Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ (2)



2.
Η μέρα που ξημέρωσε δεν μου ήταν άγνωστη, ήταν σα να την ήξερα καλά από πριν. Η κάθε μέρα έχει τη μοίρα και το λόγο της. Όχι, δεν ήταν πως μου θύμιζε κάποια άλλη, δεν μου θύμιζε καμιά άλλη μέρα. Μου έφερνε όμως στο νου κάτι απ' τη συνείδησή μου, κάτι που θα μπορούσε να κατέχει απόλυτα εκείνο το παρόν, που δεν το ένιωθα εκείνο το πρωί. Το αναγνώριζα με βεβαιότητα, μα δεν είχε κανένα νόημα να το αναζητήσω πάλι, κάπου πίσω μου, στη μνήμη μου. Ούτε ήρθε ούτε πέρασε ποτέ, μα ήταν γνώριμο, σαν εκείνο το πέλαγος, σαν εκείνο τον ουρανό, σαν τα βότσαλα, την άμμο, τις καναπίτσες του Λιμιώνα. Απλώς, τ' αναγνώριζα όλα, κι εκεί πέρα στην άκρη της αμμουδιάς, με αναγνώριζε όμοια η σπηλιά, ένα κενό, μια οπή στη ρίζα της απόκρημνης πλαγιάς του βουνού. Υπήρχε, λέγαν, μια σπηλιά εκεί. Έλειπε του βουνού εκείνο το κομμάτι, μα πάντα εννοούσαν ότι είχε κάτι παραπάνω, είχε και μια σπηλιά το βουνό. Όπως, όσα λείπουν από τη συνείδηση κι είναι κάποτε η απουσία τους το παραπάνω, ένας επιπλέον εαυτός δια μέσου της απουσίας, οντότητες που μας φαίνονται σαν ανάμνηση χαμένη κάποτε.

Ήταν ακριβώς στο κύμα η σπηλιά, πανύψηλη και φαρδιά, γεμάτη άμμο. Στο βάθος της, μια σκοτεινή τρύπα, απρόσιτη, γιατί ήταν πολύ ψηλά, τράβαγε μια άγνωστη πορεία στα σωθικά του βουνού. Εμένα με τράβαγαν πάντα στη σπηλιά τα χρώματα των γδαρμένων πετρωμάτων, σα μαγνήτες, χρώματα αφύσικα αληθινά, ανατριχιαστικά αληθινά, πιο αληθινά απ' την ίδια την πέτρα. Συμβαίνει ο χαρακτήρας ενός πράγματος να καλύπτει το ίδιο το πράγμα. Σαν τη μέρα εκείνη στην έρημη ακτή, στην κούφια πλαγιά της ύπαρξής μου, σε μια κοιλότητα της συνείδησής μου, στην απουσία τη γεμάτη σταλακτίτες, στις απολιθωμένες ροές μιας αβίωτης ραγισμένης συγκίνησης, ανέπνεα και μεθούσα από τη σκόνη και την άρμη και νόμιζα πως άρχιζαν πάλι τα περασμένα καλοκαίρια. Με ξεγελούσε πάντα μια νεαρή κερασιά που λυγούσε απ' το πολύ φορτίο με αγαλλίαση και πόνο, προσφέροντας τη λιγοστή σκιά της σε μια πήλινη νεολιθική μάνα με τεράστιους γλουτούς, που χτενιζόταν... από χιλιάδες χρόνια πριν.

Έσκυψα και σήκωσα το κουβάρι τα φύκια που κράταγαν μέσα τους μπλεγμένη την αργυρή της κτένα. Ήταν παραδίπλα, κάπου στη μέση της σπηλιάς αποκαΐδια και στάχτη, και πέτρες μαύρες απ' την καπνιά. Πιο έξω, ένας πεθαμένος γλάρος, μισολιωμένος. Μου έφυγαν τα φύκια απ' τα χέρια μου, που τα ένιωσα να μαλακώνουν τόσο, ν' αναλιώνουν σαν το κερί. Είχα δει τα χέρια του Μπαρμπαμήτσου να αναλιώνουν έτσι, κάθε φορά που ξεκόλλαγε ένα χαρτάκι απ' το ημερολόγιο. Έλεγε δυο-τρεις φορές την ημερομηνία και το γύριζε απ' την ανάποδη, να διαβάσει το λαϊκό τετράστιχο. Με κοίταζε ύστερα παρακλητικά, για να τον ρωτήσω:
- Τι λέει, λοιπόν, το ποίημα σήμερα;
Έπαιρνε ύφος επίσημο και έκανε προσπάθεια να δώσει βάρος στη φωνή του, σαν πολεμικό ανακοινωθέν ακουγόταν:
- Θυμάμαι της είπα σ' αγαπώ
κάτω στην κρύα βρύση,
της χάρισα κλωνί βασιλικό
κι είχα τα χείλη της φιλήσει.
- Ωραίο ποιηματάκι, Μπαρμπαμήτσο.
Συμφωνούσε ο γέρος, μα συμπλήρωνε ότι περάσαν πια τα ωραία. Του έλεγα ότι θα έρθουν τα άλλα.
- Και τι να τα κάνω τ' άλλα;
- Κάτι θα προσδοκάς και συ...
- Σαν τι να προσδοκάω;
- Να, οτιδήποτε, καμιά γιορτή, τα Χριστούγεννα…
- Α, ναι...
- Και πού λες φέτος να κάνεις Χριστούγεννα; Θα πας κείθε στους συγγενείς;
- Ξέρωγω! Μα για ποια Χριστούγεννα μου λες;
- Γι' αυτά τα Χριστούγεννα λέω.
- Χμ... Προχτές το είχα για Χριστούγεννα.
Σηκώθηκε απότομα κι έφερε ένα μπλοκάκι. Μου το έβαλε μπροστά μου και συνέχισε:
- Εκεί τα έχω γραμμένα, προχτές τα διάβαζα μονάχος μου. Κοίτα τι λέει!

Τρεμουλιαστά τα γράμματα και βάναυσα πατημένα στο χαρτί: «Σήμερα Χριστούγεννα. Ήρθε εδώ η ανιψά μου η Λενιώ μαζί με τον άντρα της. Ήρθε κι ο γερο-Βαγγέλης με το γαϊδούρι από το χωριό. 25 Δεκεμβρίου».
- Είδες; Προχτές… 25 Δεκεμβρίου, όπως το γράφει!
- Ποιο χρόνο όμως;
- Κάθε χρόνο!
- Ε, άλλα πάντως λέει το ημερολόγιο…
- Μην κοιτάς το ημερολόγιο, αυτό τα δικά του λέει. Άλλα λένε και τα σύννεφα, κι ακόμα πιο καλά τα λένε, πιο καλά τις διαβάζω τις μέρες στα σύννεφα. Κοίτα...

Μου έδειξε ψηλά, μέσα απ' το ανατολικό παραθυράκι. Κοιτάζαμε κι οι δυο. Σα να ήταν ένας άγγελος που κάτι έγραφε στα σύννεφα.
- Δεν γράφει... ζωγραφίζει! είπε ο Μπαρμπαμήτσος, χωρίς να γυρίσει. Είχε απορροφηθεί τόσο, κι εμένα με είχε πια ξεχάσει εντελώς. Λίγο-λίγο άρχισαν να ξεφυτρώνουν δυο άσπρες φτερούγες στην πλάτη του. Η ζωγραφιά βάθαινε στον ουρανό... Κάπου, κάπου την ξέρω αυτή τη ζωγραφιά, έλεγα από μέσα μου.
- Την ξέρεις αυτή τη ζωγραφιά, ψιθύρισε ο γέρος, σα να με είχε ακούσει. Κι αναρωτιόμουν αν είχε ποτέ προσέξει τις φτερούγες του.

Προσπαθούσα να θυμηθώ πού την ήξερα τη ζωγραφιά εκείνη, και βιαζόμουν να προλάβω, πριν ανέβει το κύμα και τη σβήσει. Πώς γίνεται μ' ένα ξερόκλαδο να ζωγραφίζεις καθρέφτες στην άμμο; Καθρέφτες θεόρατους, όπου για μια στιγμή χωράει όλος ο ουρανός, με τα σύννεφα και τους αγγέλους του...

Ο Μπαρμπαμήτσος έκλεισε το παραθυράκι κι ευθύς τα φτερά του πήραν και μίκραιναν, συρρικνώθηκαν, χάθηκαν. Η θάλασσα είχε ανέβει στην ώρα της. Έκανα δυο βήματα πίσω και γονάτισα μπροστά στον ψόφιο γλάρο. Ανασήκωσα με δέος τις δυο διαλυμένες φτερούγες του, ξεσκεπάζοντας μια ζεστή λακκουβίτσα στην άμμο, γεμάτη άσπρα σκουληκάκια που γλεντούσαν σιωπηλά. Γύρισα και διάβασα το λείο φαιοκίτρινο βράχο που στεκόταν ορθός δίπλα στην είσοδο της σπηλιάς, σα γιγάντια επιτύμβια στήλη. Και μνημόνευε... ημερομηνίες, καρδούλες κι έρωτες, ανακατεμένα ονόματα πλήθος. Τόσοι που κάποια καλοκαίρια είχαν βρεθεί εκεί. Κι έφυγαν πάλι, αφήνοντας πίσω τους τη μοναξιά του τοπίου. Πήραν μιαν ανάμνηση μαζί τους και γύρισαν στη ζωή τους. Έτσι, όπως κόβει κανείς ένα αγριολούλουδο και το παίρνει μαζί του, να το βάλει σε ανθοδοχείο στο σπίτι του. Πάντα ήταν γοητευτικό ντεκόρ ο θάνατος.

Παλιά, είχα κουβαλήσει κι εγώ μια μεγάλη χρωματιστή πέτρα από μια παραλία. Την άλλη μέρα μαράθηκε η δύστυχη, σα να μην είχε πια υπόσταση, την είχε αφήσει εκεί πίσω, πέρα στην πέτρινη μνήμη της. Γιατί το κάθε τι στο χώρο του θυμάται πολύ αλλιώτικα από μια συνείδηση που όλο ξενιτεύεται. Η φθορά των φυσικών πραγμάτων είναι κι αυτή ανάμνηση, η αμόλυντη μνήμη τους είναι σε κάθε στιγμή ο εαυτός τους, πέρα από το σχετικό και το εφήμερο, η απόλυτη ανάμνηση του ταυτόχρονου, μια αδιάκοπη παρουσία στο χώρο και το χρόνο, μακριά πολύ από τη χρησιμοθηρία των νοητικών μας λειτουργιών.

Σεργιανούσα στην αμμουδιά και μου φαίνονταν όλα σαν ένα θεατρικό σκηνικό, που απλώς παρίσταναν αυτό που ήταν. Δεν είχε νόημα το αληθινό και το φανταστικό, η
πραγματικότητα η υποκειμενική κι η αντικειμενική. Άκουγα το σήμαντρο του ξωκλησιού, ένα κάλεσμα, χωρίς να 'ναι ψυχή πάνω στο ξωκλήσι. Μόνο ο αέρας, ίσως... ο αέρας. Κι όπως ήμουν καθισμένος σ' έναν κούφιο δεντροκορμό στην άμμο, ήταν σα ν' άρχιζε μια ακόμα παράσταση. Παρίστανα κι εγώ τον εαυτό μου και μ' έβλεπα απέναντί μου, καθισμένο σ' έναν ίδιο δεντροκορμό στην άμμο. Έμοιαζα κι εγώ, σαν όλος ο χώρος, συνέχεια μιας ανάμνησης αδέσποτης, που φτερούγιζε εδώ κι αλλού, παρασέρνοντας μαζί της την κάθε πρόσκαιρη υλικότητα που μοιραία τύχαινε στο δρόμο της. Κι ο ήχος του σήμαντρου ακούστηκε καθαρότερος, καλώντας με να πάρω το μικρό ανήφορο για το ξωκλήσι. Την παντέρμη θύμηση του ξωκλησιού ακολουθούσαν τα βήματά μου, καθώς ανέβαινα το μονοπάτι. Φύσηξε το αεράκι στο ξέφωτο της κορφούλας, ο ασβέστης έφεγγε, μισάνοιχτη η πορτούλα, έτριζε ρυθμικά. Μοσχοβολιά λιβανιού κι εγκαρτέρησης, ένα καντήλι στεγνό στην υποθετική Ωραία Πύλη, τρία εικονίσματα όλα κι όλα στον τοίχο, της Παναγιάς, του Χριστού και των Αγίων Αναργύρων, χαιρετηθήκαμε σιωπηλά. Μου έλεγε ο Μπαρμπαμήτσος πως φορές του μιλάνε. Η Παναγιά του είπε κάποτε για τη συχωρεμένη τη γυναίκα του, ότι είναι καλά και τον συλλογιέται... Τα χείλη του έτρεμαν και βούρκωνε όταν το 'ξηγούσε. Γύριζε απότομα τότε την κουβέντα, μιλούσε για χιλιαδυό, μα πιο συχνά για το αγκάθι της σκορπιομάνας και της δράκαινας, και φύτρωνε, έλεγε, κάποιο βότανο στην ακτή, που ανακούφιζε τον πόνο άμα σε χτύπαγε τ' αγκάθι.

Άφησα πίσω μου ένα αναμμένο κεράκι και βγήκα στη χαμηλή πετρόχτιστη αψίδα, όπου κρεμόταν το μικρό σήμαντρο, στο ύψος σχεδόν του ώμου μου. Από εκεί φαινόταν όλη η αμμουδιά. Σα να ήταν έγκυος έμοιαζε η αμμουδιά. Είχε πέσει υγρασία, μια έντονη υγρασία με τη μορφή μιας αμφίβολης, ημιδιάφανης αυλαίας, που δεν ήξερες πότε έκλεινε και πότε άνοιγε, πότε έκρυβε και πότε αποκάλυπτε τα δρώμενα. Οι εικόνες δεν ήταν παρά αποστάσεις και τις μετρούσα τεντώνοντας τη σκέψη μου σα λάστιχάκι στον αέρα. Μια ξεχωριστή οντότητα αντιστοιχούσε σε κάθε απόσταση και κάθε κόκκος της άμμου είχε διαφορετική απόσταση απ' τα μάτια μου. Όμως, η κάθε απόσταση είναι πάντα κάτι λιγότερο απ' αυτό που ορίζει. Κάθε τόσο η σκέψη μου έτεμνε την προέκτασή της κι άφηνε, αντί να στάξει αίμα, ένα κόκκινο μαντίλι σημάδι της πληγής στα δάχτυλά μου. Το σήκωνα κάθε τόσο ψηλά και τ' ανέμιζα, ξέροντας καλά ότι οι αποχαιρετισμοί δεν μπορεί παρά να είναι είτε πρόωροι είτε αργοπορημένοι. Ωρίμαζαν απ' τη μια στιγμή στην άλλη οι εικόνες κι οι παραστάσεις, οικείες και ξένες συνάμα, μέσα στην ατομικότητα των βιωμάτων και την ταυτότητα των περιστάσεων...

Πρόσεξα τότε μια κίνηση μέσα στις τελευταίες καναπίτσες, εκεί που έσβηνε η κοίτη της ρεματιάς και γινόταν ένα με την αμμουδιά. Έπλασα στο μυαλό μου την εικόνα ενός ξελιγωμένου σκύλου κι ακόλουθα μιας γίδας ξεκομμένης απ' το κοπάδι της και... Σε λίγο εμφανίστηκε πίσω απ' την καναπίτσα μια γυναικεία φιγούρα με μακρύ μπλε φόρεμα, με μακριά μαύρα μαλλιά… Είχα μείνει με το κόκκινο μαντίλι σηκωμένο ψηλά, ενώ εκείνη περπατούσε προς τη θάλασσα, ακολουθώντας την πορεία που θ' ακολουθούσε κι η ρεματιά, αν είχε νερό. Ο Μπαρμπαμήτσος πάντως μου είχε πει πως ψυχή δεν υπήρχε τότε στο Λιμιώνα. Η κοπέλα ανασήκωσε το φόρεμά της και μπήκε δυο βήματα στη θάλασσα. Πήρε με τις χούφτες κι έβρεξε με θαλασσόνερο το πρόσωπό της, ξανά και ξανά. Σκουπίστηκε με τα χέρια της αργά κι απότομα τα ξαναβούτηξε στο νερό, σαν κάτι να ψαχούλευε. Φαντάστηκα πως ίσως εκεί της έπεσε το αγαπημένο σκουλαρίκι. Θα ήταν το πιο ακριβό της ενθύμιο, ένα ενθύμιο με φλέβες και χτυποκάρδι, αλλά και υπολανθάνουσα απιστία. Ένα από αυτά τα ενθύμια που κοιτάζουν πάντα πώς να φύγουν και βρίσκουν κάποτε τον τρόπο, ένα φυσικότατο όσο και απίθανο τρόπο, σε μια απρόσμενη αλλά σοφά υπολογισμένη ώρα. Η κοπέλα σήκωσε το κορμί της, πήρε μια ανάσα και συνέχισε να ψαχουλεύει στο νερό. Φαίνεται κουράστηκε, απογοητεύθηκε και τα παράτησε. Το πήρε πια η θάλασσα εκείνο το μοναδικό σκουλαρίκι και θα το έπαιζε σα βοτσαλάκι, θα το πιπιλούσε μέχρι να βρει τη μικρούλα του ψυχή, μια ελάχιστη σκόνη διαλυμένη στο νερό, να την απλώσει σ' όλο το πέλαγος. Εκείνη συνέχισε την πορεία της στην άμμο, δίπλα στο κυματάκι και διάβηκε αργά και άτονα ανάμεσα σε δύο πετρωμένα όνειρα. Όταν τα ολομόναχα όνειρα άγγιζαν τον εαυτό τους, γίνονταν πέτρα, έτσι απλά πέτρωναν και έμεναν εκεί, μισοβυθισμένα στην έρημη αμμουδιά. Διάβηκε ανάμεσα, κι ο αφρός την ακολούθαγε, η μουσική της ατέρμονης απορίας αντίκρυ στο θνητό σούρουπο. Σα να ήθελε από κάπου να πιαστεί, είχε σηκώσει τα χέρια σε ικεσία, έστω να πιαστεί από κείνα τα πηχτά σύννεφα της δύσης. Σκάλωσε το πόδι της, παραπάτησε κι έπεσε μαλακά στην άμμο. Θυμάμαι, εκείνο το παλαμάρι, που είχε τότε βρεθεί στο δρόμο της, ήταν χρόνια στην ίδια θέση. Σηκώθηκε κι έπιασε να τραβά την άκρη του, ξεθάβοντάς το ελάχιστα. Εκείνο αντιστεκόταν, βαστούσε ένα τεράστιο βάρος στην άλλη του άκρη, την αθέατη. Το τραβούσε με όση δύναμη είχε, αγνοώντας ότι η άλλη του άκρη είναι πάντα η αθέατη άκρη του. Εγκατέλειψε κάποτε και συνέχισε το δρόμο της, πηγαίνοντας ίσια προς το βράχο που δέσποζε στη μέση της αμμουδιάς.

Ήμουν πολύ δεμένος μ' εκείνο το βράχο. Στο φυσικό του λάξευμα που έμοιαζε θρόνος, κούρνιαζα κάποιες ανέφελες νύχτες κι άκουγα τ' αστέρια. Κοιμόμουν με τα μάτια ανοιχτά κι αφουγκραζόμουν όλη νύχτα. Έτσι γινόταν πάντα, εκτός από μια νύχτα που ένα ζευγαράκι είχε στήσει το κόκκινο αντίσκηνό του εκεί δίπλα. Προχωρημένη ώρα, με ξύπνησε η φωνή της γυναίκας. Τ' αστέρα όλα μαζί βουβάθηκαν...
- Να μην υπήρχαν εκείνες οι κοτρώνες! Στα καλύτερα σημεία της αμμουδιάς πήγαν
και φύτρωσαν.
- Ε, και τι; της απάντησε ο άντρας της.
- Να, θα παίζαμε ρακέτα χωρίς να φοβόμαστε μη σπάσουμε τα μούτρα μας.
- Μα αυτό σ' απασχολεί και δεν κοιμάσαι;
- Σκέφτομαι, λες και τις φύτεψαν επίτηδες... είπε αυτή και σώπασαν για λίγο.
Αργότερα, γέλασε ο άντρας και είπε ζωηρά:
- Έχω μια φοβερή ιδέα. Να πάρουμε ένα λοστό το πρωί και να ξεριζώσουμε τις πιο
ενοχλητικές κοτρώνες, να τις κυλήσουμε παραπέρα και ν' ανοίξει ο χώρος. Αλλά...
- Τι αλλά; Πολύ καλή ιδέα!
- Μ' αυτά όμως θ' ασχολούμαστε στις διακοπές μας, με λοστούς και κοτρώνες;
- Ε, βέβαια...
- Λέω το πρωί να πάμε καλύτερα να βγάλουμε καμιά φωτογραφία, πέρα στην άκρη του κάβου. Ο ήλιος θα βγαίνει κόκκινος μέσ' από τη θάλασσα.
- Αρκεί να μην έχει συννεφιά!
- Χα, χα... με το λοστό βγάζουμε και τα σύννεφα! είπε αυτός κι έβαλαν μαζί τα γέλια, μέχρι που αποκοιμήθηκαν. Τ' αστέρια άργησαν, αλλά τελικά ξαναβρήκαν τη λαλιά τους.

Η γυναίκα με το μπλε φόρεμα πλησίασε το βράχο, άπλωσε το χέρι και χάιδεψε τη γυαλιστερή του επιφάνεια, έφερε ένα γύρο κι ύστερα κάθισε στον πέτρινο θρόνο. Είχε στραμμένο το βλέμμα της προς το μέρος μου, μα σκέφτηκα πως δεν μπορούσε να κοιτάζει εμένα, μ' έκρυβε αρκετά ένας σκίνος. Εκείνη κάλυψε τα μάτια της με την παλάμη. Σα να μετακινήθηκε όλος ο χώρος για μια ασύλληπτη στιγμούλα. Κι όταν η στιγμούλα χάθηκε, έδωσε τη θέση της σ' ένα κενό, μια ασαφή οπή στον ορίζοντα. Μερικά σπασμένα ράμματα ανέμισαν στο ενστικτώδες πισωπάτημα της σκέψης της. Απ' την εικόνα έλειψαν απότομα λίγα ξέψυχα κυματάκια, λίγες χούφτες άμμος, λίγες πιθαμές σύννεφο. Η οπή του ορίζοντα την ακολουθούσε… προχωρούσε λίγο και σταματούσε. Βρέθηκε πιο πέρα ένα πράσινο μπουκάλι μπροστά της, που θα το είχε φέρει η θάλασσα από μακρινή ακτή. Το πήρε και κοίταξε ολόγυρα μην την είδε κανείς. Το έσφιξε στο στήθος της, με τελετουργικές κινήσεις, το έβαλε ανάμεσα στα μάτια της και τον ήλιο. Σα να βάρυνε πολύ το μπουκάλι, γλίστρησε απ' τα χέρια της και πέφτοντας πάνω στην γκρίζα κοτρώνα, έγινε θρύψαλα γύρω στα πόδια της, με ήχο εχθρικό στ' αυτιά μου. Έσκυψε να μαζέψει τα γυαλιά, ίσως και το φελλό που το σφράγιζε σφιχτά, ίσως κι ένα άγνωστο μήνυμα. Τα πετούσε όλα σ' εκείνη την οπή που έχασκε ακόμα στον ορίζοντα. Μια βαριά μυρωδιά μούχλας είχε απλωθεί στον αέρα, ρουφούσε το οξυγόνο, μούδιαζαν τα μέλη της. Πρόλαβε να πετάξει και το τελευταίο γυαλάκι κι έπεσε λιπόθυμη στην άμμο...

Κατέβηκα τρέχοντας απ' το ξωκλήσι κι έφτασα λαχανιασμένος κοντά της. Ήταν πολύ αληθινή όσο και χλομή, ανάσαινε αλαφριά. Πέρασα τα χέρια μου κάτω από το κορμί της και τη σήκωσα με προσοχή, μην και την ξυπνήσω. Εκείνη έμοιαζε να το απολαμβάνει καθώς την κουβαλούσα στου Μπαρμπαμήτσου. Ο γέρος ήταν στην αυλή και μ' ένα λούρο τίναζε τα μούρα απ' τις μουριές. Μόλις με είδε, πήγε γρήγορα ν' ανοίξει την πόρτα...
- Ξάπλωστη στο κρεβάτι! Τι έπαθε;
- Δεν ξέρω, λιποθύμησε.
Μόλις την άφησα στο δεύτερο κρεβατάκι, με ρώτησε σα να με μάλωνε:
- Και γιατί δεν μου το είχες πει;
- Τι να σου πω; Πού το ήξερα;
- Μαζί δεν ήσασταν;
- Πώς μαζί; Εσύ μου είπες, Μπαρμπαμήτσο, ότι δεν υπάρχει ψυχή εδώ κάτω...
- Σου το 'πα, μα αν νομίζεις πως τα 'χω χάσει...
- Α, όχι...
- Κάτσε να δεις! είπε και πήγε κι άνοιξε το ξύλινο κασελάκι που ήταν πάντα στη γωνία και πάντα αραχνιασμένο.

Εκεί φύλαγε το πολύτιμο αρχείο του, ήταν το ανεκτίμητο θησαυροφυλάκιό του εκείνο το κασελάκι. Έχωσε το χέρι μέσα κι έβγαλε ένα παλιό τετράδιο με χοντρό πανάρι. Κάθησε στο τραπέζι κι άρχισε να το ξεφυλλίζει. Σκόρπιες γραφές από δω κι από κει κι ανάμεσα στα φύλλα σκόρπιες φωτογραφίες. Έψαχνε με την ησυχία του, όταν έξαφνα σταμάτησε και μου έδωσε μια σπρωξιά στον ώμο. Μου έβαλε μπροστά μου μια κακοποιημένη φωτογραφία και περίμενε την αντίδρασή μου. Ήταν βγαλμένη στην αυλή του σπιτιού του, κάτω από την κληματαριά, αλλά ήταν σε πολλά σημεία τσαλακωμένη και ξεφλουδισμένη. Εκτός από τον Μπαρμπαμήτσο και τον πετεινό του, δεν μπορούσα να διακρίνω τ' άλλα δύο πρόσωπα, κάποιον και κάποια που ήταν δίπλα στο γέρο χέρι-χέρι.
- Βλέπεις, μου λέει, Αύγουστος δεν ήταν;
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι. Ξανατράβηξε στο μέρος του τη φωτογραφία και μου έδειξε... - Εσύ είσαι αυτός, αυτή είναι αυτή, αυτός είμαι εγώ, κι ο πετεινός είναι ο πετεινός, ο ίδιος.
Ξανακούνησα καταφατικά το κεφάλι και τον ρώτησα...
- Και πότε λες να συνέλθει;
- Αστη, μπορεί να 'ναι κουρασμένη. Θα της βάλω λίγο ξίδι να μυρίσει...

Πήγε στο κατώγι να φέρει την μποτίλια με το ξίδι. Μόλις σηκώθηκα απ' την καρέκλα, ένιωσα απότομα μια ζάλη. Σα να ήταν ξένη η σκέψη μου μέσα στο μυαλό μου. Μήπως είχα κάνει λάθος; Όπως όταν χρόνια και χρόνια βλέπεις συνέχεια κάποιους και μπορεί να τύχει μια στιγμή να τους κοιτάξεις πιο προσεχτικά και να απορείς, να λες δεν τους είχες ξαναδεί ποτέ πριν... Ήρθε ο Μπαρμπαμήτσος με το ξίδι και της έβαλε σ' ένα φλιτζανάκι να μυρίσει. Ήθελα να βγω έξω, κάτι με τράβαγε κι είπα στο γέρο πως κάτι ξέχασα στο γιαλό. Δεν έδωσε σημασία.

Κάτω στο γιαλό, έψαχνα να βρω τι είχα ξεχάσει. Ήταν τόσο απλό και φυσικό, θα είχα ίσως ξεχάσει να ξαπλώσω, να μισοκοιμηθώ με τ' αφτί στην άμμο, ν' ακούω το σφυγμό της άμμου, κάπου ανάμεσα στη μέρα και τη νύχτα. Είχα ίσως ξεχάσει το νιο φεγγάρι κι ανασηκώθηκα στους αγκώνες να του ανταποδώσω το νεύμα της συμπάθειας. Θα είχα ξεχάσει κι ένα νεκρό αστερία, που τον είχα συντροφιά και περιμέναμε μαζί τη νύχτα να 'ρθει. Ήταν κι ένα αυλάκι στην άμμο παραπέρα, από το σούρσιμο μιας βάρκας κάποιου άφαντου ψαρά. Και περιμέναμε, εγώ κι ο νεκρός αστερίας, περιμέναμε εκεί τη νύχτα να 'ρθει, δεν ξέρω μέχρι πότε. Αλλά η νύχτα μας είχε ήδη προσπεράσει, είχε κυλήσει ίσα κατά τη θάλασσα, μέσα από κείνο τ' αυλάκι που είχε χαράξει στην άμμο η βάρκα. Το νιο φεγγάρι βασίλεψε γρήγορα. Κουράστηκε πια να περιμένει ο νεκρός αστερίας κι ήρθε μέσ' στη χούφτα μου να ξεψυχήσει. Πρόλαβε και μου ψιθύρισε μόνο: Φράξε εκείνο τ' αυλάκι, θα κουραστείς κι εσύ... Μα εγώ περίμενα ακόμα. Πέρασε η νύχτα και προσπέρασε πάλι ως τότε. Μονάχα μια στερνή φορά πλησίασε και πύκνωσε και στάθηκε ολόκληρη η νύχτα ακριβώς πάνω απ' το νεκρό αστερία, μια μαύρη ταφόπλακα στο μνήμα του, που δεν το διέκρινα πια, μόνο ήξερα πως ήταν τόσο κοντά μου, τόσο όσο εγώ δεν ήμουν ίσως.

Με άκουσα τότε στη μέση της νύχτας που μουρμούριζα πως είμαι εδώ. Έψαχνα με αγωνία να βρω μια εικόνα να την ταιριάξω στ' ονειρομιλητό μου. Έλεγα πως θα ήταν το αυριανό όνειρο. έλεγα πως θα μπορούσε να ταιριάξει τ' όνειρο στ' όνειρο. Μα, γιατί; Γιατί αμφέβαλα για την αλήθεια μιας αυγουστιάτικης φωτογραφίας κάτω από μια κληματαριά; Μια θύμηση λησμονημένη δεν είναι στ' αλήθεια κι η αιωνιότητα; Κι αν το πιο μακρινό απ' τη ζωή είναι ο θάνατος, ακόμα πιο πέρα, κι από το θάνατο πιο μακριά, μια τέτοια θύμηση πάντα θα μένει, μια θύμηση λησμονημένη...


[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ (1)

"Αλλού - Στο Λιμιώνα του Μπαρμπαμήτσου" (Ιούνιος 2000)


1.
Ποιος θα το περίμενε τότε να πάει από τα Ψαχνά στην Αγια-Σοφιά με λεωφορείο! Ήταν, ομολογουμένως, φαεινή η ιδέα του ΚΤΕΛ Ευβοίας, που αντί να αποσύρει το σαραβαλιασμένο λεωφορείο του, προτίμησε να του εμπιστευθεί το πλέον επώδυνο και, σίγουρα, οικονομικά ασύμφορο δρομολόγιο. Έτσι, μια φορά την εβδομάδα, απομεσήμερο Τετάρτης, το λεωφορείο ξεκινούσε από την πλατεία των Ψαχνών κι αφού σκαρφάλωνε στη Ράχη, ψηλά στην οροσειρά της Δίρφης, κατηφόριζε στην ανατολική πλευρά της Κεντρικής Εύβοιας, για να τερματίσει ξεθεωμένο στο απόμερο χωριουδάκι της Αγια-Σοφιάς, που είχε δεν είχε τριάντα σπίτια τότε. Πιο κάτω, κάπου τέσσερα χιλιόμετρα μακριά απ' το χωριό, ήταν η αγαπημένη ακτή του Λιμιώνα, με μόνιμο κάτοικο ένα μόνο γέρο, τον Μπαρμπαμήτσο τον Κορδώνη, άτεκνο και χήρο προ δεκαετιών.

Την τελευταία Τετάρτη του Σεπτέμβρη, μη έχοντας κάποιο άλλο μέσον, πήρα το θρυλικό λεωφορείο να πάω φθινοπωρινή επίσκεψη στον Μπαρμπαμήτσο. Μόλις που πρόλαβα, αν και έφτασα στην αφετηρία τουλάχιστον μισή ώρα πριν την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης. Έτοιμος ο οδηγός στο τιμόνι, είχε ήδη βάλει μπρος τη μηχανή κι όταν με είδε στην πόρτα, μου πρότεινε απαγορευτικά το χέρι, φωνάζοντας:
- Εεε! Αλλού πάει το πούλμαν! Σα πού πας συ;
- Αλλού! Αλλού πάω κι εγώ!
Περιέργως, μούτρωσε ο άνθρωπος, αλλά μου έκανε τη χάρη να μου πει την τιμή του εισιτηρίου. Υπήρχαν μέσα άλλοι τέσσερις συνεπιβάτες, που είχαν - ποιος ξέρει από πότε - καταλάβει τις τιμητικές θέσεις, μπροστά - μπροστά. Δυο γέροι με γκλίτσες, ένας ξερακιανός ψαρομάλλης παπάς και μια ευτραφής μαυροφόρα με κατακόκκινα μάγουλα. Χαιρετηθήκαμε κι έπιασα ένα απ' τα τελευταία καθίσματα. Σε λίγη ώρα, ανεβοκατεβαίναμε στα πευκόφυτα βουναλάκια πάνω απ' το Κοντοδεσπότι. Ήταν αφόρητο το μουγκρητό του λεωφορείου. Ο δρόμος όλο χειροτέρευε, κι άμα μπήκαμε στα έλατα, τα πράγματα χειροτέρεψαν πολύ. Βογκούσε το σαράβαλο, όλα τα τζάμια βροντούσαν, τα πετσοκομμένα καθίσματα τα είχε πιάσει υστερία. Ένας τροχοφόρος σαματάς όλη η υπόθεση. Έκανε ψύχρα πια, μα είχα συνέχεια έξω το κεφάλι. Χάζευα θάλασσες κυματιστές από φτέρες, τα νερά που τρέχαν απ' τα βράχια, τα γίδια που σκόρπιζαν τρομαγμένα κι ηχολογούσαν γλυκά τα κουδούνια τους. Ήταν πλάι στο δρόμο και κάποια θερία έλατα νεκρά, ολόγυμνα, σα να μου έγνεφαν να ζυγώσω κοντά τους. Κι εγώ σαν άγαλμα, ασήκωτος κι ακίνητος, προσπερνούσα, όλο προσπερνούσα...

Ώσπου, ύστερα από δυο ώρες σχεδόν, φανερώθηκε έξαφνα μπροστά μου η Αγια-Σοφιά. Έξαφνα, γιατί ήταν καλά κρυμμένη μέσα στο πράσινο, ανάμεσα σε τρεις βουνοπλαγιές ριζωμένη. Κορνάρισε παρατεταμένα ο οδηγός κι ακριβώς μπροστά στον άδειο καφενέ πάτησε ένα θριαμβευτικό φρένο. Είχαν καταφθάσει για την υποδοχή τα πεντέξι παιδιά του χωριού, που παρατάχθηκαν λίγο παραπέρα και με κοίταζαν σα να περίμεναν να τους κάνω κάτι ακροβατικό ή κάποια ταχυδακτυλουργία. Αλλά δυστυχώς τ' απογοήτευσα. Φορτώθηκα στον ώμο το μεγάλο μου σάκο και πήρα τον κατήφορο για το Λιμιώνα. Με συνόδεψαν τα παιδιά ως το τελευταίο απομακρυσμένο σπιτοκάλυβο του χωριού, σε μια στροφή του δρόμου. Δεν επρόκειτο για δρόμο, ένα ευρύχωρο μονοπάτι ήταν, δίπλα ακριβώς στη ρεματιά. Είχαν φουντώσει οι κισσοί στις όχθες και με γοήτευε η τρέλα τους, η θεία μανία τους, όπως τυλίγονταν και σκαρφάλωναν σε κάθε ράχη, κλώνο και κορμό. Λίγο να κοντοστεκόμουν, έλεγα θα με τύλιγαν και μένα.

Επιτάχυνα συνεχώς το περπάτημα, βιαζόμουν ν' ανταμώσω τον Μπαρμπαμήτσο. Τέτοια ώρα, βαριά σιωπή εκεί κάτω στο Λιμιώνα, απόγευμα φθινοπωρινό κι ο γέρος παραδομένος στη μελαγχολία του. Είχε πια κλείσει τα ογδονταοχτώ του. Θα είχε παρέα του καμιά δεκαριά γάτες γύρω του και καναδυό στα γόνατά του να κοιμούνται. Έφερνα μαζί μου Σύγχρονη Ιστορία και θαλασσινά διηγήματα, που του άρεσαν. Ασήκωτος αυτός ο σάκος με τα τόσα κονσερβικά. Ήλπιζα να φανεί και κανένας ψαράς, αν είχε καλοσύνες ο καιρός...

Μετά την τελευταία στροφή του μονοπατιού, απλώθηκε μπροστά μου ο όρμος, λουσμένος σ' ένα σπάνιο, παμπάλαιο φως, μια αντίκα φωτός. Τα δυο βουνά, που τόση ώρα μ' ακολούθαγαν, βαρέθηκαν απότομα κι έπεσαν αποκαμωμένα μεσ' στη θάλασσα. Πέρασα ανάμεσα στα δύο πανύψηλα πλατάνια κι εμφανίστηκε μπροστά, στ' αριστερά μου, η αμμουδιά. Στο δεξί μου χέρι η αυλή του Μπαρμπαμήτσου, στρωμένη κίτρινα φύλλα απ' τις μουριές. Στάθηκα και πήρα μια βαθιά ανάσα. Πύκνωναν τα σύννεφα, μια σταγόνα έσταξε ήδη στο μέτωπό μου. Το υπεραιωνόβιο σπίτι του γέρου έμοιαζε μωρό που ονειρευόταν. Σάλτηξαν τα μάτια μου στο πάνω πάτωμα, να παίξουν με τα ραγίσματα στις αψίδες των παραθύρων, κύλησαν στην κυρτωμένη κεραμοσκεπή, έπεσαν πάνω στον ξύλινο πάγκο, από κει στο χώμα και σταμάτησαν στην πέτρα στο κατώφλι.
.
Μπαρμπαμήτσο! φώναξα. Οι κότες τρόμαξαν πίσω μου. Ξαναφώναξα, αλλά καμιά απόκριση. Έσταξαν ακόμα λίγες σταγόνες. Σκέφτηκα θα είχε βγει παραπέρα, μα άνοιξε τότε η πορτούλα και νάσου ο γέρος, σκυφτός, με απλωμένο το χέρι και τη χούφτα γεμάτη καλαμπόκι. Ξαφνιάστηκε άμα με είδε μπροστά του κι έμεινε για λίγο να με κοιτάζει μ' απορία...
- Ε, ε, καλώστον! είπε μόλις με αναγνώρισε. Έλα, έλα να κάτσουμε να τα πούμε. Πέταξε με μιας το καλαμπόκι στις κότες και με τράβηξε να μπούμε μέσα. Αλλες φορές στην ερημιά του θα κράταγε ώρες, κανονική ιεροτελεστία μ' αυτή τη χούφτα το καλαμπόκι...
- Πώς και με θυμήθηκες τέτοια εποχή που όλοι φεύγουν; με ρώτησε γελαστά ο γέρος.
- Και θα μείνω και κάμποσο. Με τρέλανε ο στρατός, δεν το έχω ακόμα πιστέψει πως ξεμπέρδεψα.
- Τώρα είναι καλά τα πράματα. Εγώ είχα κάνει οχτώ χρόνια φαντάρος τότε. Αλλά, για πες μου, με τι ήρθες;
- Α, με το λεωφορείο...
- Μεγάλη ευκολία το ευλογημένο το λεωφορείο. Είχε κόσμο;
- Είχε τέσσερα άτομα από την Αγια-Σοφιά.
Μου ζήτησε να περιγράψω τους άλλους επιβάτες κι έδειξε ότι κατάλαβε ποιοι ήταν. Είπε κι ονόματα.
- Αντε όμως να βολέψεις τα πράματά σου στο ανώγι, όσο φέγγει ακόμα, να μην πολεμάς με τη λάμπα.
- Ναι, δεν θ' αργήσω!
- Κάνε με την ησυχία σου! Εγώ εδώ θα είμαι!

Πήρα το σάκο κι όπως βγήκα τον άκουσα να επαναλαμβάνει... εγώ εδώ θα είμαι, εδώ θα είμαι... Μ' ακολουθούσαν τα λόγια του στα σκαλιά. Η βροχή άρχισε δειλά-δειλά το τραγούδι στα τσίγκια στο χαγιάτι. Εγώ εδώ θα είμαι, εδώ θα είμαι... άκουσα και τη φωνή μου. Τα γκρίζα πετρόσκαλα γυαλοκόπησαν... εγώ εδώ θα είμαι, παραμιλούσε το καθένα που ανέβαινα. Εδώ θα είμαι...

Το δωματιάκι στο ανώγι το βρήκα όπως το είχα κάποτε αφήσει. Τίποτε δεν άλλαζε πια εκεί, η φθορά είχε κορεσθεί, είχε στοιχειώσει η λήθη στην αιωνιότητα της μοναξιάς. Έτριξε δυνατά το ξύλινο πάτωμα, οι αράχνες σάλεψαν στους ιστούς τους. Απόθεσα στη σκόνη του τραπεζιού κάποια πράγματα κι έστρωσα το κρεβάτι, χωρίς να καταλάβω για πότε σκοτείνιασε. Κατέβηκα κι ήταν ο Μπαρμπαμήτσος καθισμένος σ' ένα καρεκλί, με τα χέρια σταυρωμένα, σα να προσευχόταν. Είχε ανάψει τη λάμπα και καθήσαμε στο τραπέζι μ' ένα μπουκάλι κονιάκ που το φύλαγε πολλά χρόνια. Τσιμπήσαμε λίγες ελιές, τυρί και κρεμμύδι, μιλώντας ως πολύ αργά. Το ρολόι του το ξέχασε να το κουρντίσει την ώρα που κάθε βράδυ το κούρντιζε...

[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΕΝΟΣ... ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑΤΟΣ

Ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται
Κι ο νους μου απ' την αγάπη δε συμμαζώνεται...

(Δημοτικό τραγούδι)

Ήταν ένα φθινοπωρινό ηλιοβασίλεμα στον Μούδρο της Λήμνου κι όπως περπατούσαμε στ' ακροθαλάσσι με το δεκάχρονο γιο μιας συναδέλφου, παρατήρησα ότι το παιδί κοιτούσε συνεχώς τα παπούτσια του, απαξιώντας να ρίξει έστω κι ένα σύντομο βλέμμα προς τη δύση, όπου έπαιζαν μαγευτικά τα χρώματα σε ουρανό και θάλασσα.

Μιχάλη, τον ρώτησα, σκέφτηκες ποτέ ότι το ηλιοβασίλεμα είναι ένα θαύμα σε κοινή θέα; Μου απάντησε τότε ο Μιχάλης ότι ένα ηλιοβασίλεμα δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένα φυσικό φαινόμενο, που έχει την εξήγηση του την επιστημονική. Ήταν περιττό να τον ρωτήσω για τα συναισθήματα του˙ με είχε ήδη κοιτάξει με οίκτο, τη στιγμή που διαπίστωνε ότι με συγκινούσε μια ανύπαρκτη γι' αυτόν ομορφιά, ένα τίποτα δηλαδή...

Γύρισα σπίτι μου προβληματισμένος, για να μην πω τρομοκρατημένος, από την ιδέα ότι ο εύστροφος, επιμελής και άριστος μαθητής Μιχάλης, ίσως, με τη δεδομένη αντίληψη του, να εκφράζει τον κανόνα και όχι την εξαίρεση. Μάλιστα, μου φάνηκε εντελώς άστοχο για την περίσταση το λαϊκό απόφθεγμα που λέει ότι «από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια».

Μπορεί να 'ναι αλήθεια ότι η ομορφιά της Πλάσης είναι ένα τίποτα; Ποιος το αποφάσισε σε μια στιγμή; Όμως, είναι αλήθεια ότι ο Μιχάλης έτσι το έβλεπε, γιατί έτσι το έμαθε στο σχολείο και, δυστυχώς, έτσι ακριβώς το έμαθε ένα μεγάλο ποσοστό εύστροφων και αρίστων συνομηλίκων του μαθητών.

Την αλήθεια, λοιπόν, έμαθα κι εγώ απ' το μικρό Μιχάλη. Αυτή είναι η τραγική πραγματικότητα, ότι η ομορφιά της Πλάσης αντιμετωπίζεται ως ένα τίποτα, ότι η ποίηση περιττεύει απ' τη ζωή και το σχολείο, ότι είναι ντροπή το συναίσθημα και ανοησία η συγκίνηση, ενώ παράλληλα προβάλλεται, ως ύψιστο ιδανικό, η ατομική υλική απόλαυση, όπως βιαίως και ασυστόλως καλλιεργείται από την προπαγάνδα του καταναλωτισμού και αιμοσταγώς επιβάλλεται από αλαζονικές πολιτικο-οικονομικές εξουσίες και άλλες δυνάμεις διαστροφής.

Τούτη είναι η φοβερή παγκοσμιοποίηση, προς την οποία συρόμαστε... εκουσίως. Μακάβριο εύρημα είναι και η ίδια η λέξη, ο όρος «παγκοσμιοποίηση», που συντίθεται από τρεις λέξεις διαχρονικά καθαγιασμένες: Το Παν, τον Κόσμο, την Ποίηση. Πόσο τυχαία άραγε;

Κι ενώ ο απατηλός, εωσφορίζων και, βεβαίως, φωσφορίζων όρος παραπέμπει σε μια απολύτως θολή ιδέα της ενότητας, βιάζοντας ταυτόχρονα και τον ηρακλείτειο Λόγο του Ενός- Παντός, στην πραγματικότητα στοχεύει στο συστηματοποιημένο κατακερματισμό της Οικουμένης, ώστε η ισοπέδωση της να καθίσταται θεμιτή και εύλογη.

Θα σας το πω με ένα παράδειγμα και ζητώ εκ των προτέρων να μου συγχωρεθεί η σκληρότητα της παραβολής, μια και δεν μπορώ να βρω τρόπο ηπιότερο. Φανταστείτε μια μηχανή του κιμά, που αλέθει διάφορα ζωάκια, και μεγάλα και μικρά, άγρια και ήμερα, τριχωτά ή άτριχα, ανοιχτόχρωμα και σκουρόχρωμα και τα λοιπά. Όλα αυτά γίνονται κιμάς, δηλαδή μικρούλικα κομματάκια σάρκας, οστών, τριχών, που φαίνονται ολόιδια. Και δεν θέλει και πολύ, με λίγη πίεση μόνο, μ' ένα πάτημα, τα κάνεις ίσωμα, μια μάζα ομοιόμορφη και εύπλαστη. Από εκεί κι ύστερα, κατά τις εκάστοτε ορέξεις σου, μπορείς να πλάσεις το «υλικό», σε μικρά ή μεγάλα μεγέθη, δίνοντας του τη μορφή του κύβου, της σφαίρας, του κουλουριού...

Απλά, αυτό είναι όλη η υπόθεση, δεν είναι άπιαστο πράγμα η παγκοσμιοποίηση. Κυρίως δε, απειλεί το ανθρώπινο πρόσωπο και τη συνείδηση, να μην το ξεχνούμε αυτό. Ας κάνουμε όμως ένα τεστ με τον εαυτό μας, γυρνώντας πίσω στο ηλιοβασίλεμα, σ' ένα ηλιοβασίλεμα κάποτε, ν' αναλογισθούμε πόση αγάπη νιώσαμε να ξεχειλίζει από μέσα μας και να μη «συμμαζώνεται», όπως τραγουδά η δημοτική μούσα.

Να αναλογισθούμε, επίσης, αν ένα ηλιοβασίλεμα μπορεί να είναι το ίδιο σ' έναν τσιμεντότοπο και σ' ένα παρθένο νησάκι, αν μπορούν να 'ναι το ίδιο τα τριανταφυλλένια σύννεφα με τα γκριζόμαυρα του καυσαέριου, αν το τραγούδι της γαλήνης μπορεί να εξισωθεί με τα μουγκρίσματα των μηχανών, αν το άρωμα του θαλασσόκρινου και του ιωδίου μπορεί να ταυτιστεί με τη δυσωδία των τοξινών και της ηθικής σήψης, αν ακόμα είναι το ίδιο να είσαι ο εαυτός σου ή να μην είσαι, αν είναι το ίδιο να νιώθεις την ομορφιά του Κόσμου ή να μην τη νιώθεις. Και τόσα άλλα...

Ε, λοιπόν, αυτά πρεσβεύει η παγκοσμιοποίηση, ότι σε όλα τούτα δεν υπάρχει διαφορά, μόνο που ως σήμερα δυσκολευόμασταν να το αντιληφθούμε. Δυσκολευόμασταν οι αδαείς - και θέλουν να μας δημιουργήσουν κι ενοχές - ν' αντιληφθούμε ότι ο ίδιος "κιμάς" είναι η ομορφιά κι η ασχήμια, το αληθινό και το ψεύτικο… Αυτή είναι η φρικιαστική "μοντέρνα" πραγματικότητα, που ήδη διδάσκεται μεθοδικά ως σχολική γνώση, ξεριζώνοντας από το παιδικό μυαλό το θαύμα του δέντρου, του νερού, του ήλιου, των άστρων, της χαραυγής, του ηλιοβασιλέματος... της ιδιας της ζωής το θαύμα!

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

ΤΟ ΜΑΝΤΟΥΔΙ ΚΙ Η ΜΑΝΤΟΥΔΑ

Την ετυμολογική ερμηνεία του ονόματος Μαντούδι δημοσίευσα αρχικά στο βιβλίο του Αλ. Καλέμη "Ο Κηρέας της Εύβοιας" (εκδ. Κίνητρο, 2001) και αργότερα συνεπτυγμένη στο "Γεωτρόπιο" της Ελευθεροτυπίας (τ. 167, 21-6-2003) με αφορμή ένα οδοιπορικό του Φώτη Μαραζόπουλου στην περιοχή.

Στους ντόπιους είναι διαδεδομένη η άποψη -κάποιος ερευνητής των περασμένων δεκαετιών φέρει την ευθύνη- ότι το όνομα Μαντούδι προέρχεται "από μια ομόηχη τουρκική λέξη και σημαίνει ψωμότοπος". Επί το ακριβέστερον, έχει υποστηριχθεί ότι το όνομα οφείλεται στην τουρκογύφτικη λέξη μα[γκ]ντό (=ψωμί). Μάλιστα, υπάρχει και μία ακόμη άποψη, επίσης διαδεδομένη και ατεκμηρίωτη, που θέλει το Μαντούδι να προέρχεται από το όνομα Mantuko ή Mandugo, το οποίο αποδίδεται σε βενετσιάνικο κάστρο ή σε Βενετσιάνο τοπάρχη.

Κρίνοντας αβάσιμες (για ετυμολογικούς και όχι μόνο λόγους) τις δύο τούτες προϋπάρχουσες εκδοχές, κατέληξα σε μια καθ' όλα εμπεριστατωμένη ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία το τοπωνύμιο Μαντούδι είναι λατινογενές και σύνθετο εκ των θεμάτων mant- του ρήματος manto (=παραμένω, διατηρώ) και ud- του επιθέτου udus, -a, -um (=υγρώδης, διάβροχος, νοτισμένος).

Αρχικά το όνομα πρέπει να προσδιόριζε ως επίθετο το ουσιαστικό (θηλ.) humus (=έδαφος, γη, περιοχή): humus mantuda (=τόπος υγρώδης, που κρατάει μονίμως νερά ή υγρασία). Μετά δε από παράλειψη του ευνόητου humus, το επίθετο εξελίχθηκε στο κύριο όνομα Mantuda (Μαντούδα).

Μαντούδα (η) θεωρώ ότι ονομαζόταν όλη η πέριξ του σημερινού Μαντουδίου έκταση, εντός της οποίας υπήρχαν μερικά μικρά χωριουδάκια, ανώνυμοι οικισμοί στην πραγματικότητα, που, ως "παιδιά" της "μάνας" περιοχής, αναφέρονταν συλλήβδην με την κοινή ονομασία Mantudia, ήτοι τα Μαντούδια.

Ένα από αυτά τα Μαντούδια, λοιπόν, φαίνεται πως με τον καιρό επισκίασε τα υπόλοιπα και σταδιακά τα απορρόφησε, έτσι που, διατηρώντας την κοινή ονομασία, αναδείχθηκε τελικά στο... ένα και μοναδικό πλέον Μαντούδι της Μαντούδας.

Να σημειώσω δε ότι το Μαντούδι είναι γνωστό για τον ελώδη (μέχρι πρότινος τουλάχιστον) κάμπο του και για την υγρασία που ανέκαθεν κρατούσε και κρατάει.

Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι ότι η περιφέρεια του Μαντουδίου βρισκόταν υπό ενετική κυριαρχία από τον 13ο έως τον 15ο αιώνα, ενώ αργότερα, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, μαρτυρείται η ύπαρξη έξι "ανώνυμων" μικρών χωριών στην περιοχή, σε πολύ μικρή απόσταση το ένα από το άλλο.

Εκτός τούτων των στοιχείων, μεγάλο ενδιαφέρον έχει και το γεγονός ότι οι παλιότερος γενιές έλεγαν "τα Μαντούδια" και όχι "το Μαντούδι", γιατί προφανώς στον πληθυντικό θα τους είχε παραδοθεί το όνομα. Ωστόσο, όταν μικρός άκουγα τους γέρους του χωριού μου -τα Ψαχνά εννοώ- να λένε "πάω στα Μαντούδια", νόμιζα ότι το έλεγαν με ειρωνική διάθεση, μάλλον υποτιμητικά για το Μαντούδι. Αλλά τώρα, βέβαια, αποδεικνύεται ότι απλώς... κυριολεκτούσαν.
__________
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΧΩΡΙΣ ΤΗ ΓΡΑΠΤΗ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΚΤΗ
.

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2009

ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΝΑ 'ΧΕΙ... ΕΧΕΙ Ο ΘΕΟΣ!

ΜΙΚΡΑ ΜΑΓΙΚΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ
(Στην Ana T.)

Διαβάζουμε την α' στροφή του ποιήματος "Ηλικία της γλαυκής θύμησης" από την ποιητική συλλογή Προσανατολισμοί (1940) του Οδυσσέα Έλύτη:

Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως τη θύμηση

Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στο μεσημεριάτικο ύπνο
Με φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη στην
ειρήνη του κόλπου των νερών Έ χ ε ι -ο -Θ ε ό ς

Το παραπάνω απόσπασμα περιλαμβανόταν, μέχρι πριν από μερικά χρόνια, στο Ανθολόγιο Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α' τάξης Γυμνασίου. Δυστυχώς όμως, στα πλαίσια ενός κακώς εννοούμενου εκσυγχρονισμού, κάποια δήθεν ανοιχτά μυαλά αποφάσισαν να το αφαιρέσουν από το σχολικό βιβλίο, όπως άλλωστε αφαίρεσαν και αρκετά άλλα κείμενα μεγάλων λογοτεχνών μας, για να βάλουν στη θέση τους εφήμερες πρωτολειακές ασημαντότητες.
Έχουν περάσει περισσότερα από δέκα χρόνια από τότε που είχα διδάξει αυτό το "ποιηματάκι" στα παιδιά της πρώτης τάξης του Γυμνασίου Μαντουδίου και θυμάμαι τη συγκίνησή μου, όταν κατά την ώρα της διδασκαλίας, μου αποκαλύφθηκε το μικρό μαγικό μυστικό της φράσης "έχει ο θεός", η οποία αποτελεί το όνομα του φρεκοβγαλμένου, πράσινου σκάφους. Είναι βέβαια προφανές ότι το σκάφος "διαβάζει" ανεστραμμένο το όνομά του πάνω στο καθρέφτισμά του στα γαλήνια νερά του κόλπου.
Αφού έγινε η ανάγνωση του ποιήματος στην τάξη, θέλησα να σχεδιάσω την κεντρική εικόνα στον πίνακα, κι όπως άρχισα να γράφω το ανεστραμμένο όνομα, διαπίστωσα έκπληκτος ότι όλα τα ανεστραμμένα γράμματα διαβάζονταν κανονικά, δεν άλλαζε τίποτα στο καθρέφτισμά τους. Είχα σταματήσει στο "έχει ο..." και γύρισα προς τα παιδιά, νιώθοντας ένα ρίγος. Τι συμβαίνει, κύριε; ρώτησαν απορημένα. Ανατρίχιασα από συγκίνηση, τους λέω, κοιτάχτε το καθρέφτισμα του ονόματος! Αυτά κοίταζαν καλά-καλά εμένα, ενώ ο παχουλός μαθητής του πρώτου θρανίου τράβηξε από τον καρπό το χέρι μου και φώναξε: Ρε σεις, αλήθεια λέει, σηκώθηκε η τρίχα του!
Τους έδωσα εξηγήσεις στη συνέχεια, αφού ολοκλήρωσα την ανεστραμμένη φράση στον πίνακα. Και μου έκαναν μάλιστα την εξής καταπληκτική ερώτηση: Είναι τυχαίο ή σκόπιμα έβαλε ο Ελύτης για όνομα του σκάφους αυτή τη φράση που διαβάζεται ίδια και ανεστραμμένη; Αυτό δεν έχει και τόση σημασία, τους απάντησα... αλλά είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι δεν έχει σημασία!


Αν και δεν είναι στις προθέσεις μου να "αναλύσω" εδώ μια απομονωμένη στροφή του ποιήματος, θα ήθελα μόνο να επισημάνω, μέσα από την ταύτιση του αντικειμένου με το είδωλό του, το αποκαλυπτικό γεγονός της ενότητας των αντιθέτων, του πραγματικού με το φανταστικό, του υλικού με το άυλο, της αίσθησης με την ιδέα, του φυσικού με το υπερφυσικό. Κι αυτό συμβαίνει έτσι απλά, με φόντο την καρτερία και την ελπίδα που εμπνέει η ίδια η φράση "Έχει ο Θεός"... ο οποίος θεός ούτε λέγει ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει, κατά την ηρακλείτεια ρήση.

©Δημήτρης Μπαρσάκης


________________
ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΑΙ Η ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΧΩΡΙΣ ΤΗ ΓΡΑΠΤΗ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΚΤΗ



Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2009

ΝΙΩΣΕ ΚΙ ΑΓΑΠΑ!

Ο ουρανός πάνω από τα Ψαχνά το δειλινό της Κυριακής 4-10-2009

Άκου τους πρωινούς καλαηδισμούς πώς υμνούν το θαύμα της ζωής
Άσε τα μάτια σου να βαφτιστούν στα χρώματα της ροδαυγής
Πάρε στο δάχτυλό σου φυλαχτό μια δροσοσταλίδα από το χορτάρι
Ανέβα ταπεινά το μονοπάτι
Στο διάβα σου μοιράσου του ζουζουνιού και της πεταλουδίτσας τη χαρά
Τραγούδα πλάι στο κελάρυσμα του ρυακιού
Σμίξε την ανάσα σου με την ανάσα του κυκλάμινου
Της πέρδικας την περπατησιά παράφορα ερωτέψου
Μελέτα τη ζωγραφιά στην πλάτη του σκαθαριού
Πρόσεχε μην πατήσεις την ανθισμένη μυρμηγκοφωλιά
Στο ξέφωτο στάσου και με το μεγάλο λιθάρι πιάσε κουβέντα για την αιωνιότητα
Μην τρομάξεις από το σούρσιμο ενός φιδιού που άθελά σου το τρόμαξες
Στο αστραφτερό μυστήριο του μεσημεριού παραδώσου
Στις φτέρες φτερούγισε σαν το τρυφερό φύσημα του αγεριού
Αγκάλιασε όπως ο κισσός τον ψηλό δεντροκορμό
Το άγιο νερό της πηγής σκύψε να κοινωνήσεις
Πρόλαβε να χαρείς το άλμα της νυφίτσας
Τη γέρικη χελώνα μη βιαστείς να προσπεράσεις
Πλανέψου από τ' αηδόνια της ρεματιάς
Στου δειλινού τα σύννεφα αιωρήσου
Στο λυκόφως ξαναβρές το ξενητεμένο ποίημά σου
Στην ανατολή του φεγγαριού χόρεψε χέρι-χέρι με τους θρύλους
Ευχήσου στον αποσπερίτη να γίνει αυγερινός
Γείρε τα μάτια σου και χώρεσε όλη την Πλάση στα όνειρά σου
Πόνεσε και δάκρυσε για τον πόνο και το δάκρυ του άγνωστου συνανθρώπου
Ξύπνα και ζήσε το θαύμα από την αρχή

(Αφιερωμένο στο Χαμομηλάκι)

Κυριακή 23 Αυγούστου 2009

ΣΤΗ ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ SALZACH

Ένα βίντεο με κεντρικό θέμα ένα κοριτσάκι που ζητιανεύει γονατιστό στη γέφυρα Makartsteg του ποταμού Salzach, ο οποίος διασχίζει την ιστορική πόλη του Salzburg της Αυστρίας. Τις φωτογραφίες του βίντεο έβγαλα τον Ιούλιο του 2009, ενώ ακούγεται το κομμάτι Hymnus (λιγάκι πειραγμένο) από το δίσκο Lieder ohne Worte του Johannes Schmoelling.

Κυριακή 16 Αυγούστου 2009

ΒΕΝΕΤΙΑ (Μια προσωπική ματιά)

Ένα βίντεο με φωτογραφίες που έβγαλα στη Βενετία τον Ιούλιο του 2009 και μουσική Al Kastell.

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2009

SOUVENIR ΑΠΟ ΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ

Ζητιανεύοντας έξω από το πολύχρυσο Παλάτι των Δόγηδων, μ' ένα ξύλινο σταυρουδάκι κι ένα κυπελλάκι McDonald στο χέρι...




(Βενετία, Ιούλιος 2009)

Παρασκευή 24 Ιουλίου 2009

ΑΠΟΚΑΛΥΦΘΗΚΑΝ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΙΓΜΕ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΡΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΜΕΣΣΑΠΙΩΝ

Τα αποτελέσματα των εξετάσεων, που πραγματοποιήθηκαν μάλιστα με εντολή του Δήμου Μεσσαπίων, ήρθαν τελικά στο φως κι εξανεμίστηκαν τα ψέματα. Το Ινστιτούτο Γεωλογικών & Μεταλλευτικών Ερευνών επιβεβαιώνει και με το παραπάνω τις προηγηθείσες εξετάσεις του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τα μεγέθη του εξασθενούς χρωμίου εμφανίζονται ακόμα μεγαλύτερα. Εκτός αυτού, όμως, ανιχνεύτηκε και νικέλιο σε πολύ μεγάλα ποσοστά. Κι οι στρουθοκάμηλοι... το βιολί τους!





ΞΕΚΙΝΟΥΝ ΛΑΪΚΕΣ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΤΟΞΙΚΗΣ ΡΥΠΑΝΣΗΣ ΣΤΗ ΜΕΣΣΑΠΙΑ


Ανακοίνωση του Περιβαλλοντικού Συλλόγου "Γαία"

Η συσπείρωση και αγωνιστική κινητοποίηση των κατοίκων του Δήμου Μεσσαπίων, ως έσχατο μέτρο άμυνας κατά της τοξικής ρύπανσης της γης και των υδάτων της περιοχής μας, εκφράζει κατ' απόλυτο τρόπο τη λαϊκή βούληση, όπως αυτή κατηγορηματικά διατυπώθηκε στη δημόσια ενημερωτική συγκέντρωση που έλαβε χώρα τη Δευτέρα 20 Ιουλίου στην κεντρική πλατεία των Ψαχνών.

Σύμφωνα με τα αδιάσειστα δεδομένα των αναλύσεων στο νερό της Μεσσαπίας, που πραγματοποιήθηκαν από το Γεωλογικό-Υδρολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών (21-5-2009) και το Ινστιτούτο Γεωλογικών & Μεταλλευτικών Ερευνών (ΙΓΜΕ, 17/7/2009), ανιχνεύθηκαν τρομακτικά μεγέθη εξασθενούς χρωμίου, αλλά και νικελίου. Βάσει δε της εμπεριστατωμένης ενημέρωσης που παρείχαν ειδικοί επί του θέματος επιστήμονες κατά την προαναφερθείσα συγκέντρωση, προκύπτει ότι η χρήση του δηλητηριασμένου νερού της περιοχής μας εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους για την υγεία όλων μας.

Κατόπιν τούτων, ο Περιβαλλοντικός Σύλλογος "Γαία", προβαίνει άμεσα στην υλοποίηση του λαϊκού αιτήματος, αναλαμβάνοντας την πρωτοβουλία και υποχρέωση να οργανώσει και να συντονίσει την κινητοποίηση των κατοίκων της περιοχής, μέσω της εγγραφής τους σε καταστάσεις δήλωσης συμμετοχής και της συγκρότησης επιτροπών αγώνα ανά τοπικό διαμέρισμα.

Η λαϊκή κινητοποίηση αποβλέπει στην περαιτέρω και βαθύτερη ενημέρωση με νέες δημόσιες συγκεντρώσεις, στην αναζήτηση και αποκάλυψη όλων των παραμέτρων του προβλήματος, στην προσφυγή στην Ελληνική δικαιοσύνη, καθώς και στην άσκηση πίεσης προς τους αρμοδίους, ώστε:
- Να εξασφαλιστεί χωρίς χρονοτριβή υγιεινό νερό για τους κατοίκους του δήμου.
- Να αποκομιστούν πάραυτα τα τοξικά απόβλητα που έχουν απορριφθεί κατά τόνους σε πολλές θέσεις της Μεσσαπίας.
- Να καταγγελθούν και κατασταλούν άμεσα όλες οι παράνομες δραστηριότητες που προκαλούν την προκείμενη ανεπανόρθωτη καταστροφή στο περιβάλλον και την υγεία μας.
- Να εντοπιστούν και να παραπεμφθούν στη δικαιοσύνη όλοι οι υπαίτιοι, κύριοι υπεύθυνοι και συνυπεύθυνοι, της τραγικής κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει ο τόπος μας.
- Να καταβληθούν αποζημιώσεις στους δημότες και τις κοινωνικές ομάδες σε περίπτωση που υποστούν οικονομική ή άλλη βλάβη από την όλη υπόθεση της τοξικής ρύπανσης.
- Να τεθούν οι προϋποθέσεις για τη στοιχειώδη προστασία της υγείας και της ποιότητας ζωής των κατοίκων, με την εσπευσμένη δημιουργία βιολογικού καθαρισμού και αποχετευτικού συστήματος.

Υπογραμμίζεται, τέλος, ότι δεν θα επιτραπεί σε κανένα πολιτικό και κομματικό φορέα να εκμεταλλευτεί το δίκαιο και ιερό αγώνα μας, που είναι και θα παραμείνει αδέσμευτος, με μοναδικό στόχο την προάσπιση της δημόσιας υγείας και του φυσικού περιβάλλοντος του τόπου μας.
.
Για τη συμμετοχή σας στη λαϊκή κινητοποίηση και τις επιτροπές αγώνα, απευθυνθείτε στο Σύλλογο. Το γραφείο βρίσκεται στην πλατεία Αθ. Μποδοσάκη 9 και είναι ανοιχτό καθημερινά από τις 7 έως τις 9.30 το βράδυ. Για σχετικές πληροφορίες και τυχόν διευκρινίσεις, καλέστε στα τηλέφωνα 22280-23317 και 6942560299.

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2009

SOUVENIR ΑΠΟ ΤΟ SALZBURG

Έβγαλα αυτές τις φωτογραφίες την Τρίτη 14 Ιουλίου 2009 στη γέφυρα Makartsteg του ποταμού Salzach, ο οποίος διασχίζει το κεντρικό τμήμα της πόλης του Salzburg. Έχοντας εντυπωσιαστεί από το μεγαλοπρεπές Schloss Mirabell και τους μαγευτικούς κήπους του, κατευθυνόμουν προς την άλλη όχθη του ποταμού, για να επισκεφτώ το σπίτι (μουσείο) όπου γεννήθηκε ο Mozart. Κι εκεί, στη μέση της γέφυρας, είδα το κοριτσάκι να επαιτεί γονατιστό, ώρες ακίνητο σαν άγαλμα και χωρίς έκφραση στο πρόσωπο, ή μάλλον χωρίς πρόσωπο...
Μια ανάμνηση, μια εικόνα που μέσα μου σκιάζει πια όλη την αίγλη της πόλης, με τα τόσα αρχιτεκτονικά αριστουργήματα, με το τόσο λαμπρό πολιτισμικό παρελθόν και το προηγμένο βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της...
ΔΕΙΤΕ ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΚΟ ΒΙΝΤΕΟ: "ΣΤΗ ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ SALZACH".









Τρίτη 21 Ιουλίου 2009

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΕΞΑΣΘΕΝΕΣ ΧΡΩΜΙΟ ΚΑΙ ΤΑ ΤΟΞΙΚΑ ΑΠΟΒΛΗΤΑ ΣΤΑ ΨΑΧΝΑ

Το βράδυ της Δευτέρας 20 Ιουλίου 2009 πραγματοποιήθηκε στην πλατεία των Ψαχνών ενημερωτική συγκέντρωση σχετικά με το εξασθενές χρώμιο που ανιχνεύτηκε στο νερό της περιοχής και τα στερεά τοξικά απόβλητα που έχουν απορριφθεί σε πολλές θέσεις του δήμου Μεσσαπίων. Η εκδήλωση, η οποία διοργανώθηκε από το Δίκτυο Περιβαλλοντικών Συλλόγων Εύβοιας και τους περιβαλλοντικούς συλλόγους "Γαία" και "Ταναϊς" του δήμου Μεσσαπίων, διήρκεσε τρεις ώρες και είχε εντυπωσιακή επιτυχία.

Οι βασικοί ομιλητές (στη φωτογραφία από αριστερά), Νίκος Χασάνδρας, πρόεδρος του συλλόγου "Γαία", Γιάννης Φραντζής, εκπρόσωπος του συλλόγου "Ταναϊς", Θανάσης Παντελόγλου, βιοχημικός μηχανικός, π. Ιωάννης Οικονομίδης, πρωτοστάτης στον αγώνα κατά της τοξικής ρύπανσης στην περιοχή των Οινοφύτων και Γιάννης Ζαμπετάκης, επίκουρος καθηγητής Χημείας Τροφίμων του Πανεπιστημίου Αθηνών, κατέθεσαν τη γνώση και την εμπειρία τους, παρέχοντας πλήρη, ουσιαστική και εμπεριστατωμένη ενημέρωση στο πολυπληθές ακροατήριο. Τοποθετήσεις έγιναν και από άλλους παράγοντες και επιστήμονες, όπως επίσης από από τον πολιτευτή Βαγγέλη Αποστόλου και τον πρόεδρο των Ενεργών Πολιτών Εύβοιας, Κώστα Χαϊνά, ενώ το κοινό, εκτός από τις εύλογες απορίες του, εξέφρασε με έντονο τρόπο την απογοήτευση και την αγανάκτησή του για τη στάση της τοπικής αυτοδιοίκησης και της πολιτείας γενικότερα.

Άξιο επισήμανσης είναι οπωσδήποτε και το γεγονός ότι η όλη εκδήλωση δεν επιδεχόταν κομματικές ταμπέλες και, μέσα σε πνεύμα καθολικής σύμπνοιας, αποδοκιμάστηκαν οι καναδυό μεμονωμένες απόπειρες ακροατών που έγιναν προς αυτή την κατεύθυνση. Στο τέλος, όλοι συμφώνησαν, ομιλητές, διοργανωτές και κοινό, ότι θα πρέπει χωρίς άλλη καθυστέρηση να γίνουν μαζικές κινητοποιήσεις των κατοίκων της περιοχής και να σχηματιστούν άμεσα Επιτροπές Αγώνα κατά τοπικό διαμέρισμα με στόχο την αντιμετώπιση του τεράστιου προβλήματος που απειλεί σήμερα τη δημόσια υγεία και το φυσικό περιβάλλον της Μεσσαπίας.

*Βλ. και σχετικό κείμενο του Γιάννη Ζαμπετάκη.

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009

ΑΓΓΕΛΟΙ ΣΤΙΣ ΚΥΚΛΑΔΕΣ

Μέσα από μερικά σκιτσάκια μου κι ακούγοντας "Angels calling me" (Denean)...

Κυριακή 31 Μαΐου 2009

"ΤΑΞΙΔΙΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ"

.
Η ΝΕΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ ΚΑΡΑΤΖΑ*

Ταξίδεμα βαθύ σε αλήθειες τρυφερές και φωτεινές της καθημερινής μαγείας της ζωής κι ενός έρωτα διαχρονικού που ούτε λέγεται ούτε κρύπτεται, μα γίνεται Μυστήριο εσωτερικής αποκάλυψης και βίωμα αιώνιας νεότητας λυτρωτικό της ψυχής.
Τοπία ξέφωτα ποιήματα του ταξιδιού κι οι ανθισμένες απορίες της πορείας ως την οικουμενικότητα του προσωπικού Λόγου οδοδείκτες...
(Δημ. Μπαρσάκης)


Διονύσης Καρατζάς, "Ταξίδια Εσωτερικού" (Εκδ. Μεταίχμιο, Απρίλιος 2009, σσ. 54).
.
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΔΡΟΜΗΣ (σελ. 12)
Με το πρώτο φως της αγάπης
θα 'ρθώ να ταιριάξουμε σκοτάδια.
Ύστερα θα πάμε στις σιωπές
και θα μαζέψουμε όνειρα.
Αργά, όταν θα έχει αδειάσει ο ουρανός από τα δώρα του,
θ' αλλάζουμε τον χρόνο και το χώμα
μέχρι να βρεθεί στον δρόμο μας πατρίδα.

.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ (σελ. 15)
Ακίνητη μείνε με χαμόγελο ημέρας,
κοιτώντας ευθεία στην καρδιά μου.
Εγώ θα έχω τον νου μου στο όνειρο
μην πάρει φως και γίνει χρόνος
και χαθείς.

.
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ (σελ. 39)
Τις λέξεις, όταν τελειώνουν,
να τις ρίχνετε στα ποιήματα.
Μέσα σ' αυτά θα ξαναβρούν την αλήθεια
και τη λάμψη τους.
Αν όμως σας πέφτει μακριά η ποίηση,
να τις κρατάτε σε βαθιά σιωπή
και σε υγρασία σώματος.
Να προσέχετε να βρίσκονται διαρκώς
κοντά σε παιδιά, σε φωτιά και σε έρωτα.
Προπάντων να τις συντηρείτε σε κατάσταση γραφής.

.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ (σελ. 48)
Για τον επαναπατρισμό της θάλασσας
θα κόψω τα κύματα πλάγια
σαν ταξίδια εσωτερικού.
Κι ανάμεσα στους ανέμους θα ρίξω έρωτες
για να κρατάει ο νόστος τον σκοπό του.
.

*Ο ποιητής -και φίλος αγαπητός- Διονύσης Καρατζάς γεννήθηκε το 1950 στην Πάτρα, όπου ζει και εργάζεται ως καθηγητής φιλόλογος. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και της Ένωσης Δημιουργών Ελληνικού Τραγουδιού (Ε.Δ.Ε.Τ.). Υπήρξε βασικός συνεργάτης του Πατρινού περιοδικού «Υδρία» από το 1973 έως το 1985 και ιδρυτικό μέλος της Οργανωτικής Επιτροπής του Συμποσίου Ποίησης έως το 1985. Έχουν εκδοθεί 19 ποιητικές συλλογές του και έργα του έχουν μελοποιήσει ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Ηλίας Ανδριόπουλος, ο Γιώργος Ανδρέου και ο Γιάννης Γερογιάννης. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά και Ιταλικά. Το 2006 τιμήθηκε με το Βραβείο Λάμπρου Πορφύρα της Ακαδημίας Αθηνών για την ποιητική του συλλογή "Απ' το μισό παράθυρο".

.

ΥΓ. Δεν αμφιβάλλω καθόλου ότι ο Διονύσης Καρατζάς δικαιούται και με το παραπάνω το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, έστω και πολύ καθυστερημένα. Οψόμεθα...

.

Πέμπτη 28 Μαΐου 2009

ΑΛΛΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ!

ΠΕΣ ΜΟΥ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΟΥ, ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ...
Κάθε μέρα μιλάνε οι πολιτικοί και λένε τα ίδια ακριβώς ανούσια λόγια, κάθε μέρα, επίσης, κάνουν τα ίδια ακριβώς ανόσια καμώματα. Κάθε μέρα πάλι ένα τεράστιο πλήθος άμουσων και ατάλαντων επιδεικνύουν τα καραγκιοζιλίκια τους σε πίστες και δημόσιους χώρους. Κάθε μέρα κάτι τρέχει με τις μπάλες στα γήπεδα, με τον άρτο και τα θεάματα ενός εξαγριωμένου ή αποχαυνομένου όχλου. Κάθε μέρα ληστείες και ξύλο, κομπίνες και τάχα φιλανθρωπίες, δεξιώσεις, χρηματηστήρια, δημοσκοπήσεις και αμέτρητες άλλες σαχλαμάρες. Κάθε μέρα, αυτά τα ίδια και τα ίδια... τα μεγάλα θέματα των ειδήσεών μας!

ΑΥΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΜΑΣ, ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ ΜΑΣ!

Και, βέβαια, ποτέ δεν θα γίνει είδηση το πέρασμα μιας χελώνας, αληθινής χελώνας, από μπροστά μας. Κι ας είναι όντως τόσο σπάνιο πια ένα τέτοιο γεγονός!

Είχε πολύ καιρό να φανεί χελώνα στην αυλή, κι ένιωσα μεγάλη χαρά, αλλά και μεγάλη τιμή. Η εμφάνισή της ξάφνιασε και τις γάτες, που με εύλογη απορία άρχισαν να την περιεργάζονται, ακολουθώντας τη για μερικές δεκάδες μέτρα στο σοφό της, μελετημένο δρόμο. Οι χελώνες δεν λησμονούν ποτέ το δρόμο τους και διανύουν χιλιόμετρα χωρίς ποτέ να χάνουν τον προορισμό τους, εκτός μόνον αν ατυχήσουν να συναντήσουν βάρβαρους ανθρώπους και αυτοκινητόδρομους.






Κοιτώντας τη χελώνα, θυμήθηκα κι ένα σαλίγκαρο που παρατηρούσαμε μια μέρα με τον Μπαρμπαμήτσο, εκεί στην ήσυχη κάποτε ακτή του Λιμνιώνα. Αναδημοσιεύω από το βιβλίο μου "Αλλού - Στο Λιμνιώνα του Μπαρμπαμήτσου":
.
Συνέβαινε τότε να περάσουν και μέρες ολόκληρες χωρίς ν' αλλάξουμε ούτε μια κουβέντα με τον Μπαρμπαμήτσο. Μόνο νιώθαμε, κι αρκούσε αυτό. Συνέβαινε με τη φυσικότητα που χάραζε η μέρα ή που έπεφτε το σκοτάδι της νύχτας, με τη φυσικότητα που απλωνόταν το χώμα κάτω απ' τα πόδια μας, που ανασαίναμε, που μαραίνονταν τα φύλλα, που φυσούσε ο άνεμος... που δεν μιλούσαμε. Μια τόσο μεγάλη σιωπή ήθελε πολλή αγάπη για να διακοπεί χωρίς να ματώσει. Ώσπου είπε κάποτε ο γέρος, μετά από μέρες...
- Ο σαλίγκαρος, νάτος, πάει για βοσκή ο σαλίγκαρος!
Δεν ήταν τυχαίος ο σαλίγκαρος, ήταν ο συγκεκριμένος, ένα πρόσωπο σαν κι εμάς, σαν όλα τα πλάσματα εκεί. Τον κοιτάζαμε που πήγαινε, πήγαινε το δρόμο του με γνώση. Ώρα μάς πλησίαζε κι ώρα απομακρυνόταν. Πιο πέρα έφτασε σ' ένα πλατύ λιθάρι και το παράκαμψε, τρύπωσε ύστερα σε μια τούφα χορταράκι, ανηφόρισε και κατηφόρισε πάμπολλες φορές στην επίπεδη για μας γη και, μετά το σωρό τα ξύλα, τράβηξε κατά την πλαγιά. Χάθηκε, μα εμείς τον κοιτάζαμε, ξέροντας πως κάπου εκεί ήταν ο σαλίγκαρος. Αλλού κοίταζα εγώ κι αλλού ο Μπαρμπαμήτσος, αλλά δεν είχε τόση σημασία, τον ίδιο σαλίγκαρο κοιτάζαμε, κάπου στην πλαγιά, και πύκνωσαν αργά-αργά τα σύννεφα, έμοιαζε για βροχή ο καιρός...
- Αλλά, Μπαρμπαμήτσο, μετά τη βροχή δεν βγαίνουν τα σαλιγκάρια;
- Ναι, βγαίνουν...
- Έχει όμως πολύ καιρό να βρέξει.
- Κάποτε βγαίνουν και πριν τη βροχή, όταν έχει πολύ καιρό να βρέξει...
Και συνεχίσαμε να κοιτάζουμε τον ίδιο σαλίγκαρο, σε διαφορετικά σημεία της πλαγιάς ο καθένας, αδιαφορώντας για τη λεπτή βροχούλα που ήδη μας έβρεχε, σαν αγιασμός με άρωμα βασιλικού, μας ράντιζε η βροχούλα και δεν είχε νόημα το πριν και το μετά της, ούτε το δικό μας βέβαια.

Τρίτη 5 Μαΐου 2009

ΠΑΙΔΙΚΗ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ...

Η τρομακτική αλήθεια μέσα από τέσσερα βίντεο που δημιούργησε το Hamomilaki, για την ενημέρωση και, κυρίως, για την άμεση αφύπνηση όλων μας. Δείτε τα, διαδώστε τα!




Κυριακή 5 Απριλίου 2009

Η ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ

Η έμπνευση ήρθε από μια δεκαοχτούρα που είχα φωτογραφίσει όπως καθόταν για ώρα μόνη στα σύρματα. Το θέμα είναι η αρνητική αντιμετώπιση της όποιας διαφοροποίησης από το κοινώς αποδεκτό και κάθε απόκλισης από το μέσο όρο. Η κοινωνία βλέπει το διαφορετικό πάντα με φόβο, καχυποψία και εχθρότητα, και, απομονώνοντάς το, το καταδικάζει σε... μαρασμό. Ακούγεται το κομμάτι Boadicea της Enya.

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2009

Ο AIDAN HART ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟΥ ΤΟΥ PHILIP SHERRARD ΣΤΑ ΚΑΤΟΥΝΙΑ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΕΥΒΟΙΑΣ

.
ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΑ ΥΠΟ ΤΗΝ... ΑΓΙΑ ΣΚΕΠΗ
.
Μια σπάνια αισθητική απόλαυση και, συνάμα, βαθιά θρησκευτική συγκίνηση βιώνει κανείς στη θέα των αγιογραφιών (νωπογραφιών) του Aidan Hart, οι οποίες καλύπτουν όλη την εσωτερική επιφάνεια της πέτρινης εκκλησούλας της Αγίας Σκέπης στα Κατούνια της Λίμνης, που είχε χτίσει ο Φίλιππος Σέρραρντ (1922 – 1995) λίγο πριν φύγει από τη ζωή.
.
Δεν γνώριζα αρχικά το όνομα του αγιογράφου, αφού οι αγιογραφίες του είναι ανυπόγραφες, όπως ως γνωστόν ορίζει η παράδοση της ιερής εικονογραφίας, μα ήμουν βέβαιος ότι πίσω από το εξαίρετο αυτό έργο θα πρέπει να βρίσκεται κάποιος σπουδαίος και καθόλου άσημος καλλιτέχνης. Ρωτώντας τότε την κυρία Διονυσία, τη σύζυγο του Σέρραρντ, έμαθα απλώς ότι ονομάζεται Aidan Hart και ακολούθως συνέλεξα μέσω διαδικτύου ενδιαφέροντα στοιχεία για τη ζωή και το έργο του, τα οποία και παραθέτω επιγραμματικά.


Ένας από τους κορυφαίους ορθόδοξους αγιογράφους
Ο Aidan Hart γεννήθηκε στην Αγγλία το 1957, αλλά ως την ενηλικίωσή του έζησε στη Νέα Ζηλανδία. Με την αγιογραφία άρχισε να ασχολείται από την ηλικία των 25 ετών, αφού επέστρεψε στην Αγγλία και βαφτίστηκε ορθόδοξος. Ταξίδεψε αρκετές φορές στη Ρωσία, χάριν της μελέτης της ορθόδοξης αγιογραφικής παράδοσης, ενώ κατά διαστήματα έχει ζήσει και στην Ελλάδα, όπου σπούδασε Νέα Ελληνικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και για δύο χρόνια ασκήθηκε στη μοναστική ζωή του Αγίου Όρους.
.
Σήμερα ο Hart ζει μόνιμα στην Αγγλία και αναγνωρίζεται διεθνώς ως ένας από τους σημαντικότερους ορθόδοξους αγιογράφους. Ζωγραφίζει εικόνες σε ξύλο, καθώς και νωπογραφίες (fresco), με την παραδοσιακή πάντα τεχνική και φυσικά υλικά χρωμάτων, διδάσκοντας παράλληλα την τέχνη της αγιογραφίας σε διάφορες σχολές της Αγγλίας. Έργα του φιλοξενούνται σε 24 χώρες του κόσμου, ενώ ανάμεσα στους πιστούς πελάτες του συγκαταλέγεται και ο πρίγκιπας της Ουαλίας Κάρολος.
.

Πρωτοποριακή έκφραση της βυζαντινής αγιογραφικής παράδοσης
Έχοντας ήδη μελετήσει τα βιβλία του Σέρραρντ, ο Hart τον επισκέφτηκε πρώτη φορά στα Κατούνια της Λίμνης το 1991, πριν ακόμα χτιστεί το εκκλησάκι. Ύστερα δε από μια δεκαετία, με δεδομένες τις επιρροές που δέχτηκε από τις θεολογικές και αισθητικές αντιλήψεις του Σέρραρντ, σχεδίασε και υλοποίησε την αγιογράφηση της Αγίας Σκέπης, ένα έργο που εκτιμώ ότι αποτελεί υψηλή έκφραση της ορθόδοξης ιερής εικονογραφίας, δίνοντας νέα πνοή στη λεγόμενη Βυζαντινή ζωγραφική, χωρίς μάλιστα να παρακάμπτονται ή και στο ελάχιστο να αλλοιώνονται οι βασικές αρχές και τα ιδιαίτερα μορφολογικά χαρακτηριστικά της.



Με νηστεία και προσευχή
Σε ολόκληρη την αγιογραφική σύνθεση της Αγίας Σκέπης, ο Hart χρησιμοποίησε την παραδοσιακή τεχνική της νωπογραφίας (fresco), η οποία προϋποθέτει ιδιαίτερη γνώση και ικανότητα, πέραν της κοπιαστικής διαδικασίας που απαιτείται. Πέρασε δε ένα μεγάλο διάστημα νηστείας και προσευχής, προτού αρχίσει το έργο του, παρασκευάζοντας παράλληλα τα χρώματά του από υλικά που συγκέντρωσε αποκλειστικά και μόνο από τη φύση.



Η ιερότητα της Φύσης με τον τρόπο του Σέρραρντ
Εκείνο, πάντως, που από την πρώτη στιγμή εντυπωσιάζει τον καθένα στη θέα των αγιογραφιών της Αγίας Σκέπης, είναι η έντονη και "ισότιμη" παρουσία του φυσικού κόσμου ανάμεσα κι ολόγυρα στις ιερές μορφές των αγίων και των αγγέλων. Ένα πλήθος ταπεινών φυτών, δέντρων, πτηνών, εντόμων και ζώων του αγρού και του δάσους διαλαλούν τη χάρη, την αγνότητα και την ιερότητα της Φύσης. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η θεματολογική τούτη ιδιαιτερότητα της σύνθεσης αποτελεί έκφραση της "παν-εν-θεϊστικής" θεολογικής θέσης του Φίλιππου Σέρραρντ, ο οποίος, δυστυχώς, έφυγε χωρίς να δει την πρόοδο και ολοκλήρωση του έργου.
.



Αισθητική απόλαυση σε μυσταγωγική ατμόσφαιρα
Ο εσωτερικός χώρος της εκκλησούλας μοιάζει να αιωρείται μέσα στη λαμπερή αχλή του βαθύ γαλαζοπράσινου φόντου των τοιχογραφιών, με κυρίαρχη μια αίσθηση απέραντης, λυτρωτικής γαλήνης. Στο σύνολό της, η αγιογραφική σύνθεση αποτελεί αφεαυτής μια μυσταγωγία, στην οποία νιώθεις να συμμετέχει εν δυνάμει ολόκληρη η Κτίση. Η πνευματική γλυκύτητα των αγίων μορφών δίνει τον τόνο μιας μυστηριακής οικειότητας, η απέριττη πολυφωνία των λεπτομερειών ισορροπεί αρμονικά μεταξύ φυσικού και μεταφυσικού, ο γήινος και ουράνιος κόσμος αλληλοδιαχέονται σε μία ενιαία πραγματικότητα διαχρονίας, όπου η εμπειρία της θέασης αποκτά πλέον οραματικές διαστάσεις…



"Μάθημα" ανάτασης του νου και της ψυχής
Δεν είναι εφικτό, ωστόσο, να περιγράψεις με τα λόγια τούτη την ψυχική και πνευματική ανάταση, η οποία κατ' ουσίαν συνιστά ένα απολύτως προσωπικό γεγονός, κάθε φορά μοναδικό. Επειδή μάλιστα τέτοιες εμπειρίες στις μέρες μας σπανίζουν, κάθε χρόνο τουλάχιστον επισκέπτομαι την Αγία Σκέπη με τους μαθητές μου από το Γυμνάσιο Ψαχνών, και μπορείς ύστερα να το δεις στα μάτια τους, πώς φέγγει γιορτινή η υπέρτατη γνώση της ιερότητας της ζωής και της τέχνης – κατά παράφραση του τίτλου ενός βιβλίου του Φίλιππου Σέρραρντ. Ανεπανάληπτο, όντως, αυτό το "μάθημα" και κτήμα ες αεί η χάρη του, για όλους μας.

.
_____________________________
.
Απαγορεύεται η ολική ή μερική αναδημοσίευση και η καθ' οιονδήποτε τρόπο εκμετάλλευση του περιεχομένου (κειμένου και εικόνων), χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συντάκτη-εκδότη (Ν. 2121/1993)
.