμενικής πραγματικότητας, ολότελα ξένης πλέον για μένα.
Ήταν στ' αλήθεια κάποτε μια νεράιδα στο δικό της τον καιρό, που την είχα πνίξει στα φιλιά και δεν ξαναζωντάνεψε από τότε. Έμεινε εκεί νεκρή στην άμμο, μια σιλουέτα ήταν από υγρή άμμο κι όλο στέγνωνε στον ήλιο. Ήταν ξαπλωμένη ύπτια και ξάπλωνα κι εγώ πάνω της, να την καλύπτω ταιριαχτά με το βρεγμένο σώμα μου, καθυστερώντας λίγο την εξάτμισή της. Λίγο, αλλά πίστευα πως αν βουτούσα και ξαναβουτούσα στη θάλασσα και ξάπλωνα και ξαναξάπλωνα συνέχεια πάνω σ' εκείνη τη σιλουέτα από υγρή άμμο, δεν θα προλάβαινε ποτέ να φύγει. Ήταν μόνο μουσκεμένη άμμος και μπορούσα να μην την αφήσω ποτέ να στεγνώσει. Μπορούσα, όσο θα υπήρχε η θάλασσα να βουτάω και να βρέχω με το κορμί μου την άμμο, κι όσο θα υπήρχε ο ήλιος, όλο να τη στεγνώνει...
5.
Πέρασε έτσι εκείνη η εποχή και πάλι, κι οι διάδρομοι με τα φύκια ταξίδεψαν γι' άλλη ακρογιαλιά, με όλους μου τους έρωτες κι όλες τις μοναξιές μου. Εκεί πίσω, το περασμένο νόημα της ζωής μου μ' έσφιγγε στ' αλλοτινά του όρια. Στα μάτια μου η ίδια πάντα εικόνα ανάμεσα στα δυο σάπια παντζούρια απέναντι στο πέλαγος, σα να μου έφραζε το βλέμμα. Ένα σύνορο λες, μου έφραζε το βλέμμα ακόμα κι αυτή η ασύλληπτη εικόνα του απείρου κάθε νύχτα, που δεν είχε στ' αλήθεια καθόλου μεγαλύτερο βάθος απ' όσο μια τρυπούλα σκουληκιού σ' ένα φρούτο, μια τρυπούλα σ' ένα κυδώνι χρυσό... Κι ο απέραντος αστροφωτισμένος ουρανός του Αυγούστου έμοιαζε κάποτε πολύ πιο στενός απ' το μικρούλι τζάκι του Μπαρμπαμήτσου, με τα μετρημένα του κάρβουνα πάντα, που όλο ξεψυχούσαν. Όταν ο γέρος μόλωνε τα ξερά κρεμμύδια μέσα στη χόβολη, το ένιωθα και το 'ξερα ότι η ουράνια μυρωδιά των αγγέλων δεν ήταν άλλη από την καβουρντισμένη κρεμμυδίλα. Κι έρχονταν οι άγγελοι εκεί, έρχονταν από τα μύρια σύμπαντα, μόνο και μόνο να υμνήσουν τη γέννηση της κάθε μικρής κι ασήμαντης σκέψης μας, όταν κάποια προφητεμένη στιγμή ξεπηδούσε μέσα από τις στροβιλιζόμενες σπιθούλες, αντιφέγγιζε αιώνια στα μάτια μας κι ύστερα έσβηνε στο χάος, που αν λίγο απλώναμε τα χέρια, μπορούσαμε να το ψηλαφούμε και ιερή απόδειξη για τούτο να κρατούμε ένα χνούδι θερμής αστραφτερής μουντζούρας στις άκρες στις ψίχες των δαχτύλων μας. Ήμασταν κι οι ίδιοι εικόνες, αλλά καμιάς όρασης σύνορο, απλώς αποτυπωνόμασταν στην ανάσα και το αίμα μας, και στη θέση μας περίσσευαν κι οι λογισμοί και τα λόγια, παρατημένα χάμω σαν άχρηστες πανοπλίες, κι αδράχναμε στο σκουριασμένο μέταλλο τις τρύπες και τις λακκούβες από τα πλήγματα της βίας τόσων αναίτιων μαχών, τα πλήγματα στα στήθια, στις πλάτες, στους κροτάφους, ίδια στο σώμα και την ψυχή.
Δεν είχαν πια καμία αξία όλα εκείνα τα εμβατήρια, οι παιάνες και οι ιαχές στα σημαιοστόλιστα πεδία των θηριωδιών της καθημερινότητας. Απλά, περιμέναμε τη γη να φέρει την καινούργια της βόλτα και κάθε τόσο και λιγάκι συναντούσαμε ένα ολοκαίνουριο παρόν και το ζούσαμε από κοινού, μα έμενε για τον καθένα μας παντοτινά μυστικό κι απόκρυφο. Μας τύλιγε σαν μοσχοβολιά και πότιζε τα ρούχα μας, τα ντουβάρια, τα έπιπλα, τα σκεύη. Κάποτε κατακαθόταν στο χώμα μπροστά στο κατώφλι και γινόταν λάσπη. Το πατούσαμε αναπόφευκτα και κολλούσε στα παπούτσια μας. Κι όταν αργότερα το τινάζαμε απ' τα παπούτσια, το αφήναμε να ξεραίνεται εκεί μπροστά στο τζάκι, κι όταν τριβόταν και γινόταν σκόνη, περνούσαν τότε με τη σειρά όλες οι γάτες κι έγραφαν κι αυτές πάνω του τη δική τους προσωπική ιστορία. Μου θύμιζαν τους αστροναύτες σαν πρωτοπατούσαν πόδι στο φεγγάρι, μέσα από μία τηλεόραση, κι όλος ο πλανήτης ήταν στραμμένος εκεί, ριγώντας από συγκίνηση. Περιμένοντας έτσι τη γη να κάνει τη βόλτα της, κοιτάζαμε το φεγγάρι και διακρίναμε ακόμα και τα ίχνη των ανθρώπινων παπουτσιών. Ανάμεσά μας ήταν μόνο ένα ράγισμα στο τζάμι κι ένας ιστός αράχνης. Οι γάτες αποκοιμούνταν και γουργούριζαν όλες μαζί. Στην πιο σκοτεινή γωνιά του μικρού δωμάτιου, η αυτοσχέδια σαρώστρα έμοιαζε να μελετάει το βαθύ της νόημα...
Τα πρωινά έβγαινα συνήθως με τα σύνεργα της ψαρικής μου, που ήταν ένα τετράδιο κι ένα μολύβι, ίσως και μια φωτογραφική μηχανή. Με ρώταγε ο Μπαρμπαμήτσος πού πάω κι εγώ του έλεγα πάω για ψάρεμα και του έδειχνα τα εργαλεία μου. Γέλαγε και μου ευχόταν καλή ψαριά, αν και τόσες φορές του είχα εξηγήσει πως αυτή η ευχή φέρνει γρουσουζιά στον ψαρά, όχι δηλαδή πως δεν το ήξερε, αλλά του ξέφευγε. Ένα πρωί, ίσα που είχα ένα βήμα βγει απ' την αυλή, και δεν προχώρησα παραπέρα. Εκεί στο εντελώς αόριστο όριο της υποτιθέμενης εισόδου της αυλής, πάνω σ' ένα διχαλωτό παλούκι ήταν δεμένη με σύρμα μια τετράγωνη πέτρινη πλάκα, όπου ήταν γραμμένος με ασβέστη ο αριθμός 1. Με είδε ο γέρος που στάθηκα ώρα παρατηρώντας την ταμπέλα κι ήρθε κι αυτός ύστερα, γεμάτος περιέργεια να μάθει το λόγο. Του είπα πως κοίταζα τον αριθμό. Παραξενεύτηκε που τόση ώρα διάβαζα ένα μόνον αριθμό. Ύστερα από λίγο με ρώτησε αν θα μπορούσα λίγο να φρεσκάριζα και να ίσιωνα το 1, μια και έπιανε λέει καλύτερα το χέρι μου. Δεν μου άρεσε βέβαια η ιδέα του, αλλά πήγα κι έφερα με βαριά καρδιά τον κουβά με τον ασβέστη, να του την κάνω τη χάρη. Όταν όμως βούτηξα το πινέλο στον ασβέστη και το πλησίασα στην πλάκα, κάτι με σταμάτησε απότομα. Ξαναδοκίμασα, αλλά πάλι έκανα πίσω. Ήταν αδύνατο ν' απλώσω χέρι στην πλάκα. Του το είπα του γέρου κι αυτός σα να κατέβασε τα μούτρα, ίσως και να το πήρε για τεμπελιά μου. Γι' αυτό, πήγα μετά κι ασβέστωσα όλη τη φάτσα του σπιτιού. Τον μπέρδεψα λίγο με την πρωτοβουλία μου, αλλά χάρηκε στ' αλήθεια. Πώς να του εξηγούσα ότι δεν είχα κανένα δικαίωμα να παραμορφώσω εκείνο το ταπεινό και σπάνιο γέννημα της φύσης. Αναρωτιόμουν ποια ανώτερη δύναμη είχε οδηγήσει το τρεμάμενο χέρι του γέρου, όταν κάποια συνηθισμένη μέρα μοναξιάς είχε αποφασίσει να ζωγραφίσει στην πλάκα τον αριθμό 1. Μια ζωγραφιά ήταν πράγματι το 1, το Εν αυτοπροσώπως, με μια λεπτούλα και ανασηκωμένη μύτη, με κορμό κυματιστό που φάρδαινε στη μέση και μια στενή απόληξη σαν ουρά. Έμοιαζε με ιππόκαμπο, έναν άσπρο καλοκάγαθο ιππόκαμπο. Ούτε αριθμός ήταν τελικά, ούτε στον Μπαρμπαμήτσο μπορούσε να ανήκει. Φαντάστηκα ότι εκείνη η τετράγωνη πλάκα του σχιστόλιθου θ' αποτελούσε κάποτε έκθεμα ανεκτίμητο ενός μελλοντικού μουσείου, έτσι όπως ήταν, δεμένη με το σκουριασμένο σύρμα πάνω στο διχαλωτό παλούκι. Και κάθε που περνούσα, δεν ξεχνούσα πια να τη χαιρετώ, με βαθύ σεβασμό κι αληθινή χαρά. Από τους τόσους συχνούς χαιρετισμούς επηρεάστηκαν πολλά τότε. Μια συκιά παραδίπλα άρχισε ν' ανταποδίδει το "γεια-χαρά σου", νομίζοντας πως το έλεγα σ' αυτή. Άρχισα, λοιπόν, να το λέω και σ' αυτή ιδιαιτέρως. Κοντά στη συκιά προστέθηκαν κι άλλα κοντινά ζωντανά. Οι αμέτρητοι μικροί χαιρετισμοί ενώθηκαν με τον καιρό κι έγιναν ένας, ένας μεγάλος και διαρκής χαιρετισμός, που γέμιζε τον τόπο, ερχόταν από παντού κι επέστρεφε παντού, μέσα στη γιορταστική ερημιά, όπου η κρυφή ομορφιά ένιωθε πως δεν κινδύνευε από τίποτα κι άφοβα ξεπρόβαλλε στην επιφάνεια, αφήνοντάς με ακόμα και να την αγγίζω.
Συνέβαινε τότε να περάσουν και μέρες ολόκληρες χωρίς ν' αλλάξουμε ούτε μια κουβέντα με τον Μπαρμπαμήτσο. Μόνο νιώθαμε, κι αρκούσε αυτό. Συνέβαινε με τη φυσικότητα που χάραζε η μέρα ή που έπεφτε το σκοτάδι της νύχτας, με τη φυσικότητα που απλωνόταν το χώμα κάτω απ' τα πόδια μας, που ανασαίναμε, που μαραίνονταν τα φύλλα, που φυσούσε ο άνεμος, που δεν μιλούσαμε... Μια τόσο μεγάλη σιωπή ήθελε πολλή αγάπη για να διακοπεί χωρίς να ματώσει. Ώσπου είπε κάποτε ο γέρος, μετά από μέρες...
- Ο σαλίγκαρος, νάτος, πάει για βοσκή ο σαλίγκαρος!
Δεν ήταν τυχαίος ο σαλίγκαρος, ήταν ο συγκεκριμένος, ένα πρόσωπο σαν κι εμάς, σαν όλα τα πλάσματα εκεί. Τον κοιτάζαμε που πήγαινε, πήγαινε το δρόμο του με γνώση. Ώρα πολλή μας πλησίαζε κι ώρα απομακρυνόταν. Πιο πέρα έφτασε σ' ένα πλατύ λιθάρι και το παράκαμψε, τρύπωσε ύστερα σε μια τούφα χορταράκι, ανηφόρισε και κατηφόρισε πάμπολλες φορές στην επίπεδη για μας γη και, μετά το σωρό τα ξύλα, τράβηξε κατά την πλαγιά. Χάθηκε, μα εμείς τον κοιτάζαμε, ξέροντας πως κάπου εκεί ήταν ο σαλίγκαρος. Αλλού κοίταζα εγώ κι αλλού ο Μπαρμπαμήτσος, αλλά δεν είχε τόση σημασία, τον ίδιο σαλίγκαρο κοιτάζαμε, κάπου στην πλαγιά, και πύκνωσαν αργά-αργά τα σύννεφα, έμοιαζε για βροχή ο καιρός...
- Αλλά, Μπαρμπαμήτσο, μετά τη βροχή δεν βγαίνουν τα σαλιγκάρια;
- Ναι, βγαίνουν...
- Έχει όμως πολύ καιρό να βρέξει.
- Κάποτε βγαίνουν και πριν τη βροχή, όταν έχει πολύ καιρό να βρέξει.
Και συνεχίσαμε να κοιτάζουμε τον ίδιο σαλίγκαρο, σε διαφορετικά σημεία της πλαγιάς ο καθένας, αδιαφορώντας για τη λεπτή βροχούλα που ήδη μας έβρεχε, σαν αγιασμός με άρωμα βασιλικού, μας ράντιζε η βροχούλα και δεν είχε νόημα το πριν και το μετά της, ούτε το δικό μας βέβαια.
Έβρεξε και ξανάβρεξε και, μια φορά που ήταν ανοιχτός ο ουρανός, αποφάσισε ο Μπαρμπαμήτσος να πάει 'κείθε - όπως έλεγε - στους συγγενείς. Έφυγε ξαφνικά και πίσω δεν έμεινε ψυχή πέρα απ' τη δική μου. Αλλιώτικο να το λες ή να τ' ακούς, αλλιώτικο όμως να μην υπάρχει ψυχή άλλη. Ο καθρέφτης με τη μαδημένη καλημέρα είχε αδειάσει, σαν άδειο κουτί ήταν. Νόμιζα τότε, ή μάλλον το ήξερα πως ήταν παραμονή Χριστουγέννων και σκέφτηκα πως ίσως να ταίριαζε κάποιο χριστουγεννιάτικο δώρο στο μέγεθος εκείνου του άδειου κουτιού, που το λογάριαζα άλλοτε και για καθρέφτη. Έτσι φαινόταν κι ήταν, παραμονή Χριστουγέννων στ' αλήθεια, κι είπα να μην κάνω καθόλου θόρυβο, μην και τρομάξουν και φύγουν τα Χριστούγεννα. Απαλά, μαλακά το βλέμμα, αργά και τρυφερά, αλαφρές οι σκέψεις, από βαμπάκι συναισθήματα. Θα μπορούσε να σκιαχτούν και να χαθούν μέσα στη νύχτα. Αυτή τη νύχτα, οι γέρισσες τσοπάνισσες, οι ελάχιστες που ίσως να είχαν απομείνει, θα έλεγαν ξεχασμένα παραμύθια γύρω απ' τις φωτιές στις στάνες. Κι εγώ τα έκρυβα πάντα πολύ βαθιά μέσ' στην ψυχή μου τα χριστουγεννιάτικα παραμύθια, τόσο βαθιά που ήταν δύσκολο μετά να τα ξανάβρω. Να μπορούσα να τ' αγαπώ λιγότερο ή να μπορούσα έστω λίγο να κρυφάκουγα από τις πίσω πλαγιές των βουνών. Έστω λίγο την αρχή, τι να λέγανε πως ήταν μια φορά κι έναν καιρό! Να λέγανε τάχα πως ήτανε παραμονή Χριστούγεννα; Να ήτανε τα ίδια Χριστούγεννα που θα ξημέρωναν αύριο; Αναψα πάλι τη λάμπα, με το λαμπόγυαλο σπασμένο, λειψό στην άκρη και μια σταγόνα το πετρέλαιο, έφεγγε ακόμα, μια σταγόνα ή ολόκληρος ωκεανός, όμοια έφεγγε εκείνες τις αιώνιες στιγμές που όλα έβρισκαν τη χαμένη τους φωνή। Έλεγε η φλογίτσα και ξανάλεγε την ίδια ακατανόητη προσευχή και το βουητό της θάλασσας όλο έλεγε την ώρα, την ίδια ώρα πάντα, κι έλεγε η ανάσα μου για άροτρα ξύλινα σαρακοφαγωμένα, το τζάκι έλεγε συνέχεια για τα τζιτζίκια, ο αέρας έλεγε κάθε τόσο παροιμίες, τα σκαθάρια έλεγαν για τα σφουγγάρια των βυθών, οι σκιές έλεγαν για θαυματουργά φυλακτά, ο καθρέφτης έλεγε προφητείες κι οι προφητείες έλεγαν για σήμαντρα που δεν ηχούσαν. Κάθε τόσο ακουγόταν και το τρεχαλητό κάποιου ποντικού στο βουλιαγμένο ταβάνι. Έπεφτε ακόμα λίγη σκόνη στα βλέφαρά μου.
Λίγο-λίγο, το ήπιαμε η καμαρούλα κι εγώ όλο το φως। Ξανάρχισε το ψιλόβροχο κι έλεγα πως δεν θα πάψει ποτέ। Καρτερούσα ένα όνειρο ακίνητος, χωρίς να ξέρω από πότε και ως πότε, χωρίς να μπορώ να υπολογίσω πόσο βαθιά μέσα στη νύχτα έφτανε το βλέμμα μου, χωρίς να μπορώ να διακρίνω αν η νύχτα ήταν μία ή πολλές κι η μια τύλιγε μέσα της την άλλη। Ανάμεσα στις νύχτες, η αυγούλα με περίμενε κι αρνιόμουν ν' αποκοιμηθώ, μη δεν προλάβω τον ερχομό ενός ονείρου. Χτύπησε κάποτε η πορτούλα, πετάχτηκα απ' την καρέκλα. Χτύπησε πολλές φορές η πορτούλα. Παρ' όλο που δεν το πίστευα, ρώτησα ποιος είναι. Κανείς δεν αποκρίθηκε, αλλά το άκουσα, το άκουσα καθαρά...
- Δεν μπορώ ν' αποκριθώ! είπε ο ψίθυρος απ' έξω...
- Μα σε άκουσα ήδη...
- Όχι, δεν ήμουν εγώ!
- Ποιος ήταν που αποκρίθηκε;
- Ανοιξε να δεις, άλλος ήταν.
- Κι αν ανοίξω, ποιος θα είναι στην πόρτα;
- Εγώ... εγώ θα είμαι!
Δεν τ'αποφάσιζα ν' ανοίξω. Χτύπησε και ξαναχτύπησε η πόρτα, μα δεν την άνοιξα, δεν μπόρεσα... Πλησίασα μετά και κόλλησα τ' αφτί στις βαθιές αυλακιές του γερασμένου ξύλου. Κανείς δεν χτυπάει, είπα βραχνά. Έκανα γροθιά και χτύπησα διστακτικά δυο φορές, σα να 'θελα να επιβεβαιώσω τον ήχο. Ίδιος ο ήχος, και ξαναχτύπησα να σιγουρευτώ. Ποιος είναι; το άκουσα τότε απ' έξω. Δεν είχα φωνή ν' αποκριθώ. Ήθελα να πω εγώ, εγώ είμαι, μα δεν άνοιγε το στόμα μου κι έμεινα εκεί, μπροστά στην κλειστή μα ξεκλείδωτη πορτούλα, μέχρι που έφεξαν οι χαραματιές της. Είχε χαράξει και δεν το κατάλαβα. Περίμενα ένα όνειρο και το είχα λησμονήσει, μα πώς να το 'ξερα πριν। Το κάθε όνειρο είναι όμως δύο όνειρα, ένα ο εαυτός του κι ένα όταν τ' ονειρευόμαστε। Όπως ένα σποράκι κι ένα δέντρο που φύτρωσε από τούτο το σποράκι, ένα δέντρο με άνθη και καρπούς κι αμέτρητα σποράκια, ή όπως μια σταγονίτσα σπέρμα κι ύστερα ένας απύθμενος εγκέφαλος, αίμα και φαντασία κι ένα σύμπαν πλημμυρισμένο τραγούδια χαράς και μοιρολόγια। Δεν ήξερα ούτε πότε έπαψε η ψιλή βροχή. Δεν έπαψε ποτέ, μα δεν έβρεχε πια. Στην πόρτα αντίκρισα με ανακούφιση μόνη την αυγούλα. Φυσούσε ένα ψυχρούτσικο αεράκι, στάλαζαν τα δεντρόφυλλα, τα χρώματα βούιζαν από ζωντάνια. Μάλλον δεν ήρθε το όνειρο, έτσι έλεγε η κοινή εμπειρία. Είναι που μόνο απ' το τελείωμά τους τ' αναγνωρίζουμε τα όνειρα, ποτέ από τ' αρχίνημα. Και συνήθως τ' αγνοούμε για πάντα εκείνα τα όνειρα που αργούν πολύ να φύγουν ή και δεν φεύγουν ποτέ. Συνεχίζουμε να ζούμε μαζί τους, ν' αναπνέουμε, να περπατούμε, να σκεφτόμαστε μαζί τους, χωρίς να το ξέρουμε, χωρίς καν να το υποψιαζόμαστε. Κι όλη μας αυτή η εμπειρία δεν είναι παρά κάποιο μέρος των ονείρων που δεν έχουν ακόμα τελειώσει...
Μέσα στο όνειρο ή όχι, κίνησα για έναν πρωινό περίπατο μέχρι ψηλά στη μοσχομουσκεμένη πλαγιά. Ήταν τόσο διαυγής ο αέρας, έβλεπα πολύ μακριά. Έβλεπα τη Σκύρο δεξιά, αριστερά τη Σκόπελο, ίσως παραπίσω και τη Σκιάθο. Είδα μετά, κάπου ανάμεσα στη Σκύρο και τη Σκόπελο, ένα πολύ μεγάλο ιστιοφόρο, που έμοιαζε ακίνητο στη γραμμή του ορίζοντα. Ο νους μου έτρεξε στους Βυζαντινούς, το είχαν τάξει στο γέρο να ξανάρθουν κάποτε. Τι αξία όμως θα είχε αν έρχονταν και δεν τον έβρισκαν εκεί; Ούτε και κείνη τη μικρή εφτάπυλη Αγια-Σοφιά θα ξανάβρισκαν. Ούτε καν την κότα της αυτοκρατόρισσας. Θα νόμιζαν πως σε λάθος τόπο βρέθηκαν. Δεν σίμωσαν καθόλου, απλώς πέρασαν και χάθηκαν, σα να μην υπήρχε καθόλου ο τόπος μας, που εμένα τότε μου φαινόταν πως ήταν ο κόσμος όλος, αν όχι και κάτι περισσότερο από τον κόσμο όλο...
Κατεβαίνοντας την πλαγιά, με συνάντησε στο μονοπάτι η θύμηση της νεράιδας, ακόμα μια φορά. Την ξαναθυμόμουν κι αναρωτιόμουν αν θα γινόταν ποτέ να ξαναϋπάρξει η ίδια. Υπήρχε ο καιρός, θα υπήρχε ίσως κι ο τρόπος. Σα σαλιγκαράκι η προσδοκία μου, το ίδιο ίσως σαλιγκάρι που κάποτε μελετούσαμε με τον Μπαρμπαμήτσο, σκαρφάλωνε στα γυμνωμένα κλαδιά ενός δέντρου και χιλιάδες άλλα σαλιγκαράκια είχαν ήδη σκαρφαλώσει και στ' άλλα δέντρα όσο κατηφόριζα. Ώσπου φύσηξε ξαφνικά ένας πολύ άγριος άνεμος και τα ξερά κλωνάρια έσπασαν κι έπεσαν στο χώμα. Έγιναν καυσόξυλα, κι όπως καίγονταν, μαζί τους καίγονταν και τα σαλιγκαράκια, που δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από πάνω τους. Όλο το μυστήριο των μεγάλων προσδοκιών μου ήταν λίγη μόνο φωτιά, λίγος καπνός και λίγη στάχτη, αλλά και θαλπωρή, τόση θαλπωρή... όλο το μυστήριο της επανάληψης της ύπαρξης. Μαύρα φτερωμένα ζωύφια, ανήμπορα να πετάξουν, ορμούσαν έξω απ' τις βαθιές κρυψώνες τους κι έτρεχαν πανικόβλητα, μόλις άρπαζαν φωτιά στο τζάκι τα σάπια κούτσουρα. Μ' έπιασε τρόμος άμα θέλησα να τα μετρήσω. Κι έτρεχαν όλα κατά πάνω στη φλόγα, ούτε ένα δεν πήγαινε αντίθετα, να φύγει προς τα έξω, να γλιτώσει τη ζωή του. Η αλήθεια του θανάτου φαινόταν εντελώς αόριστη κι αφηρημένη, μα η επανάληψή του ήταν τόσο απόλυτη πια, τόσο χειροπιαστή. Κι όλο δυνάμωνε η φλόγα, έτριζε από υγεία, κι η ατμόσφαιρα είχε τη γεύση της πληρότητας. Ήταν πάντα οι πολλές φορές που όριζαν τη μία και μοναδική, ήταν πάντα η επανάληψη που όριζε το ανεπανάληπτο. Παρηγοριόμουν, καθώς η παρουσία μου δεν είχε πια σχέση με επετείους, επετείους για το κάθε τι και συναθροίσεις ομοιοτυπίας μακάβριας, ενώ μόνος εκεί μπορούσα ξάφνου να χαθώ, χωρίς να προκαλέσω την παραμικρή παραμόρφωση στο χώρο, την παραμικρή περιττή εντύπωση. Περνούσε ακίνητη η ώρα μπροστά απ' το τζάκι, περνούσα κι εγώ ακίνητος χωρίς ν' ακούγομαι καθόλου. Περνούσε ο θάνατος, περνούσε κι η ζωή. Περνούσαν όλα κι επέστρεφαν, χωρίς να είναι εκεί που ήταν σαν τα ξανασυναντούσαμε την επόμενη φορά. Μπορεί να μην τ' αναγνωρίζαμε πια... Και πώς να δεχθούμε ότι μπορεί να μην γεννηθήκαμε ποτέ στ' αλήθεια; Αναρωτιόμουν για εκείνη τη νεράιδα, αν μπορούσε να υπάρχει και να ξαναϋπάρχει, μόνο και μόνο επειδή μπορούσε να πεθαίνει και να ξαναπεθαίνει, χωρίς καν να έχει γεννηθεί, χωρίς να έχει ηλικία και ιδιοκτησία της την ύπαρξή της και τον κόσμο της. Αυτή είχα ερωτευθεί, όλες οι άλλες ήταν μνήμες, μνήμες για να ξεχνιέμαι...
Βγήκα να ξαναδώ τον καιρό, κι όπως άνοιξα την πόρτα, άνοιξαν και τα σύννεφα κατά τη δύση, χτύπησε ο ήλιος μέσα από πολλές σχισμάδες του γκρίζου ουρανού ανοίγοντας δρόμους φωτεινούς στη γη. Μια δέσμη χρυσαφένιο φως τρύπωσε μέσα από το άνοιγμα της πόρτας κι η σκιά ενός σπουργιτιού φτερούγισε στον ασβεστωμένο τοίχο. Μέσα από το δωματιάκι περνούσε ένας δρόμος ολόλαμπρος του ήλιου και συνέχιζε από την αντίπερα μεριά. Ταξίδευαν κι οι σκιές απ' τα κλαδιά της μουριάς στον τοίχο. Άλλος χρυσαφένιος δρόμος μιας ηλιαχτίδας περνούσε μέσα απ' τη θάλασσα, κατέβηκε ως το βυθό και ξανασηκώθηκε ψηλά, φάρδυνε κι άπλωσε τόσο που δεν φαινόταν πια. Δεν θ' αργούσε να δύσει ο ήλιος, το είπαν τα σπουργίτια που αναστατώθηκαν, σαν κάθε φορά πριν κατοικιάσουν. Είχα ζυγώσει στο γιαλό χωρίς να το έχω αντιληφθεί, δεν θυμόμουν καθόλου τη διαδρομή. Η θάλασσα τρεμόπαιζε, μα από πολύ μακριά ακουγόταν το θρόισμά της κι από πολύ μακριά έφτανε το στραφτάλισμα του νερού στα μάτια μου. Μου χάιδευαν τους κροτάφους τ' ακροφτέρουγα των γλάρων στο κυματάκι, μου γαργαλούσαν τις πατούσες τα χνάρια τους στην άμμο. Μόλις που φαινόταν η μέρα, σα γυαλί με σμάλτο που ξεφλούδιζε, μόνο τα καθρεφτίσματα λίγων αχτίδων στους βυθούς των ματιών μου τη μαρτυρούσαν πια και μαρτυρούσανε συνάμα και τη θέση μου στο αχανές διάστημα. Ολόκληρος ο κόσμος μετρημένος με λίγα βήματά μου, από την αμμουδιά ως λίγο παραπέρα, στο σύνορο της αιωνιότητας, όπου μια καμινάδα σιγοκάπνιζε θυμίαμα μεθυστικό. Σκοτεινές οι σιλουέτες των δέντρων, αφουγκράζονταν, μαλάκωναν κι έγερναν ένα γύρο γλυκά υπνωτισμένες. Μια τελετουργία, κι απ' τα θεμέλια του πέτρινου σπιτιού ανάβλυζε το προαιώνιο μυστήριο, μια ανάσα τρυφερή που σκέπαζε την κεραμιδένια σκέπη. Ένα τραγούδι μ' ακολουθούσε, το τραγούδι μιας σπασμένης βάρκας, μέχρι να φτάσω ως την πόρτα. Ήταν τόσο απλό να υπνοβατώ, να υπάρχω και να ξαναϋπάρχω, χωρίς να με αφορά.
6.
Το μεσημέρι πήγα ως τη βρύση της ακτής, το συνήθιζα κάθε μεσημέρι, είτε διψούσα είτε όχι. Δίπλα στη βρύση ήταν από πολλά χρόνια φυτρωμένο ένα πλατανάκι που μεγάλωσε κι έγινε πλάτανος πανύψηλος, φούσκωσε κι ο κορμός του με τα χρόνια, φούσκωσε τόσο που δεν τον χώραγε πια ο εαυτός του κι άρχισε λίγο-λίγο να κουφαίνει. Η κουφάλα με χωρούσε ολόκληρο πια. Τρύπωσα σκυφτά και λούφαξα μέσα στην ψυχή του δέντρου, αόρατος σαν κι αυτή, για να κρυφοκοιτάζω από κει το χρόνο, που ήρθε μονά-μονά να πιει και κείνο το μεσημέρι. Πήγε και κόλλησε πάνω στην πρασινισμένη βρύση κι άρχισε να ρουφάει βούλιμα, αγνοώντας τη δική μου παρουσία. Ξέγνοιαστος κι ανυποψίαστος, ρουφούσε κι έπινε το διάφανο μεδούλι του ο χρόνος, έπινε και ξανάνιωνε. Ξανάγινε έφηβος, ύστερα παιδί κι ύστερα βρέφος βυζανιάρικο, αδύναμο κι ανυπεράσπιστο, έσφιγγε τις γροθίτσες του κι αναζητούσε κλαψουρίζοντας τα στήθια της μάνας του. Ήδη ένα γλυκό νανούρισμα χάιδευε τ' αφτιά μου, μου νάρκωνε το νου. Αποκαρώθηκε ο τόπος, καταλαγιάσανε οι πόθοι κι οι ορμές μέσα στη μητρική αγκάλη του απέραντου μεσημεριού. Έγειρα παραδομένος στο θάμβος το δοξαστικό... κι ακούστηκε ύστερα η τρομερή φωνή ενός γαϊδάρου που συγκλόνισε όλη την ακτή. Τραντάχτηκα μέσα στην κουφάλα κι ο χρόνος έγινε με μιας καπνός και χάθηκε. Ακολούθησαν στη σειρά κι άλλα γκαρίσματα. Βγήκα πάλι σκυφτά απ' την κρυψώνα μου κι έτρεξα για το σπίτι, να δω τι αναπάντεχο έτρεχε.
Ήταν πράγματι δυο γαϊδουράκια στην αυλή, βοσκούσανε το ξερό χόρτο κι ούτε που τα ένοιαξε αν πέρασα δίπλα τους. Ήταν ανοιχτή η πορτούλα, ήταν ο Μπαρμπαμήτσος κι ένας άλλος γέρος στο τραπέζι, κουβέντιαζαν κι είχαν από ένα ποτηράκι κονιάκ μπροστά τους. Σα να ξαφνιάστηκαν μόλις μ' αντίκρισαν...
- Καλωσορίσατε, καλωσορίσατε! τους φώναξα.
- Βρε, βρε, κι εγώ που νόμιζα πως δεν θα είσαι εδώ, έλεγα θα είχες βαρεθεί! μου είπε ο Μπαρμπαμήτσος.
- Έτσι νόμιζα κι εγώ, αλλά...
- Έλα κάτσε, να πιούμε ένα για το καλώς βρεθήκαμε.
Πήρα κι εγώ ποτήρι και κάθησα.
- Στην υγειά μας! είπε ο άλλος γέρος και τσούγκρισε τα ποτήρια μας.
Κάπου τους είχα διακόψει όταν μπήκα, μα σε λίγο βρήκαν τη συνέχεια της κουβέντας που είχαν. Έλεγαν ιστορίες που έμοιαζαν ατέλειωτες. Κάθε που έπαιρνε το λόγο ο ένας, χτύπαγε πρώτα το χέρι ή τον ώμο του άλλου κι ύστερα ξεκίναγε, με δυναμωμένη τη φωνή. Πότε - πότε, συνεννοούνταν μυστικά και γελούσαν, όχι μόνο για τα ευχάριστα που θυμούνταν, αλλά το ίδιο και για τα δυσάρεστα και τα βάσανά τους. Όταν απορροφούνταν για τα καλά, άρχιζαν και θόλωναν τα χαρακτηριστικά τους, μόλις που ξεχώριζαν τα πρόσωπά τους, μπερδεμένα με τις θύμησες, κυμάτιζαν σαν πέπλα στον αέρα. Η φωνή τους, όλο και πιο αργή και ήρεμη, έμοιαζε τεράστιος βυθός και μέσα του κατακαθόταν απαλά όλο το δωματιάκι κι εγώ μαζί, μ' όλες τις αισθήσεις μου και τις φαντασίες μου. Με είχαν τελείως λησμονήσει κι ένας λάγνος φόβος με κυρίεψε. Φοβόμουν μη μείνω για πάντα εκεί λησμονημένος, μη δεν τύχει να βρεθεί κάποια μνήμη να με φέρει πίσω.
Όταν κάποτε έπαψαν απότομα την κουβέντα, με κοίταξαν κι οι δυο σα να περίμεναν να τους ανακοινώσω κάτι συγκλονιστικό. Μα το πιο συγκλονιστικό ήταν εκείνη η ξαφνική ταχύπαλμη σιγή τους. Τίποτε δεν περνούσε από τη σκέψη μου, κι άλλωστε η σκέψη μου δεν μπορεί να ήταν άλλο από μια περιστασιακή διάσταση εκείνης της κοινής αγωνιούσας σιγής. Σηκώθηκε μετά ο άλλος γέρος, γιατί κατάλαβε ότι κόντευε να σωθεί το απόγευμα κι ήταν καιρός να φύγει για το χωριό.
- Ξαναπέρνα καμιά βόλτα, Βαγγέλη! του είπε ο Μπαρμπαμήτσος, σφίγγοντάς του το χέρι.
- Θα περάσω, παραπέρα! απάντησε εκείνος κι άφησε το χέρι του Μπαρμπαμήτσου, για ν' αποχαιρετήσει κι εμένα.
Βγήκαμε στην αυλή κι ο γερο-Βαγγέλης έλεγξε τον ουρανό για λίγο, διαπιστώνοντας πως δεν ήταν για βροχή ο καιρός. Μας ξαναχαιρέτησε και σάλτηξε με αξιοζήλευτη σβελτάδα στο γάιδαρο. Ο άλλος γάιδαρος ακολούθησε άδειος κι εμείς τους χαζεύαμε αμίλητοι. Είχαν βγει κι οι γάτες στο ξεπροβόδισμα, στέκονταν δίπλα μας και χάζευαν κι αυτές. Μα όταν ο γερο-Βαγγέλης με τα γαϊδουράκια του χάθηκαν πίσω απ' τη στροφή, παραξενεύτηκαν οι γάτες που εμείς συνεχίσαμε να κοιτάζουμε. Έφερναν στροφές γύρω στα πόδια μας κι απαιτούσαν να τους δώσουμε κάποια καλή
εξήγηση ή έστω κανένα ξεροκόμματο ψωμί. Προτιμήσαμε να τους δώσουμε λίγο ψωμί, αργότερα.
Ο γερο-Βαγγέλης πάντως δεν ξαναπέρασε να δει τον Μπαρμπαμήτσο. Μετά από λίγους μήνες έμαθα ότι πέθανε. Είχε ανέβει σ' ένα δέντρο νυχτιάτικα για να κόψει κλαρί και πλήγωσε το πόδι του σ' ένα σπασμένο κλωνάρι. Δεν κατέβηκε κι αποκοιμήθηκε εκεί ψηλά σε μια διχάλα του δέντρου, ενώ το πόδι του αιμορραγούσε. Τον έψαχναν την άλλη μέρα, ώσπου τον βρήκαν ξέψυχο πάνω στο δέντρο, να κοιμάται σαν πουλί...
Ξαναγυρίσαμε με τον Μπαρμπαμήτσο στο δωματιάκι και βρέξαμε το ξερό ψωμί για τις γάτες. Μας περίμεναν οι ξεφτισμένες καρέκλες και τ' άδεια ποτηράκια μας στη θέση τους.
- Βάλε να πιούμε ακόμα ένα! είπε ο γέρος.
Έβαλα κι εκείνος έφερε από το ράφι ένα μεγάλο κερί, ολόκληρη λαμπάδα, που την ισορροπήσαμε με δυσκολία στο τσίγκινο κηροπήγιο. Κάρφωσε το βλέμμα του στη φλόγα του κεριού κι αφού ήπιαμε μερικά ακόμα, άπλωσε το χέρι και μου έδειξε...
- Αν πεθάνω προτού λιώσει το κερί, τότε το κερί δεν θα λιώσει ποτέ! είπε κουνώντας το δείχτη του, να τονίσει πιότερο το νόημα των λόγων του. Και συνέχισε...
- Έχουν λιώσει αμέτρητα κεριά, μα το στερνό όχι, το στερνό δεν θα λιώσει ποτέ. Θα περνάνε οι καιροί κι αυτό θα καίει ίδια, μόνο του, εδώ. Μα για τον καθένα είναι αλλιώτικο σα λέει εδώ, ποτέ δεν θα είναι το ίδιο, πάντα αλλού θα είναι το εδώ... Έχει ο καθένας τη δική του ιστορία, μα δεν ξέρω αν κουβαλάμε εμείς τις ιστορίες μας ή μας κουβαλάνε αυτές μαζί τους...
Φάνηκε πως έχασε τον ειρμό της σκέψης του, σώπασε κι έφερε το βλέμμα του ένα γύρω στο δωμάτιο. Σταμάτησε στο φεγγίτη και κούνησε το κεφάλι...
- Για δες, δες εκεί, εκείνο το τζαμάκι του φεγγίτη, σα μια εικόνα σε κορνίζα είναι. Άπλωσε το χέρι σου, ναι, βάλε το χέρι σου πάνω, άδραξέ το, λείο. Από ένα τζαμάκι βλέπεις και την αλήθεια και το ψέμα, λεία όλα κι όλο το τοπίο, μέχρι πέρα στις βουνοκορφές. Κοίτα, έμεινε στάμπα πάνω τους η ζέστη του χεριού σου. Άκου! Αυτό το τσακάλι που σκούζει μας ξέρει, το τζάμι δηλαδή ξέρει... Όταν με το καλό περάσει η νύχτα και φέξει, ίσως και να το σπάζαμε από απροσεξία αυτό το τζαμάκι του φεγγίτη, να βλέπαμε τι θ' άλλαζε. Δεν είναι κακό. Και θα δικιολογηθούμε πως μια κίσσα χτύπησε πάνω και το έσπασε, γιατί της φάνηκε πως ήταν αληθινό το κλωνάρι της λεμονιάς που καθρεφτιζόταν στο γυαλί και πήγε η δόλια να κάτσει πάνω στο καθρέφτισμα... Τι γελάς; Α, όχι, όχι τώρα! Το χάραμα θα σκαρίσουν οι κίσσες. Άντε, βάλε ακόμα ένα, και κοίτα ύστερα σ' εκείνο το χαρτοκιβώτιο πίσω απ' το μπαούλο, έχω κάτι μεγάλα κομμάτια μελισσοκέρι μέσα. Βγάλε δυο να πλάσουμε κανένα κεράκι. Έχει και φυτίλια κάτω-κάτω στο κουτί. Φέρε να σου δείξω. Να τα βάλουμε πρώτα κοντά στη φωτιά να ζεσταθούν. Πάρε κι εσύ τον άλλο σουγιά και ξύστο, όπως εγώ, φλούδες. Πιάσε το φυτίλι και κόλλα γύρω το κερί, κομματάκι-κομματάκι. Σιγά - σιγά, δεν μας τρέχουν, να λιγοστέψουμε και τη νύχτα... Δεν με κολλάει κι ύπνος, στερέψανε και τα όνειρα. Που και που μόνο, μπορεί να ξαναδώ κανένα. Σα δω τη μέρα ένα πουλί να πετάει από το ένα δέντρο στο άλλο, μπορεί να το δω στον ύπνο μου να πετάει πίσω, από το άλλο δέντρο στο πρώτο. Να 'ναι όνειρο αυτό; Για να δω το κερί σου. Α, καλά το πέτυχες, ίσα με το φυτίλι το έφερες. Εγώ το αργώ επίτηδες, να το ξεγελάσω. Το γελάς το κερί όμως; Ούτε το γελάς, ούτε αυτό σε γελάει. Ενώ τη ζωή τη γελάς, παριστάνεις τάχαμου κάτι και την κάνεις να φαίνεται αλλιώτικη. Σε γελάει όμως κι αυτή ύστερα και πατσίζει. Δεν το παίρνεις χαμπάρι, νομίζεις όλα έτσι ήταν, όπως τα παρίστανες. Αλλά δεν θυμάσαι τι παρίστανες, τα πίστεψες πια κι εσύ. Τίποτα λες δεν παρίστανες, όλα ήταν έτσι όπως ακριβώς τα έζησες. Μα δεν σ' ακούω να λες τίποτα. Ή μη δεν μ' ακούς εσύ; Δεν ξέρω πια αν είμαι μόνος μου ή όχι, πότε μιλάω από μέσα μου και πότε φωναχτά. μόνο αν μου το λέει κάποιος...
- Σ' ακούω, Μπαρμπαμήτσο. Αλλά, πώς ήταν το ταξίδι 'κείθε; Δεν είπες τίποτα γι' αυτό...
- Και σαν τι να πω; Εσύ θα λες ότι πήγα και γύρισα. Δεν λέγονται αυτά εύκολα. Μόνο μια ομίχλη ήταν, μια γνώριμη ομίχλη. που με τύλιξε μια νύχτα με στρογγυλό φεγγάρι, σαν απόψε... κοίτα το που ήρθε στο παράθυρο. Η θάλασσα ήταν τόσο γαλήνια, η ίδια η γαλήνη είχε μεταμορφωθεί σε θάλασσα εκείνη τη νύχτα. Και κάτω, πιο χαμηλά απ' το φεγγάρι, ήταν ένα μεγάλο σύννεφο, σαν βουναλάκι, που έπλεε στη θάλασσα κι όλο ζύγωνε στην ακτή. Άχνιζε κι έφεγγε κι όλο ερχόταν, ώσπου η φωτεινή θολούρα έκρυψε και το φεγγάρι. Δεν ξεχώριζα πια τις κορυφογραμμές ούτε και ως που έφταναν κι έσμιγαν η άμμος και το νερό. Ούτε και τα πόδια μου καλοένιωθα, είχαν ελαφρύνει τόσο που το πάτημά μου στην άμμο δεν το άκουγα. Θολές μέσα στο φέγγος ήταν κι οι σκέψεις που έρχονταν στο μυαλό μου κι ένιωθα κάτι σα λαχτάρα και δισταγμό μαζί. Το σύννεφο πορευόταν από κοντά μου, σαν άνθρωπος, σα να είχε νου και να ήξερε πού πήγαινε. Εγώ πήγαινα κατά τη σπηλιά, πέρα στην άλλη άκρη της αμμουδιάς, έτσι μου φαινόταν. Περπατούσα και κάθε λίγο κοντοστεκόμουν και κοίταζα ένα γύρο, από συνήθεια, λες και τι θα έβλεπα. Πίσω μου και μπρος, ζερβά και δεξιά, το ίδιο ήταν όλα. Έκλεισα μια στιγμή τα μάτια και πάλι ίδια ήταν, ένας φωτεινός αχνιστός αέρας που περπάταγε μαζί μου... Θα είχα φτάσει στη σπηλιά κι ερχόταν μια μυρωδιά από 'κει, σαν από ζεστό γάλα και σάπια χόρτα. Ξεφανερώθηκε τότε ένα μεγάλο λιθάρι μπροστά μου κι είπα να καθήσω λίγο. Όπως κοίταζα χάμω, άρχισε να γεμίζει σκόρπια ξερόξυλα η άμμος, ήταν σα φίδια που χόρευαν και πάνω στο χορό τους μαρμάρωσαν κι έμειναν έτσι. Τα μάζεψα δίπλα στο λιθάρι μου ένα σωρό. Ύστερα βρήκα ένα κουτί σπίρτα στην τσέπη μου, κατά τύχη τα βρήκα. Με τις πολλές, κατάφερα κι άναψα τα γιαλόξυλα. Σα φούντωσαν καλά, αισθάνθηκα μια μεγάλη ανακούφιση, λες και είχα κάνει κάποιο μεγάλο χρέος της ζωής μου. Άπλωσα τα χέρια μου πάνω απ' τη φλόγα κι ήταν σα να τα έβλεπα πρώτη φορά, διάφανα ήταν, έβλεπα τη φλόγα από μέσα τους. Όλα στη φλόγα τέλειωναν κι άρχιζαν. Θεόρατες σκιές γλιστρούσαν ολόγυρα πάνω στις πέτρινες επιφάνειες, μαλάκωναν τα τοιχώματα της σπηλιάς και ταλαντεύονταν, έφερναν γύρω μου και στη μέση εγώ και η φωτιά ήμασταν όπως το σπόρι ενός παραγινωμένου καρπού που σήποταν η σάρκα του και μας ξεγύμνωνε, μας λευτέρωνε η ευλογημένη σήψη... Μια χρυσοπύρινη λάμψη έβγαινε κλεφτά μέσα απ' τη θάλασσα και την έφερε ένα κυματάκι ως έξω, κι άλλο κυματάκι μετά την ξανάφερε, κι άλλο, κι άλλο... Ώσπου ένα φως γαλαζωπό σκόρπισε στον αέρα από τα βάθη του πελάγους. Μ' έτσουζαν τα μάτια μου. τα έτριψα με τα δάχτυλά μου κι άρχισαν να στάζουν. Έκλαιγα χωρίς να ξέρω το λόγο. Σηκώθηκα απ' το λιθάρι κι ήμουν όλος μουδιασμένος, δυσκολευόμουν να περπατήσω και πιάστηκα από ένα βράχο δίπλα μου. Ήμουν ακόμα στη σπηλιά. Μια παρέα γλάροι παίζανε πάνω στο νερό κι ένα ζευγαράκι σύννεφα ταξίδευαν κατά το νοτιά. Ξεδιπλώθηκε ως πέρα η αμμουδιά, ως την άλλη της άκρη κι είπα να την περπατήσω. Αυτή μου το είπε, έλα, μου είπε. Γύρισα μια να δω τη φωτιά. Μια στερνή πνοή καπνιάς έβγαινε από τις στάχτες. Ακολούθησα την άμμο, έφτασα κοντά στη βρύση και πεθύμησα να πιω μια γουλιά. Μέχρι να πιω τη γουλιά μου, όλα έφεξαν. κυμάτιζε πέρα ο καλαμιώνας και πιο κει οι καναπίτσες της ρεματιάς. Είδα πόσο ψήλωσαν τα πλατάνια, δεν το είχα προσέξει άλλοτε. Και φάνηκαν παραπίσω τα κεραμίδια του σπιτιού με την καμινάδα. Όλα ήταν έτσι όπως ήταν, όλα μέσα σε μια ομίχλη που δεν φαινόταν πια. Έφτασα στην αυλή κι ήταν γεμάτη πεταλούδες. Οι γάτες τις έτρεχαν και πηδούσαν να τις πιάσουν. Μόλις μπήκα στο καμαράκι, έπεσε το μάτι μου ίσα στο ρολόι στο κομοδίνο. Σταματημένο ήταν, θα το είχα αστοχήσει να το κουρντίσω αποβραδίς. Κάθησα σ' αυτή εδώ την καρέκλα που κάθομαι τώρα. Δεν ήσουν εδώ, ούτε σ' έβλεπα ούτε σ' άκουγα. Κοίταζα συνέχεια τούτο το κερί κι όλο το ίδιο συλλογιόμουν... αν πεθάνω προτού λιώσει, τότε δεν θα λιώσει ποτέ. Κι εσύ θα θυμάσαι ότι ένα απομεσήμερο ήρθα 'κείθε που είχα πάει, και θα είσαι σίγουρος γι' αυτό, αφού είδες μαζί και το γερο-Βαγγέλη με τα δυο του γαϊδουράκια. Μπορεί, μπορεί και να είχαμε καθήσει εδώ και να τα λέγαμε, μπορεί σ' εκείνο το άδειο ποτηράκι να ήπιε κι ο γέρος το κονιακάκι του και μπορεί να έφυγε μετά, να πήγε στο κονάκι του στο χωριό. Έτσι είναι φτιαγμένα τα πράγματα, για να μη μας φαίνονται απίστευτα. Γι' αυτό και δεν παραξενεύεσαι που δεν βλέπεις τούτη την ομίχλη, που ένα κενό μέσα της μπορεί να είναι πιο πραγματικό κι απ' αυτή. Μπορείς μονάχα να το φαντάζεσαι και δεν απορείς ούτε για τούτη τη νύχτα, δεν απορείς που με ακούς να σου μιλώ αυτή την ώρα. Μπορεί να είναι κι η φωνή μου κάμωμα της φαντασίας σου, κι αν με βλέπεις τώρα, έτσι μπορεί να νομίζεις και για την εικόνα μου. Μα έτσι θα νομίζεις και για τούτο το γεμάτο φεγγάρι. Θα είναι πια μέρα και δεν θα έχει πια φεγγάρι, δεν θα φαίνεται το μεγάλο χρυσοφέγγαρο που λαμπυρίζει στη μέση στη θάλασσα μέχρι έξω στην άμμο. Όμως, η ομίχλη εκείνη υπήρχε πάντα, πριν εγώ τη δω και με τυλίξει. Το βλέπω καθαρά και τώρα, όπως όλα έγιναν πάλι ίδια, όπως τα ήξερα ίδια, μέσα σ' αυτή την ομίχλη την αόρατη...
Θα με είχε πάρει ο ύπνος στην καρέκλα, με το κεφάλι πάνω στο τραπέζι, δίπλα στο αδειανό τσίγκινο κηροπήγιο. Ο γέρος απέναντί μου θα έλεγε ακόμα τη συνέχεια, κι όταν με το χάραμα θ' άνοιγα τα μάτια, θα ήμουν πάλι εκεί και δεν θ' απορούσα. Θα ήταν σήμερα, μια μέρα που δεν μου ήταν άγνωστη και θα τραβούσα ίσα στο γιαλό, ν' ακολουθήσω τις πατημασιές μου στην άμμο, όπως έρχονταν απ' τη σπηλιά...
ΤΕΛΟΣ
___________________________________
Η παραλία του Λιμιώνα στον Δήμο Μεσσαπίων της Εύβοιας.
Ο μπαρμπα-Μήτσος σε ηλικία περίπου 90 χρονών.
Το Αλλού - Στο Λιμιώνα του Μπαρμπαμήτσου από τον Δημήτρη Μπαρσάκη διέπεται από την άδεια Creative Commons Αναφορά προέλευσης-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 3.0 Ελλάδα .