1.
Ποιος θα το περίμενε τότε να πάει από τα Ψαχνά στην Αγια-Σοφιά με λεωφορείο! Ήταν, ομολογουμένως, φαεινή η ιδέα του ΚΤΕΛ Ευβοίας, που αντί να αποσύρει το σαραβαλιασμένο λεωφορείο του, προτίμησε να του εμπιστευθεί το πλέον επώδυνο και, σίγουρα, οικονομικά ασύμφορο δρομολόγιο. Έτσι, μια φορά την εβδομάδα, απομεσήμερο Τετάρτης, το λεωφορείο ξεκινούσε από την πλατεία των Ψαχνών κι αφού σκαρφάλωνε στη Ράχη, ψηλά στην οροσειρά της Δίρφης, κατηφόριζε στην ανατολική πλευρά της Κεντρικής Εύβοιας, για να τερματίσει ξεθεωμένο στο απόμερο χωριουδάκι της Αγια-Σοφιάς, που είχε δεν είχε τριάντα σπίτια τότε. Πιο κάτω, κάπου τέσσερα χιλιόμετρα μακριά απ' το χωριό, ήταν η αγαπημένη ακτή του Λιμιώνα, με μόνιμο κάτοικο ένα μόνο γέρο, τον Μπαρμπαμήτσο τον Κορδώνη, άτεκνο και χήρο προ δεκαετιών.
Την τελευταία Τετάρτη του Σεπτέμβρη, μη έχοντας κάποιο άλλο μέσον, πήρα το θρυλικό λεωφορείο να πάω φθινοπωρινή επίσκεψη στον Μπαρμπαμήτσο. Μόλις που πρόλαβα, αν και έφτασα στην αφετηρία τουλάχιστον μισή ώρα πριν την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης. Έτοιμος ο οδηγός στο τιμόνι, είχε ήδη βάλει μπρος τη μηχανή κι όταν με είδε στην πόρτα, μου πρότεινε απαγορευτικά το χέρι, φωνάζοντας:
- Εεε! Αλλού πάει το πούλμαν! Σα πού πας συ;
- Αλλού! Αλλού πάω κι εγώ!
Περιέργως, μούτρωσε ο άνθρωπος, αλλά μου έκανε τη χάρη να μου πει την τιμή του εισιτηρίου. Υπήρχαν μέσα άλλοι τέσσερις συνεπιβάτες, που είχαν - ποιος ξέρει από πότε - καταλάβει τις τιμητικές θέσεις, μπροστά - μπροστά. Δυο γέροι με γκλίτσες, ένας ξερακιανός ψαρομάλλης παπάς και μια ευτραφής μαυροφόρα με κατακόκκινα μάγουλα. Χαιρετηθήκαμε κι έπιασα ένα απ' τα τελευταία καθίσματα. Σε λίγη ώρα, ανεβοκατεβαίναμε στα πευκόφυτα βουναλάκια πάνω απ' το Κοντοδεσπότι. Ήταν αφόρητο το μουγκρητό του λεωφορείου. Ο δρόμος όλο χειροτέρευε, κι άμα μπήκαμε στα έλατα, τα πράγματα χειροτέρεψαν πολύ. Βογκούσε το σαράβαλο, όλα τα τζάμια βροντούσαν, τα πετσοκομμένα καθίσματα τα είχε πιάσει υστερία. Ένας τροχοφόρος σαματάς όλη η υπόθεση. Έκανε ψύχρα πια, μα είχα συνέχεια έξω το κεφάλι. Χάζευα θάλασσες κυματιστές από φτέρες, τα νερά που τρέχαν απ' τα βράχια, τα γίδια που σκόρπιζαν τρομαγμένα κι ηχολογούσαν γλυκά τα κουδούνια τους. Ήταν πλάι στο δρόμο και κάποια θερία έλατα νεκρά, ολόγυμνα, σα να μου έγνεφαν να ζυγώσω κοντά τους. Κι εγώ σαν άγαλμα, ασήκωτος κι ακίνητος, προσπερνούσα, όλο προσπερνούσα...
Ώσπου, ύστερα από δυο ώρες σχεδόν, φανερώθηκε έξαφνα μπροστά μου η Αγια-Σοφιά. Έξαφνα, γιατί ήταν καλά κρυμμένη μέσα στο πράσινο, ανάμεσα σε τρεις βουνοπλαγιές ριζωμένη. Κορνάρισε παρατεταμένα ο οδηγός κι ακριβώς μπροστά στον άδειο καφενέ πάτησε ένα θριαμβευτικό φρένο. Είχαν καταφθάσει για την υποδοχή τα πεντέξι παιδιά του χωριού, που παρατάχθηκαν λίγο παραπέρα και με κοίταζαν σα να περίμεναν να τους κάνω κάτι ακροβατικό ή κάποια ταχυδακτυλουργία. Αλλά δυστυχώς τ' απογοήτευσα. Φορτώθηκα στον ώμο το μεγάλο μου σάκο και πήρα τον κατήφορο για το Λιμιώνα. Με συνόδεψαν τα παιδιά ως το τελευταίο απομακρυσμένο σπιτοκάλυβο του χωριού, σε μια στροφή του δρόμου. Δεν επρόκειτο για δρόμο, ένα ευρύχωρο μονοπάτι ήταν, δίπλα ακριβώς στη ρεματιά. Είχαν φουντώσει οι κισσοί στις όχθες και με γοήτευε η τρέλα τους, η θεία μανία τους, όπως τυλίγονταν και σκαρφάλωναν σε κάθε ράχη, κλώνο και κορμό. Λίγο να κοντοστεκόμουν, έλεγα θα με τύλιγαν και μένα.
Επιτάχυνα συνεχώς το περπάτημα, βιαζόμουν ν' ανταμώσω τον Μπαρμπαμήτσο. Τέτοια ώρα, βαριά σιωπή εκεί κάτω στο Λιμιώνα, απόγευμα φθινοπωρινό κι ο γέρος παραδομένος στη μελαγχολία του. Είχε πια κλείσει τα ογδονταοχτώ του. Θα είχε παρέα του καμιά δεκαριά γάτες γύρω του και καναδυό στα γόνατά του να κοιμούνται. Έφερνα μαζί μου Σύγχρονη Ιστορία και θαλασσινά διηγήματα, που του άρεσαν. Ασήκωτος αυτός ο σάκος με τα τόσα κονσερβικά. Ήλπιζα να φανεί και κανένας ψαράς, αν είχε καλοσύνες ο καιρός...
Μετά την τελευταία στροφή του μονοπατιού, απλώθηκε μπροστά μου ο όρμος, λουσμένος σ' ένα σπάνιο, παμπάλαιο φως, μια αντίκα φωτός. Τα δυο βουνά, που τόση ώρα μ' ακολούθαγαν, βαρέθηκαν απότομα κι έπεσαν αποκαμωμένα μεσ' στη θάλασσα. Πέρασα ανάμεσα στα δύο πανύψηλα πλατάνια κι εμφανίστηκε μπροστά, στ' αριστερά μου, η αμμουδιά. Στο δεξί μου χέρι η αυλή του Μπαρμπαμήτσου, στρωμένη κίτρινα φύλλα απ' τις μουριές. Στάθηκα και πήρα μια βαθιά ανάσα. Πύκνωναν τα σύννεφα, μια σταγόνα έσταξε ήδη στο μέτωπό μου. Το υπεραιωνόβιο σπίτι του γέρου έμοιαζε μωρό που ονειρευόταν. Σάλτηξαν τα μάτια μου στο πάνω πάτωμα, να παίξουν με τα ραγίσματα στις αψίδες των παραθύρων, κύλησαν στην κυρτωμένη κεραμοσκεπή, έπεσαν πάνω στον ξύλινο πάγκο, από κει στο χώμα και σταμάτησαν στην πέτρα στο κατώφλι.
Ποιος θα το περίμενε τότε να πάει από τα Ψαχνά στην Αγια-Σοφιά με λεωφορείο! Ήταν, ομολογουμένως, φαεινή η ιδέα του ΚΤΕΛ Ευβοίας, που αντί να αποσύρει το σαραβαλιασμένο λεωφορείο του, προτίμησε να του εμπιστευθεί το πλέον επώδυνο και, σίγουρα, οικονομικά ασύμφορο δρομολόγιο. Έτσι, μια φορά την εβδομάδα, απομεσήμερο Τετάρτης, το λεωφορείο ξεκινούσε από την πλατεία των Ψαχνών κι αφού σκαρφάλωνε στη Ράχη, ψηλά στην οροσειρά της Δίρφης, κατηφόριζε στην ανατολική πλευρά της Κεντρικής Εύβοιας, για να τερματίσει ξεθεωμένο στο απόμερο χωριουδάκι της Αγια-Σοφιάς, που είχε δεν είχε τριάντα σπίτια τότε. Πιο κάτω, κάπου τέσσερα χιλιόμετρα μακριά απ' το χωριό, ήταν η αγαπημένη ακτή του Λιμιώνα, με μόνιμο κάτοικο ένα μόνο γέρο, τον Μπαρμπαμήτσο τον Κορδώνη, άτεκνο και χήρο προ δεκαετιών.
Την τελευταία Τετάρτη του Σεπτέμβρη, μη έχοντας κάποιο άλλο μέσον, πήρα το θρυλικό λεωφορείο να πάω φθινοπωρινή επίσκεψη στον Μπαρμπαμήτσο. Μόλις που πρόλαβα, αν και έφτασα στην αφετηρία τουλάχιστον μισή ώρα πριν την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης. Έτοιμος ο οδηγός στο τιμόνι, είχε ήδη βάλει μπρος τη μηχανή κι όταν με είδε στην πόρτα, μου πρότεινε απαγορευτικά το χέρι, φωνάζοντας:
- Εεε! Αλλού πάει το πούλμαν! Σα πού πας συ;
- Αλλού! Αλλού πάω κι εγώ!
Περιέργως, μούτρωσε ο άνθρωπος, αλλά μου έκανε τη χάρη να μου πει την τιμή του εισιτηρίου. Υπήρχαν μέσα άλλοι τέσσερις συνεπιβάτες, που είχαν - ποιος ξέρει από πότε - καταλάβει τις τιμητικές θέσεις, μπροστά - μπροστά. Δυο γέροι με γκλίτσες, ένας ξερακιανός ψαρομάλλης παπάς και μια ευτραφής μαυροφόρα με κατακόκκινα μάγουλα. Χαιρετηθήκαμε κι έπιασα ένα απ' τα τελευταία καθίσματα. Σε λίγη ώρα, ανεβοκατεβαίναμε στα πευκόφυτα βουναλάκια πάνω απ' το Κοντοδεσπότι. Ήταν αφόρητο το μουγκρητό του λεωφορείου. Ο δρόμος όλο χειροτέρευε, κι άμα μπήκαμε στα έλατα, τα πράγματα χειροτέρεψαν πολύ. Βογκούσε το σαράβαλο, όλα τα τζάμια βροντούσαν, τα πετσοκομμένα καθίσματα τα είχε πιάσει υστερία. Ένας τροχοφόρος σαματάς όλη η υπόθεση. Έκανε ψύχρα πια, μα είχα συνέχεια έξω το κεφάλι. Χάζευα θάλασσες κυματιστές από φτέρες, τα νερά που τρέχαν απ' τα βράχια, τα γίδια που σκόρπιζαν τρομαγμένα κι ηχολογούσαν γλυκά τα κουδούνια τους. Ήταν πλάι στο δρόμο και κάποια θερία έλατα νεκρά, ολόγυμνα, σα να μου έγνεφαν να ζυγώσω κοντά τους. Κι εγώ σαν άγαλμα, ασήκωτος κι ακίνητος, προσπερνούσα, όλο προσπερνούσα...
Ώσπου, ύστερα από δυο ώρες σχεδόν, φανερώθηκε έξαφνα μπροστά μου η Αγια-Σοφιά. Έξαφνα, γιατί ήταν καλά κρυμμένη μέσα στο πράσινο, ανάμεσα σε τρεις βουνοπλαγιές ριζωμένη. Κορνάρισε παρατεταμένα ο οδηγός κι ακριβώς μπροστά στον άδειο καφενέ πάτησε ένα θριαμβευτικό φρένο. Είχαν καταφθάσει για την υποδοχή τα πεντέξι παιδιά του χωριού, που παρατάχθηκαν λίγο παραπέρα και με κοίταζαν σα να περίμεναν να τους κάνω κάτι ακροβατικό ή κάποια ταχυδακτυλουργία. Αλλά δυστυχώς τ' απογοήτευσα. Φορτώθηκα στον ώμο το μεγάλο μου σάκο και πήρα τον κατήφορο για το Λιμιώνα. Με συνόδεψαν τα παιδιά ως το τελευταίο απομακρυσμένο σπιτοκάλυβο του χωριού, σε μια στροφή του δρόμου. Δεν επρόκειτο για δρόμο, ένα ευρύχωρο μονοπάτι ήταν, δίπλα ακριβώς στη ρεματιά. Είχαν φουντώσει οι κισσοί στις όχθες και με γοήτευε η τρέλα τους, η θεία μανία τους, όπως τυλίγονταν και σκαρφάλωναν σε κάθε ράχη, κλώνο και κορμό. Λίγο να κοντοστεκόμουν, έλεγα θα με τύλιγαν και μένα.
Επιτάχυνα συνεχώς το περπάτημα, βιαζόμουν ν' ανταμώσω τον Μπαρμπαμήτσο. Τέτοια ώρα, βαριά σιωπή εκεί κάτω στο Λιμιώνα, απόγευμα φθινοπωρινό κι ο γέρος παραδομένος στη μελαγχολία του. Είχε πια κλείσει τα ογδονταοχτώ του. Θα είχε παρέα του καμιά δεκαριά γάτες γύρω του και καναδυό στα γόνατά του να κοιμούνται. Έφερνα μαζί μου Σύγχρονη Ιστορία και θαλασσινά διηγήματα, που του άρεσαν. Ασήκωτος αυτός ο σάκος με τα τόσα κονσερβικά. Ήλπιζα να φανεί και κανένας ψαράς, αν είχε καλοσύνες ο καιρός...
Μετά την τελευταία στροφή του μονοπατιού, απλώθηκε μπροστά μου ο όρμος, λουσμένος σ' ένα σπάνιο, παμπάλαιο φως, μια αντίκα φωτός. Τα δυο βουνά, που τόση ώρα μ' ακολούθαγαν, βαρέθηκαν απότομα κι έπεσαν αποκαμωμένα μεσ' στη θάλασσα. Πέρασα ανάμεσα στα δύο πανύψηλα πλατάνια κι εμφανίστηκε μπροστά, στ' αριστερά μου, η αμμουδιά. Στο δεξί μου χέρι η αυλή του Μπαρμπαμήτσου, στρωμένη κίτρινα φύλλα απ' τις μουριές. Στάθηκα και πήρα μια βαθιά ανάσα. Πύκνωναν τα σύννεφα, μια σταγόνα έσταξε ήδη στο μέτωπό μου. Το υπεραιωνόβιο σπίτι του γέρου έμοιαζε μωρό που ονειρευόταν. Σάλτηξαν τα μάτια μου στο πάνω πάτωμα, να παίξουν με τα ραγίσματα στις αψίδες των παραθύρων, κύλησαν στην κυρτωμένη κεραμοσκεπή, έπεσαν πάνω στον ξύλινο πάγκο, από κει στο χώμα και σταμάτησαν στην πέτρα στο κατώφλι.
.
Μπαρμπαμήτσο! φώναξα. Οι κότες τρόμαξαν πίσω μου. Ξαναφώναξα, αλλά καμιά απόκριση. Έσταξαν ακόμα λίγες σταγόνες. Σκέφτηκα θα είχε βγει παραπέρα, μα άνοιξε τότε η πορτούλα και νάσου ο γέρος, σκυφτός, με απλωμένο το χέρι και τη χούφτα γεμάτη καλαμπόκι. Ξαφνιάστηκε άμα με είδε μπροστά του κι έμεινε για λίγο να με κοιτάζει μ' απορία...
- Ε, ε, καλώστον! είπε μόλις με αναγνώρισε. Έλα, έλα να κάτσουμε να τα πούμε. Πέταξε με μιας το καλαμπόκι στις κότες και με τράβηξε να μπούμε μέσα. Αλλες φορές στην ερημιά του θα κράταγε ώρες, κανονική ιεροτελεστία μ' αυτή τη χούφτα το καλαμπόκι...
- Πώς και με θυμήθηκες τέτοια εποχή που όλοι φεύγουν; με ρώτησε γελαστά ο γέρος.
- Και θα μείνω και κάμποσο. Με τρέλανε ο στρατός, δεν το έχω ακόμα πιστέψει πως ξεμπέρδεψα.
- Τώρα είναι καλά τα πράματα. Εγώ είχα κάνει οχτώ χρόνια φαντάρος τότε. Αλλά, για πες μου, με τι ήρθες;
- Α, με το λεωφορείο...
- Μεγάλη ευκολία το ευλογημένο το λεωφορείο. Είχε κόσμο;
- Είχε τέσσερα άτομα από την Αγια-Σοφιά.
Μου ζήτησε να περιγράψω τους άλλους επιβάτες κι έδειξε ότι κατάλαβε ποιοι ήταν. Είπε κι ονόματα.
- Αντε όμως να βολέψεις τα πράματά σου στο ανώγι, όσο φέγγει ακόμα, να μην πολεμάς με τη λάμπα.
- Ναι, δεν θ' αργήσω!
- Κάνε με την ησυχία σου! Εγώ εδώ θα είμαι!
Πήρα το σάκο κι όπως βγήκα τον άκουσα να επαναλαμβάνει... εγώ εδώ θα είμαι, εδώ θα είμαι... Μ' ακολουθούσαν τα λόγια του στα σκαλιά. Η βροχή άρχισε δειλά-δειλά το τραγούδι στα τσίγκια στο χαγιάτι. Εγώ εδώ θα είμαι, εδώ θα είμαι... άκουσα και τη φωνή μου. Τα γκρίζα πετρόσκαλα γυαλοκόπησαν... εγώ εδώ θα είμαι, παραμιλούσε το καθένα που ανέβαινα. Εδώ θα είμαι...
Το δωματιάκι στο ανώγι το βρήκα όπως το είχα κάποτε αφήσει. Τίποτε δεν άλλαζε πια εκεί, η φθορά είχε κορεσθεί, είχε στοιχειώσει η λήθη στην αιωνιότητα της μοναξιάς. Έτριξε δυνατά το ξύλινο πάτωμα, οι αράχνες σάλεψαν στους ιστούς τους. Απόθεσα στη σκόνη του τραπεζιού κάποια πράγματα κι έστρωσα το κρεβάτι, χωρίς να καταλάβω για πότε σκοτείνιασε. Κατέβηκα κι ήταν ο Μπαρμπαμήτσος καθισμένος σ' ένα καρεκλί, με τα χέρια σταυρωμένα, σα να προσευχόταν. Είχε ανάψει τη λάμπα και καθήσαμε στο τραπέζι μ' ένα μπουκάλι κονιάκ που το φύλαγε πολλά χρόνια. Τσιμπήσαμε λίγες ελιές, τυρί και κρεμμύδι, μιλώντας ως πολύ αργά. Το ρολόι του το ξέχασε να το κουρντίσει την ώρα που κάθε βράδυ το κούρντιζε...
[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]
- Ε, ε, καλώστον! είπε μόλις με αναγνώρισε. Έλα, έλα να κάτσουμε να τα πούμε. Πέταξε με μιας το καλαμπόκι στις κότες και με τράβηξε να μπούμε μέσα. Αλλες φορές στην ερημιά του θα κράταγε ώρες, κανονική ιεροτελεστία μ' αυτή τη χούφτα το καλαμπόκι...
- Πώς και με θυμήθηκες τέτοια εποχή που όλοι φεύγουν; με ρώτησε γελαστά ο γέρος.
- Και θα μείνω και κάμποσο. Με τρέλανε ο στρατός, δεν το έχω ακόμα πιστέψει πως ξεμπέρδεψα.
- Τώρα είναι καλά τα πράματα. Εγώ είχα κάνει οχτώ χρόνια φαντάρος τότε. Αλλά, για πες μου, με τι ήρθες;
- Α, με το λεωφορείο...
- Μεγάλη ευκολία το ευλογημένο το λεωφορείο. Είχε κόσμο;
- Είχε τέσσερα άτομα από την Αγια-Σοφιά.
Μου ζήτησε να περιγράψω τους άλλους επιβάτες κι έδειξε ότι κατάλαβε ποιοι ήταν. Είπε κι ονόματα.
- Αντε όμως να βολέψεις τα πράματά σου στο ανώγι, όσο φέγγει ακόμα, να μην πολεμάς με τη λάμπα.
- Ναι, δεν θ' αργήσω!
- Κάνε με την ησυχία σου! Εγώ εδώ θα είμαι!
Πήρα το σάκο κι όπως βγήκα τον άκουσα να επαναλαμβάνει... εγώ εδώ θα είμαι, εδώ θα είμαι... Μ' ακολουθούσαν τα λόγια του στα σκαλιά. Η βροχή άρχισε δειλά-δειλά το τραγούδι στα τσίγκια στο χαγιάτι. Εγώ εδώ θα είμαι, εδώ θα είμαι... άκουσα και τη φωνή μου. Τα γκρίζα πετρόσκαλα γυαλοκόπησαν... εγώ εδώ θα είμαι, παραμιλούσε το καθένα που ανέβαινα. Εδώ θα είμαι...
Το δωματιάκι στο ανώγι το βρήκα όπως το είχα κάποτε αφήσει. Τίποτε δεν άλλαζε πια εκεί, η φθορά είχε κορεσθεί, είχε στοιχειώσει η λήθη στην αιωνιότητα της μοναξιάς. Έτριξε δυνατά το ξύλινο πάτωμα, οι αράχνες σάλεψαν στους ιστούς τους. Απόθεσα στη σκόνη του τραπεζιού κάποια πράγματα κι έστρωσα το κρεβάτι, χωρίς να καταλάβω για πότε σκοτείνιασε. Κατέβηκα κι ήταν ο Μπαρμπαμήτσος καθισμένος σ' ένα καρεκλί, με τα χέρια σταυρωμένα, σα να προσευχόταν. Είχε ανάψει τη λάμπα και καθήσαμε στο τραπέζι μ' ένα μπουκάλι κονιάκ που το φύλαγε πολλά χρόνια. Τσιμπήσαμε λίγες ελιές, τυρί και κρεμμύδι, μιλώντας ως πολύ αργά. Το ρολόι του το ξέχασε να το κουρντίσει την ώρα που κάθε βράδυ το κούρντιζε...
5 σχόλια:
Εξαιρετικό κείμενο.
φιλί
Είναι σπάνια η αίσθηση που αφήνει ο Μπαρμπαμήτσος.
Περιμένω, εγώ εδώ θα είμαι για την συνέχεια...
Χαίρομαι Ana που σου άρεσε και ιδιαίτερα για την τακτική επικοινωνία.
Φιλιά κι από εμένα καλή μου συνάδελφε.
Μαριάνα, ήδη από το πρώτο σου σχόλιο το έχω καταλάβει ότι ξέρεις το "μυστικό"...
Να 'σαι καλά, έτσι, σπάνια, εδώ, πάντα!
Το καλοκαίρι που είχα ξεμείνει στην Αθήνα το ξαναδιάβαζα.
Αυτό που γράφεις παρακάτω για τα όνειρα πόσο με είχε ταξιδέψει:
"Τόλμησα ν' ανοίξω την πόρτα κι αντίκρισα μ' ανακούφιση απ' έξω μόνη την αυγούλα. Φυσούσε ένα ψιχρούτσικο αεράκι, στάλαζαν τα δεντρόφυλλα, τα χρώματα βούιζαν από ζωντάνια. Μάλλον δεν ήρθε τ' όνειρο, έτσι έλεγε η κοινή εμπειρία. Μόνο απ' το τελείωμά τους τ' αναγνωρίζουμε τα όνειρα, ποτέ από τ΄ αρχίνημα. Και συνήθως τ' αγνοούμε εκείνα τα όνειρα που αργούν πολύ να φύγουν ή και δε φεύγουν ποτέ. Συνεχίζουμε να ζούμε μαζί τους, ν' αναπνέουμε, να περπατούμε, να σκεφτόμαστε μαζί τους, χωρίς να το ξέρουμε. Κι όλη μας η εμπειρία δεν είναι παρά κάποιο μέρος των ονείρων που δεν έχουν ακόμα τελειώσει..."
Έτσι λοιπόν, Κική, φαίνεται ότι θα το ξαναδιαβάσεις ακόμα μία φορά, μια και σκοπεύω να το δημοσιεύσω εδώ ολόκληρο, σε έξι αναρτήσεις (μία για κάθε κεφάλαιο). Κουράγιο!
Να περνάς όμορφα!
Δημοσίευση σχολίου