Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2010

ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ (3)


3.
Στον ίδιο κι απαράλλαχτο προαιώνιο ρυθμό, εκκόλαπτε ο θόλος της σπηλιάς τους μελλοντικούς του σταλακτίτες. Μικρά πανομοιότυπα σταλάγματα έπεφταν μελωδικά στην άμμο, στην πέτρα, στο νερό, κι όταν χτύπαγε απ' την ανατολή ο ήλιος, τα σταλάγματα γίνονταν αστραφτερές κατακόρυφες γραμμές, που ήθελα να τις πιάσω, να τους δώσω διάφορα σχήματα, να μοιάζουν αστραπές ή ρίζες κρεμασμένες σε γκρεμό. Όμως, εκείνες οι αστραφτερές γραμμές ήταν οι χορδές μιας κιθάρας αλλοτινής, δεν πάλλονταν με τ' άγγιγμα, παρά μόνο με των ματιών το νεύμα, κι ηχούσαν τότε πάνω στο δέρμα μου, κάνοντας την ύπαρξή μου να γράφει ομόκεντρους κύκλους γύρω μου, όπως στο ξένοιαστο νερό το βότσαλο ή όπως ο καιρός μέσα στους κορμούς των δέντρων. Δεν κατάλαβα, μετρούσα μηχανικά το πιο κοντινό μου στάλαγμα κι είχα φτάσει το μέτρημα ίσα με τις μέρες ενός χρόνου και παραπάνω.

Γύρισα το κεφάλι έξω κι είδα να πέφτει ψιλό-ψιλό το χιόνι. Μια σουσουραδίτσα με πλησίασε χοροπηδηχτά, κουνώντας ρυθμικά την ουρίτσα της. Η ορατή της σκέψη ήταν η ουρίτσα της, μα πού να το ξέρει, δεν σκεφτόταν ποτέ τον εαυτό της η σκέψη της. Ενώ η δική μου η αόρατη σκέψη μπορούσε και σκεφτόταν τον εαυτό της, τόσο εύκολα, όπως θα σκεφτόταν ένα οποιοδήποτε υλικό αντικείμενο. Στρώθηκε το χιόνι χνούδι λεπτό στην άμμο, και συνέχισε να πέφτει. Η σουσουραδίτσα παραμέρισε να περάσω και χοροπηδηχτά μπήκε στη σπηλιά, να πάρει τη θέση μου.

Απ' τη μια στιγμή στην άλλη, ήταν αγνώριστο το τοπίο. Όλο πύκνωνε το χιόνι, ζωήρευε ο καπνός στην καμινάδα του Μπαρμπαμήτσου, αχόρταγο το τζάκι και τα καυσόξυλα δυσεύρετα. Έτυχα στο δρόμο μου δυο σπουδαία κούτσουρα και τα έσυρα μαζί μου ως το σπίτι. Χάρηκε ο γέρος μόλις τα είδε, πρόβλεψε μάλιστα ότι θα έχουμε πολύ άσχημο καιρό. Ανάψαμε τη λάμπα κι ένα κερί, προτού σκοτεινιάσει για καλά και πλησιάσαμε στο παράθυρο, να χαζεύουμε τις δυο φλογίτσες καθώς καθρεφτίζονταν στο θολό γυαλί με φόντο το χιονισμένο τοπίο. Έφεγγε με τον τρόπο της κι η γιορτινή παγωνιά απ' έξω. Κάποιες νιφάδες, σαν ανόητες μύγες, νόμιζαν θα περάσουν μέσα απ' το τζάμι. Ο Μπαρμπαμήτσος γύρισε και κοίταξε την αναίσθητη κοπέλα στο κρεβάτι...
- Λήθαργος είναι, είπε βραχνά. Λήθαργος είναι, ξαναείπε.

Δεν είχαμε μετρήσει πόσα μερόνυχτα χιόνιζε. Όλα ντυμένα στ' άσπρα, όλο και περισσότερο έμοιαζαν μεταξύ τους. έτσι κι εμείς, οι σκέψεις μας, τα λόγια μας, οι κινήσεις μας, σκεπασμένα όλα απ' το χιόνι, κι ο χρόνος μας μαζί, οι μοναδικές στιγμές που επαναλαμβάνονταν. Ξημέρωνε και νύχτωνε και χαζεύαμε τη φλόγα της λάμπας και του κεριού στο θολό τζάμι, με φόντο το ίδιο λευκό τοπίο.
- Λήθαργος είναι, ξαναείπε με βραχνή φωνή ο Μπαρμπαμήτσος... και ξανανύχτωσε.

Το πρωί πήγα κι έφτιαξα ένα χιονάνθρωπο, κάτω στο μονοπάτι που ήταν οι φραγκοσυκιές. έναν καμαρωτό χιονάνθρωπο που ατένιζε το πέλαγος. Εκεί στη θέσητων σπλάχνων του θυμάμαι ήταν κάποτε ένα ξερό γαϊδουράγκαθο. Ωρίμασε πρόωρα το παιδικό του πρόσωπο κι άρχισε να φθίνει, να κυλούν οι σκέψεις ρευστές, κρύες και διάφανες. Βαθούλωσαν τα μάτια, δύο τρύπες διαμπερείς στο κεφάλι, ένα άδειο βλέμμα να πέφτει συγχρόνως μπροστά και πίσω. Ράγισε το σαγόνι κι έσταξε το παγωμένο χαμόγελο κάτω. Όταν θα έκαιγε ξανά ο ήλιος, θα ήταν εκεί στο μονοπάτι με τις φραγκοσυκιές μια μικρή λούτσα με θολό νερό. Περνούσε θυμάμαι ένα κοριτσάκι και βουτούσε τα γυμνά του πόδια να δροσιστεί, τινάζοντας μέσα στη χαρά του τα χεράκια του κι άθελά του έσπαγε τα χέρια του χιονάνθρωπου. Κι ήρθαν δίχως καθυστέρηση τα μυρμήγκια και μάζεψαν τα απομεινάρια, να τα βολέψουν έγκαιρα στις υπόγειες αποθήκες τους. Και μέχρι να σκαρίσουν την άνοιξη ξανά, τα πιο γέρικα διηγούνταν αμέτρητες ιστορίες στα νεότερα. Οι πιο γοητευτικές ιστορίες για τα νεαρά μυρμηγκάκια ήταν οι ιστορίες με ανθρώπους. Πίστευαν πως οι χιονάνθρωποι, όταν έπλητταν απ' τη μονοτονία του χειμώνα, έφτιαχναν ανθρώπους και τους ξαμόλαγαν να περιφέρονται από δω κι από κει, να νομίζουν πως χάνουν τους δρόμους ή πως τους βρίσκουν. Φαντάζονταν τα μυρμηγκάκια πως οι άνθρωποι, καθώς μετακινούταν, άφηναν πίσω τους μια κλωστούλα σημάδι της πορείας τους. Κανείς δεν έμαθε ποτέ γιατί ήταν απαραίτητη αυτή η κλωστούλα για την εξισορρόπηση της φαντασίας των μυρμηγκιών, ούτε γιατί ήταν περιττή για την ανθρώπινη φαντασία, αφού πάντα την αγνοούμε. Ίσως, όμως, αν δεν την αγνοούσαμε, να έμοιαζε ο κάθε τόπος με λαβύρινθο και να γυρνούσαμε συνέχεια πίσω, αναζητώντας μιαν αρχή στην κλωστούλα. Όμως, κι έτσι, θ' αφήναμε καινούργια κλωστούλα πίσω, μιας και θα γυρίζαμε και πάλι πίσω μέσα στο λαβύρινθο, σ' ένα μέλλον που θα ήταν πάντα παρελθόν...

Μα μόνο στη φαντασία των μυρμηγκιών γίνονταν αυτά. Η ανθρώπινη φαντασία με άλλα ασχολείται, επινοεί βόμπες και μηχανές, αλλά και ρήματα, αριθμούς, αντωνυμίες… Είναι όντως μεγάλη υπόθεση οι αντωνυμίες και ειδικά οι προσωπικές, που φαίνεται πως αποτελούν την ασφαλέστερη εγγύηση της σφαιρικότητας των κόσμων μας. Οργιάζει η φαντασία και παρατηρούνται φαινόμενα όπως αυτό της μεγάλης αρμονικής παρέας των λουομένων που, καθώς επιδίδονται στην ηλιοθεραπεία τους, κάθε τόσο και λιγάκι αναρωτιούνται τι ώρα να 'ναι, κι απαντούν μία ο ένας και μία ο άλλος με επαναλαμβανόμενους αριθμούς, βάζοντας συνήθως ανάμεσα το "και" ή το "παρά"... Όμως κι ο χιονάνθρωπος αναρωτιόταν κάθε τόσο, στην ίδια πάντα θέση, κρυμμένος πίσω από τις θερμές ηλιαχτίδες του καλοκαιριού, αναρωτιόταν γιατί οι άνθρωποι να περπατούν. Τα μυρμήγκια πάντως το ήξεραν από πριν κι έλεγαν πως, αν δεν περπατούσαν, δεν θα υπήρχε λόγος να τους φτιάχνουν οι χιονάνθρωποι. Αλλά γι' άλλους λόγους στην πραγματικότητα περπατούν οι άνθρωποι, κυρίως για να δείξουν πόσο καλύτεροι απ' τα δέντρα γεννήθηκαν. Κι όλο μετρούν τη γη και τον καιρό, όλο φωνάζοντας, όπου κι αν είναι…

Ακουγε τις φωνές που έφταναν απ' το γιαλό κι απορούσε ο Μπαρμπαμήτσος...
- Μα γιατί φωνάζουν τόσο; Τι θ' αλλάξει τόση φασαρία;
- Φαίνεται πως περνάει πιο εύκολα ο καιρός τους με τη φασαρία.
- Χμ, ο δικός μου δεν περνάει καθόλου εύκολα… και καλά κάνει. Ούτε τις φωνές μου ακούει ούτε τίποτε...
- Τι νομίζεις εσύ, Μπαρμπαμήτσο, πώς τον φαντάζεσαι τον καιρό;
- Πού να ξέρω! Μόνο που μοιάζει με βάρκα, σα βάρκα που πάει σταθερά...
- Με τι λες να πάει, με κουπί, με πανί ή μήπως με μηχανή;
- Α, ανάλογα με τον καιρό πάει...

Εκεί σταμάτησε η κουβέντα, γιατί το αναίσθητο κορίτσι χασμουρήθηκε κι αναστέναξε, τραβώντας μας την προσοχή για κάμποση ώρα. Χώθηκε ύστερα ο γέρος στις κουβέρτες του, μου είπε καληνύχτα και φύσηξε τη λάμπα δίπλα του. Μέσα στο σκοτάδι γυάλισαν δυο γατίσια μάτια. έφεγγαν κι οι φωσφορούχοι δείχτες του ρολογιού στο κομοδίνο, που ακριβώς εκείνη την ώρα, όπως πάντα δύο φορές την ώρα, σχημάτιζαν ορθή γωνία. Ανέβηκα στο ανώγι να ξαπλώσω. Όλη τη νύχτα άκουγα ένα βαθύ βουητό που δονούσε ρυθμικά τον τόπο, ένα συνεχόμενο μουντό κουδούνισμα, ίσως κάποιου υπερφυσικού ξυπνητηριού, που ερχόταν λες μέσ' από τις ρίζες των δέντρων, μέσ' από τους βυθούς της θάλασσας κι από τα σωθικά μου.

Το πρωί είχε κατέβει το καινούργιο ρέμα. Δεν υπήρχε κοίτη στην αμμουδιά, είχε σβήσει χωρίς ν' αφήσει το παραμικρό σημάδι. Μα το ποτάμι ήξερε, πάντα ήξερε. Ανοιξε καινούργια κοίτη, ακριβώς στη θέση της παλιάς. Χώρισε ξανά η αμμουδιά στα δύο. Οι όχθες στην άμμο σχηματίστηκαν ορθές, όπως όρμησε το νερό σκούρο καφέ, παρασέρνοντας ρίζες και κορμούς και πέτρες. Πέρασαν μέρες ώσπου να κοπάσει η ορμή του κι ηρέμησε, λαγάρισε σιγά-σιγά κι αποκοιμήθηκε κάποτε. Ονειρευόταν τότε, όπως όλα τα ρέματα ονειρεύονται. Κι όλο ρήχαινε, όλο ρήχαινε. Τα όνειρά του κόπηκαν κομμάτια, μια στέρνα εδώ, μια εκεί, μια λίγο παραπάνω. Στα πιο ψηλά, δεν κρατούσε σταγόνα νερό η πέτρινη κοίτη. Ήταν όλη στρωμένη μεγάλα ξεπλυμένα λιθάρια, σφηνωμένα το ένα δίπλα στ' άλλο, λεία και φωτεινά, με γλυκές σκιές, απαλές και τρυφερές σαν πούπουλα, με πόρους ανοιχτούς, ν' ανασαίνουν τη γιορταστική λάμψη του ήλιου και τη θεϊκή μοσχοβολιά των αρχέγονων καιρών της Δημιουργίας.

Εκεί παραπάνω, κατέβαινε στη ρεματιά μια μεγάλη πλαγιά, όπου έβοσκε ένα κοπάδι παπαρούνες κάθε άνοιξη. Με χώμα μόνο και νεράκι πλάθανε τα απόλυτα όρια της ερυθρότητας και ταυτόχρονα το όραμα της υπέρβασής τους, το όραμα που τις κρατούσε πάντα υγιείς, αισιόδοξες και κυματιστές στο παραμικρό φύσημα του αγεριού. Στην ακριβώς απέναντι πλαγιά, που ήταν απότομη και δύσβατη, μέσα από μια συστάδα βράχων σκεπασμένων ως πάνω με αρκουδόβατους, ανάβλυζε ολόχαρη μια πηγή κι έπεφταν τα νερά της σε μια μεγάλη γούβα, απ' όπου ξεχείλιζαν και τρύπωναν μέσα σε μια φαρδιά σχισμή στο γρανιτένιο πέτρωμα. Ακολουθώντας στη συνέχεια μια υπόγεια κατηφορική πορεία μέχρι το ίσωμα της ακτής, ξεπετιόνταν εκεί, με θόρυβο κι αφρίζοντας, απ' το πρασινισμένο στόμιο της βρύσης μιας μικρής λιθόχτιστης δεξαμενής.

Από τη βρύση της ακτής έπιναν όλα εκεί κάτω. γίδια, πουλιά, μέλισσες, άνθρωποι... Όταν δεν έπινε κανείς, έπινε μόνος του ο χρόνος, έπινε το μεδούλι του, μπολιαζόταν και ξανάνιωνε, ολόλευκος και άδειος. Τότε έβλεπα την αόρατη πόρτα της ακτής, μισάνοιχτη, ανάμεσα στη μνήμη και την προσδοκία. Βρέθηκε στο δρόμο μου η πόρτα εκείνη τη μέρα πάλι. Την έσπρωξα ελαφρά και συνέχισα… Πήγα ξάπλωσα στη σκασμένη κοίτη της ρεματιάς. Ήταν πλάι μου ένα ψόφιο ψαράκι που είχε λησμονήσει την εποχή και τον κόσμο του, ίσως και ν' απόκαμε όμως, ή και να μην κατάλαβε να γυρίσει πίσω στο πέλαγος, όταν αποκοιμόταν και στράγγιζε το ρέμα. Αλλά μπορεί και να είχε κρυφά ερωτευθεί εκείνον το γλάρο που έκοβε χαμηλές βόλτες πάνωθέ μας. Δεν ακουγόταν ούτε ο αέρας ούτε η θάλασσα. μόνο το φως ακουγόταν, μόνο το φως. Κι είδα άνθισαν οι καναπίτσες της όχθης, μάκρυνε η σκιά τους, μ' έφτασε και με σκέπασε. Ο γλάρος είχε χαθεί. απ' το ψαράκι είχε μείνει μόνο το γυμνό του κόκαλο. Κρατούσα στο χέρι μια μικρή σφαιρική ελαφρόπετρα, ιερό προγονικό φυλαχτό από κάποιο ηφαίστειο. Την έξυσα λίγο με το νύχι κι άκουσα μυριάδες χελιδόνια να τιτιβίζουν, μύρισα το άρωμα από μυριάδες ανθισμένα κρινάκια του γιαλού. Δεήθηκα στο ηφαίστειο, είδα τη λάβα στις πλαγιές να σβήνει κι αμπέλια να φυτρώνουν, να κρέμονται τα σταφύλια ως το χώμα, ίσα με το στόμα των σκαντζόχοιρων. Έμεινα εκεί μέχρι τότε που θυμόμουν. Η κοίτη της ρεματιάς επέστρεψε στη θέση της. Άκουσα βήματα πιο πάνω και γύρισα να δω πίσω μου. Στο άνοιγμα της αόρατης πόρτας της ακτής στεκόταν το αναίσθητο κορίτσι με το ίδιο φόρεμα σαν τότε. Δεν την περίμενα… Κατέβηκε την όχθη ανάμεσα στις καναπίτσες και ζύγωσε με πρόσωπο φρέσκο και φωτεινό. Νόμισα ήμουν γυμνός κι ένιωσα άβολα. Κουλουριάστηκα...
- Εδώ είσαι; με ρώτησε, σα να μ' έψαχνε.
- Επιτέλους, ξύπνησες! είπα εγώ.
- Α, όχι! απάντησε εκείνη.
- Τώρα δηλαδή...
- Τώρα είμαι εδώ.
- Ε, ναι, κι εγώ εδώ είμαι, αλλά...
- Εδώ, στο όνειρό μου περνούσες.
- Δεν γίνεται!
- Γίνεται, ονειρεύομαι. Πήγαινε να δεις, πήγαινε...

Ξεκουλουριάστηκα και βεβαιώθηκα πως δεν ήμουν πια γυμνός. Σηκώθηκα μουδιασμένος κι αναποφάσιστος. Την κοίταξα καλά-καλά κι έφυγα. Κάθε τόσο γυρνούσα και ξανακοίταζα. Εκεί ήταν, μόνο που λίγο-λίγο την έκρυβε το όχθωμα. Μόλις έφτασα στο μονοπάτι με τις φραγκοσυκιές, δεν φαινόταν τίποτα. Μπαίνοντας στην αυλή, είδα να βγαίνει ο Μπαρμπαμήτσος απ' την αποθήκη. Στάθηκε και με κοίταξε σαστισμένος...
- Τι έπαθες, σε κυνηγάει κανείς; φώναξε ο γέρος.
- Τι γίνεται Μπαρμπαμήτσο με το κορίτσι;
- Τίποτα δεν γίνεται!
- Δεν ξύπνησε το κορίτσι;
- Μπα, όχι!
- Τώρα μιλούσαμε!
- Έτσι θα σου φάνηκε! είπε και με τράβηξε απ' το χέρι μέσα στο δωματιάκι...
- Να, κοιμάται… λήθαργος είναι!
- Κι η άλλη κάτω στο γιαλό;
- Κι άλλη λιπόθυμη βρήκες;
- Όχι λιπόθυμη! Ετούτη, λέει, είναι κι ονειρεύεται...
- Εσύ θα ονειρεύεσαι μου φαίνεται.
- Καλά, Μπαρμπαμήτσο, θα ξαναπάω κάτω...
- Πες της και χαιρετίσματα!
- Αν θέλεις, έλα να δεις...
- Δεν προλαβαίνω τώρα. Μια ποντικίνα γέννησε ένα μιλιούνι μικρά και συγυρίζω την αποθήκη.

Ξανακίνησα, λοιπόν, για τη ρεματιά, για να διαπιστώσω μάλλον ότι δεν θα έβρισκα ψυχή πια. Όμως, ήταν ακόμα εκεί, πλαγιασμένη σε μια πέτρα στην όχθη και κοιμόταν. Της έπιασα τον ώμο κι άνοιξε τα μάτια… ανασήκωσε το κεφάλι και μου είπε ψιθυριστά...
- Γύρισες!
- Άργησα πολύ;
- Κοιμήθηκα, δεν ξέρω, θα είδα όνειρο, αλλά δεν θυμάμαι.
- Σε είδα εκεί στο κρεβάτι, κοιμάσαι ακόμα...
- Μα μόλις ξύπνησα, βλέπεις…
Την έβλεπα, αλλά τα μάτια μου έτσουζαν και δάκρυζαν. Έτσι ήταν πάντα η ουσία της πραγματικότητας, έτσι ήταν πάντα οι προδιαγραφές της όρασής μου. Η εικόνα της μου ήταν τόσο γνωστή, μα υπήρχε μονίμως μια άγνωστη εικόνα πίσω μου, μια εικόνα αβάφτιστη πίσω μου, όπου κι αν κοιτούσα. Το έβλεπα το είδωλό της, στην καθρέφτινη προέκταση της μίας, μοναδικής πραγματικότητας. Όταν όμως κοίταζα πίσω, μια άλλη μοναδική πραγματικότητα ερχόταν μπροστά μου κι ανέτρεπε την άλλη. Ήταν πολλά τα είδωλα κι όσο κοίταζα πολλαπλασιάζονταν. Ίδιες πραγματικότητες και ίδια είδωλα. Η μόνη σίγουρη αλήθεια ήταν η απόσταση μεταξύ τους. Αυτή ήταν η απλή αλήθεια, το διάστημα ανάμεσα σε δύο κάθε φορά είδωλα κι αυτή η απλή και αυτονόητη διαδικασία της ταύτισής τους, σ' ένα σημείο, σε μια συγκεκριμένη στιγμή...

- Πού είμαι; ρώτησε η εκείνη, μόλις έκανα να βγω απ' το δωμάτιο.
- Εδώ, μην ανησυχείς! της είπε ο Μπαρμπαμήτσος, κρατώντας το ποτηράκι με το ξίδι μπροστά στη μύτη της. Εκείνη βιάστηκε να σηκωθεί από το κρεβάτι και κάθησε στην καρέκλα με ανακούφιση.
- Δεν πάμε καλύτερα στην αυλή; ρώτησε ο γέρος.
- Πάμε! είπαμε κι εμείς οι δυο ταυτόχρονα.
- Χαρά Θεού έξω! συμφώνησαν και τρεις γάτες μαζί.
Έξω γίνονταν πανηγύρια. Μεσοκαλόκαιρο πάλι τότε κι όλο ξεφωνητά ακούγονταν απ'
την αμμουδιά. Ο Μπαρμπαμήτσος φόρεσε το ξεφτισμένο ψαθάκι του κι έγειρε σ' ένα
κουβαριασμένο δίχτυ, κολλητά στον τοίχο. Κρατούσε μια μυγοσκοτώστρα στο ένα χέρι και στ' άλλο ένα καλάμι μακρύ, για τις γάτες, άμα πηδούσαν στο τραπέζι να γλείψουν τα πιάτα. Στο βαρύ ξύλινο τραπέζι έπεφτε μπαλώματα η σκιά της γέρικης κληματαριάς. Δεν φυσούσε καθόλου. Ολόγυρα οι μουριές φορτωμένες μούρα και τζίτζικες. Θα είχαμε κάποια κουβέντα, μα κάπου μας την έκοψε από μακριά η φωνή του κυρ-Αγγελή...
- Γεια σας, γεια και χαρά σας! φώναξε κι ερχόταν τρεχάτος. Άλλωστε, δεν τον είχα
ποτέ δει να περπατάει, όλο έτρεχε. και πάντα φορούσε το ίδιο χακί παντελονάκι ως τα γόνατα, με τσέπες υπερβολικά μεγάλες, έχοντας στη μία πάντα ένα φακό. Ήταν από την Αθήνα ο κυρ-Αγγελής.
- Καλώς τον κυρ-Αγγελή! φωνάξαμε όλοι μαζί.
- Κάτσε να πιούμε ένα ουζάκι, του είπε ο Μπαρμπαμήτσος και σηκώθηκε αργά-αργά
απ' το κουβαριασμένο δίχτυ. Πήγα κι έφερα το ούζο κι έκοψα ντομάτα με λίγο τυράκι.
- Πέρασα να σας αποχαιρετήσω, είπε ο κυρ-Αγγελής.
- Φεύγεις, ακόμα δεν ήρθες; διαμαρτυρήθηκε ο Μπαρμπαμήτσος.
- Είναι καιρός!
Τσουγκρίσαμε και ήπιαμε. Μιλήσαμε για το ένα και τ' άλλο, ξανατσουγκρίσαμε, ξαναήπιαμε, ξανατσιμπήσαμε και λίγο τυρί με ντομάτα...
- Πολύ καλό το ούζο, διαπίστωσε ο κυρ-Αγγελής.
- Απ' τα καλύτερα της Μυτιλήνης, του εξήγησα.
- Α, το κατάλαβα. Ωραιότατο νησί η Μυτιλήνη...
Το μπουκάλι άδειασε. Σηκώθηκε ο κυρ-Αγγελής, μας κοίταξε έναν-έναν στα μάτια, κοίταξε μια και πίσω του και είπε με επισημότητα...
- Εις το επανιδείν, αγαπητοί μου!
- Εις το επανιδείν, επαναλάβαμε κι εμείς.
- Αλλά… για σταθείτε μια στιγμή!
Έχωσε ο κυρ-Αγγελής το χέρι στην άλλη τσέπη του παντελονιού του κι έβγαλε μια φωτογραφική μηχανή. Στην άλλη, ως γνωστόν, είχε πάντα το φακό του.
- Λοιπόν, χαμογελάστε! μας διέταξε.
Χαμογελάσαμε για χάρη της φωτογραφίας, όση ώρα χρειάστηκε ο κυρ-Αγγελής να την τραβήξει. Μας αποχαιρέτησε μερικές φορές ακόμα, είπε και ξανάπε ότι η φωτογραφία θα αποσταλεί και έφυγε τρεχάτος όπως ήρθε.

Τα ξεφωνητά από το γιαλό δεν έπαψαν στιγμή. Οι γάτες, πάλι πεινασμένες, μας έφερναν γύρω-γύρω νιαουρίζοντας παρακλητικά. Ο πετεινός έδωσε ένα σάλτο κι ανέβηκε στα πόδια του Μπαρμπαμήτσου.
- Πεινάς κι εσύ, πετεινέ; τον ρώτησε ο γέρος.
Ο πετεινός κορδώθηκε και λάλησε μέσα στ' αφτί του.
- Τα βλέπεις, Μπαρμπαμήτσο; Να γιατί δεν ακούς τόσο καλά! του είπα γελώντας.
- Δε φταίει ο πετεινός! Ο καιρός είναι που με κουφαίνει, όλο και πιο πολύ. Ο πετεινός από αγάπη το κάνει ο κακομοίρης.
- Κι ο καιρός από τι, δηλαδή;
- Χμ, ο καιρός! Ο καιρός από συμφέρον πάντα. Δεν θέλει και πολύ μυαλό.

Έβαλε τα γέλια η κοπέλα, γέλασε κι ο Μπαρμπαμήτσος και σηκώθηκε να ξαναπάει στο κουβαριασμένο δίχτυ του να ξαπλώσει. Τον πήρε αμέσως ο ύπνος. Οι σφήκες βούιζαν από τη δίψα και τα τζιτζίκια τζιτζίριζαν του σκοτωμού, βυζαίνοντας τις μουριές.
- Πάμε να κολυμπήσουμε; τη ρώτησα.
- Πάμε! φώναξε και πετάχτηκε με μιας από τον πάγκο.
Με τόση ζέστη, δεν θα απορούσα καθόλου αν άφηνε ένα υγρό αποτύπωμα ιδρώτα στο σημείο που καθόταν. Όμως, ήταν ένα μεγάλο άθικτο τσαμπί ροδίτη στη θέση της στον πάγκο. Το είχε κλαδέψει ο Μπαρμπαμήτσος πρωί-πρωί απ' την κληματαριά. Ήταν ανεξήγητο…
- Για στάσου, κάτσε μια στιγμούλα, της είπα και την τράβηξα πίσω στη θέση της.
- Μα τι συμβαίνει; με ρώτησε και κάθησε απρόθυμα.
- Να, έλεγα...
Δεν πρόλαβα να πω τίποτα. Πετάχτηκε πάνω κι έβαλε τις φωνές...
- Τι έπαθες; ρώτησα δήθεν αθώα.
- Πού βρέθηκε αυτό εδώ; είπε δείχνοντας το λιωμένο σταφύλι στον πάγκο κι έβαλε πίσω το χέρι να πιάσει για επιβεβαίωση το μουσκεμένο φόρεμά της.
Κραύγασε απ' τον πόνο έξαφνα, χλόμιασε με μιας. Για κακή της τύχη, την είχε τσιμπήσει μια απο το σμήνος τις σφήκες που έσπευσαν να χαρούν το γεγονός. Α, όχι, δεν θα ήθελα να ήμουν νεράιδα, σκέφτηκα. Σήκωσα ψηλά τη φούστα της κι είδα το σημαδάκι, ρόδινο και στρογγυλό. Δάγκωσε τα χείλη της. Ο Μπαρμπαμήτσος συνέχισε να κοιμάται στο κουβαριασμένο δίχτυ. Πήρα λίγο χώμα, το έφτυσα μερικές φορές και το έβαλα πάνω στο σημαδάκι της τσιμπηματιάς. Μου είχαν πει πως κάνει καλό. Της είπα κι εγώ ότι κάνει καλό κι έδειξε να νιώθει κάποια ανακούφιση.

Τελικά, κολυμπήσαμε. Μετά το κολύμπι ο ήλιος ήταν όλο ευγένειες κι αβρότητες, διέστελνε τις ματιές, παράτεινε τα χάδια και τα όνειρα… κόλλαγε η άμμος στο κορμί μας, ναρκωνόμασταν απ' την αιγαιοπελαγίτικη άλμη, που έδινε και μια σπάνια γεύση στα φιλιά... Δεν μπορούσα όμως να καταλάβω. Τη ρώτησα ψιθυριστά στ' αφτί...
- Γλυκιά μου νεραϊδίτσα, μ' ακούς;
- Μμ...!
- Πες κάτι!
- Κάτι; Τι κάτι;
- Ό,τι θέλεις, για σένα, πες για τα... παιδικά σου χρόνια.
- Α, για τα παιδικά χρόνια μιας... νεράιδας. Κάποτε, λες, ήμουν παιδάκι και τώρα μεγάλη. Πόσο δηλαδή μεγάλη τώρα;
- Υπολογίζω πως είσαι γύρω στα...
- Αστο καλύτερα. Δεν ξέρω τι θα έλεγες, αλλά μπορεί και τόσο... Μη μου βάζεις ιδέες!
- Δεν σε καταλαβαίνω.
- Γι' αυτό κι εγώ δεν ήθελα να σε κουράσω με τέτοια.
- Κούρασε με, δεν πειράζει.
- Κοίτα να δεις, το μόνο που ξέρω είναι ότι νιώθω πια κάπως αλλιώτικη. Δεν μ' αλλάζουν τα χρόνια κι οι καιροί. Μόνο η βιασύνη μ' αλλάζει κι οι ανικανοποίητες επιθυμίες. Και νιώθω τότε πιο υλική, όλο και πιο φθαρτή, και μυρίζω μια ανυπόφορη μυρωδιά οξείδωσης στον αέρα που εισπνέω. Αυτή δηλαδή που εισπνέεις κι εσύ…
- Δεν την έχω αισθανθεί ποτέ.
- Πώς να την αισθανθείς; Πάντα έτσι ήταν… με τι να τη συγκρίνεις;
- Θες να πεις ότι τότε αλλάζει κάτι στον... αέρα;
- Ο αέρας είναι πάντα ο αέρας. Αν όμως δεν υπήρχε αυτή τη μυρωδιά, που έτσι κι αλλιώς δεν τη μυρίζεις, τότε θα κινδύνευες να δηλητηριαστείς από την εισπνοή κι αυτής της πελαγίσιας αύρας.
- Μου φαίνεται παράλογο, μα ευτυχώς αν είναι έτσι.
- Για μένα όμως είναι αλλιώς. Γίνομαι τόσο βαριά τότε... τόσο υλική…
- Όπως όταν ξανακάθησες στο σταφύλι...
- Έτσι κατάλαβα… ανυπομονούσα να έρθουμε για κολύμπι. Ο αέρας βρώμησε κλούβιο αυγό, κόντεψα να πνιγώ.
- Α, δεν κάνεις για τη ζωή της πόλης εσύ. Μα για τα παιδικά σου χρόνια δεν είπες τίποτα.
- Δεν ξέρω τι...
- Δεν ξέρεις;
- Ειλικρινά, δεν πάει ο νους μου.
- Εννοείς πως δεν θυμάσαι;
- Όχι, δεν είναι αυτό. Απλώς, δεν έχω σχέση μ' αυτά τα πράγματα... Είναι τόσο εξωπραγματικά. Άλλωστε, γι' αυτό είναι και τόσο πρακτικά στην καθημερινότητα. Μια πρακτική σχέση είναι, ούτως ή άλλως, εξωπραγματική. Μια σχέση χωρίς ψυχή δεν την θεωρούν άψυχη, μα λειτουργική. Και πώς να ξεχωρίσεις εκείνο που διαρκεί μια ζωή από εκείνο που μόλις μια στιγμή; Υπάρχει αληθινό κριτήριο; Το μόνο που μπορείς να πεις είναι η μνήμη, όχι τι ζω, αλλά τι θυμάμαι...
- Ε, ναι, δεν είναι και πολύ αξιόπιστο κριτήριο. Πολύ ρευστό και υποκειμενικό...
- Δεν αρκεί αυτό για να με τοποθετήσει κάπου, κάπου στο χώρο και το χρόνο. Και τι θυμάσαι εσύ; Θυμάσαι μήπως πόσο καιρό με ξέρεις και σε ξέρω;
- Έτσι νομίζω. Εσύ τι λες;
- Ναι, θυμάσαι. θυμάσαι αυτά που νομίζεις, αυτά που νομίζουν όλοι ότι θυμούνται. Κι επειδή έτσι νομίζουν όλοι, δεν διστάζεις κι εσύ να κομματιάζεις το χρόνο, όσο το ζητούν οι φυσικοί σου περιορισμοί. Όμως, ο χρόνος δεν είναι ένα καρβέλι ψωμί ή ένα πεπόνι, να κόβεις φέτες. Δεν μένει πια ίδιος. Κι έτσι μπορείς, λοιπόν, να διακρίνεις το ονειρικό απ' το πραγματικό, το υποκειμενικό απ' το αντικειμενικό, το παρόν απ' το παρελθόν ή το μέλλον, ακόμα και την ύπαρξη απ' την ανυπαρξία. Είναι αστείο...
Γύρισε το βλέμμα της στο πέλαγος βαθιά, σα να χαμογελούσε, όσο εγώ έσπαγα το κεφάλι μου να θυμηθώ πού τα ήξερα τα λόγια της. Τα ήξερα από πριν, κι όταν την άκουγα, ήξερα τι θα 'λεγε μετά, σα να ήταν η σκέψη μου στα χείλη της. Γύρισε πάλι και με κοίταξε στα μάτια, με εκείνη την καλαίσθητη παιχνιδιάρικη σοβαρότητα, που όλο και πιο σπάνια συναντάς σήμερα...
- Δεν έχει να κάνει ο χρόνος με ηλικίες. Είναι ειδωλολάτρισσα η συνείδηση, τον βεβηλώνει το χρόνο, κάθε στιγμή...

Ήταν ξανά τα λόγια της μέσα στη σκέψη μου και μου φαίνονταν τα θυμόμουν. Της πρότεινα να ξαναβουτήξουμε στη θάλασσα. Είχε ήδη βουτήξει και την ακολούθησα. Η πολύτονη σιωπή του νερού έπλεε μαζί μας, ξυστά στις κροκάλες του βυθού, ένας παρατεταμένος συριγμός κι ένα γιγάντιο φωτεινό δίχτυ που είχε ρίξει ο ήλιος να μας ψαρέψει. Μα όλο ξεγλιστρούσαμε και πετούσαμε πάνω το κεφάλι να ρουφήξουμε αέρα. Κι ήταν ο χρόνος μας απλά διαστήματα ανάμεσα στις εισπνοές κι ανάμεσα στις εκπνοές μέσα κι έξω απ' το νερό. Αν είχαν τα πνευμόνια μου άλλες διαστάσεις, θα είχε κι ο χρόνος μου άλλες. Αλλά ποτέ δεν θα το ήξερα. Για κείνη, όμως, δεν θα άλλαζε τίποτα. Την έβλεπα που έφευγε όλο και μακρύτερα. Μπήκε μέσα στην πρασινωπή καταχνιά του βυθού και κάθησε σ' ένα μεγάλο χαλί από φύκια. Τα μαλλιά της ανέμιζαν σα να φυσούσε. Μου μιλούσε μα δεν την άκουγα, μπορεί να μου έλεγε επιτέλους για τα παιδικά της χρόνια. Ένα σμάρι ψαράκια έκαναν βόλτες γύρω της. Ήταν σαν μερικά χρόνια πριν και πάλι... όσα συνέβαιναν αυτή τη στιγμή.

Μερικά χρόνια πριν, ίδια εποχή, είχε προσγειωθεί ένα ελικόπτερο στην ακτή. Περνούσε τυχαία και τότε. Οι λουόμενοι όλοι μαζί τού έκαναν σινιάλο και το υποχρέωσαν να κατέβει. Πετάχτηκαν έξω δύο νοσοκόμοι ασπροντυμένοι κι έτρεξαν μ' ένα φορείο στον κύκλο που είχε σχηματίσει ο κόσμος. Στο κέντρο του κύκλου ένα σεντόνι σκέπαζε μια κοπέλα γυμνή. Σήκωσαν το σεντόνι λίγο… δεν ανάσαινε, μα το στόμα της μισάνοιχτο, σαν κάτι να έλεγε. Τη μετέφεραν αμέσως στο ελικόπτερο κι απογειώθηκαν. Ο κόσμος όλος παρακολουθούσε, μέχρι που το ελικόπτερο κρύφτηκε πίσω απ' την ψηλή βουνοκορφή.

Το γεγονός με τον καιρό ξεχάστηκε κι όλοι συνέχισαν το έργο τους στην παραλία. Κάπου οι μισοί δηλαδή ξάπλωσαν στην άμμο κι οι υπόλοιποι μπήκαν στο νερό. Τα μικρά παιδιά βολεύτηκαν ανάμεσα στην άμμο και το νερό. Ήταν όμως κι ένα παιδάκι που πήρε το μονοπάτι κατά το βουνό. Ξεμάκρυνε μονάχο του και χάθηκε, χωρίς να τ' αναζητήσει κανείς. Όταν γύρισε πίσω, βαστούσε στην αγκαλιά του ένα σκουριασμένο κλουβάκι. Πήγε σ' ένα βράχο στην άκρη του όρμου, όπου είχε αφημένη την πετονιά του απ' την τελευταία φορά που ψάρευε. Ούτε δόλωμα, αλλά ούτε αγκίστρι και βαρίδι είχε μείνει. Έπιασε κι έδεσε στην άκρη της πετονιάς το άδειο σκουριασμένο κλουβάκι και το πέταξε στη θάλασσα, όσο πιο μακριά μπορούσε. Κάθησε μετά σε μια πέτρα και περίμενε. Περίμενε υπομονετικά, ώσπου λίγο-λίγο γέρασε, άσπρισαν τα μαλλιά του κι όλοι πια το φωνάζανε μπάρμπα...

Όταν άρχισε να χαλάει ο καιρός, έφυγαν οι παραθεριστές κι έμεινε μόνος στο γιαλό ο Μπαρμπαμήτσος με την πετονιά του. Ο ουρανός έφραξε από μαύρα βαριά σύννεφα, φούσκωσε η θάλασσα, μελάνιασε. Αγρια θάλασσα κι απότομη. Αρχισε να βρέχει. Ο Μπαρμπαμήτσος έδεσε θηλειά την πετονιά σ' ένα σουβλερό βραχάκι δίπλα του και πήγε να καλυφτεί σε μια καλαμένια καλύβα παραπάνω, που ο ίδιος την είχε φτιάξει κάποτε. Παρατηρούσε από κει την αγριεμένη θάλασσα υπομονετικά, όταν ξαφνικά πίσω απ' το βορεινό κάβο είδε να ξεμυτίζει ένα μεγάλο ιστιοφόρο. Τρόμαξε κι έκανε το σταυρό του. Πού βρέθηκε τέτοιο καράβι, δεν πίστευε στα μάτια του! Και σα να μην έφτανε αυτό, εμφανίστηκε κι ένα δεύτερο ολόιδιο. Τα είχε χάσει ο Μπαρμπαμήτσος. Σκέφτηκε πως αν τα έλεγε αυτά, κανένας δεν θα τον πίστευε. Έρχονταν προς τα έξω τα καράβια, με χίλια ζόρια μέσ' απ' τα θεόρατα κύματα και κατευθύνονταν προς το μακρόστενο βουναλάκι του όρμου, που ήταν αποκομμένο απ' την υπόλοιπη ακτή. Το βουναλάκι σχημάτιζε μια αγκάλη κι ένα αρκετά ασφαλές λιμανάκι, όπου έκοβε ο άνεμος και το κύμα. Τα δυο μεγάλα ιστιοφόρα πλησίασαν και μπήκαν στο λιμανάκι. Κίνησε κι ο Μπαρμπαμήτσος κατά κει, παρά τη βροχή και το φόβο που ένιωθε. Ήταν η περιέργεια που του έδωσε θάρρος. Από το πρώτο σκάφος πήδηξαν έξω δυο άτομα και, μόλις τον είδαν, έκαναν κι αυτοί προς το μέρος του. Ήταν λες αρματωμένοι, δεν έμοιαζαν όμως πειρατές. Ο πρώτος σήκωσε το χέρι ψηλά και φώναξε από απόσταση στον Μπαρμπαμήτσο...
- Homo, quid est hic;
Ο Μπαρμπαμήτσος δεν κατάλαβε. Σήκωσε κι αυτός το χέρι και θεώρησε σωστό να κάνει και μια υπόκλιση.
- Ubi sumus; ρώτησε ο δεύτερος.
Ο Μπαρμπαμήτσος πάλι δεν κατάλαβε, μα δεν ξανάκανε υπόκλιση. Είπε μόνο...
- Δεν καταλαβαίνω, να με συμπαθάτε!
- A Byzantio venimus. Quid est hic; επέμεινε ο πρώτος, δείχνοντας την άμμο στα πόδια του.
Έδειξε κι ο Μπαρμπαμήτσος την άμμο κι ύστερα έδειξε πέρα στο πέλαγος, λέγοντας...
- Αλλού, αλλού!
Δεν προχώρησε η κουβέντα, αλλά σε λίγο ήρθαν κι άλλοι απ' τα καράβια, που μερικοί μιλούσαν κάπως τη γλώσσα του γέρου και κατάφεραν τελικά να συνεννοηθούν. Τους είπε ο Μπαρμπαμήτσος ότι βρίσκονταν στο Λιμιώνα κι εκείνοι του εξήγησαν ότι έρχονταν από την Κωνσταντινούπολη και πήγαιναν για τους Αγίους Τόπους να βρουν τον Τίμιο Σταυρό. Η φουρτούνα τους είχε αναγκάσει να αναζητήσουν επειγόντως καταφύγιο και βρέθηκαν εκεί. Μαζί ήταν, λέει, κι η ίδια η αυτοκρατόρισσα, όμως δεν βγήκε απ' το καράβι. Πάντως, έδωσε αμέσως διαταγή να χτιστεί εκεί στην ακτή μια εκκλησία, μια μικρή Αγια-Σοφία.

Την άλλη μέρα έφτιαξε ο καιρός κι οι Βυζαντινοί τεχνίτες στρώθηκαν στη δουλειά. Πήραν μυρωδιά και μερικοί τσοπάνηδες και μαζεύτηκαν από τα γύρω βουνά, για να θαυμάσουν την τέχνη εκείνων των μαστόρων, όπως σκάλιζαν την πέτρα και το μάρμαρο, όπως δούλευαν το ξύλο κι έχυναν το μολύβι. Η θέση της εκκλησούλας ήταν απέναντι στην αυλή του Μπαρμπαμήτσου, στην άλλη όχθη της ρεματιάς, ανάμεσα σε πανύψηλες βελανιδιές και πουρνάρια. Ο γέρος παρακολουθούσε το έργο από την αυλή του, καθισμένος σ' ένα καρεκλάκι και παίζοντας μακάρια το κομπολόι του. Απ' το πρωί ως το βράδυ, δεν ξεκόλλαγε τα μάτια του από κει κι άλλο τίποτε δεν τον ένοιαζε. Απ' την τόσο μεγάλη του αφοσίωση, όμως, δεν πρόλαβε και την αλεπού που σε ανύποπτο χρόνο τού έφαγε όλες τις χαϊδεμένες κότες του, οχτώ κότες, κι ήταν η μια καλύτερη απ' την άλλη. Ο μόνος που τη γλίτωσε ήταν ο πετεινός, αλλά έμεινε μόνος. Ο Μπαρμπαμήτσος ήταν απαρηγόρητος, τον λυπήθηκαν οι Βυζαντινοί κι ένας τον ρώτησε...
- Πόσο καιρό χρειάζεται ένας πετεινός να βρει ταίρι εδωπέρα;
- Δεν πρόκειται να βρει, αν δεν του βρούμε! απάντησε ο Μπαρμπαμήτσος ξερά.
- Εμείς έχουμε μερικές κότες μαζί μας. Θα πάω να μιλήσω στην αυτοκρατόρισσα, είπε ο Βυζαντινός και τράβηξε αμέσως για το καράβι.

Μετά από λίγο γύρισε εκείνος ο συμπονετικός Βυζαντινός, κρατώντας στα χέρια του μια τρομαγμένη πετρωτή κότα, που αναστάτωσε τον τόπο με τα κακαρίσματά της...
- Ορίστε, Μπαρμπαμήτσο, σου τη χαρίζει η αυτοκρατόρισσα.
- Χίλια ευχαριστώ, πες της, χίλια ευχαριστώ! Δάκρυσε ο γέρος απ' τη χαρά του.
Ήρθαν αργότερα στην αυλή κι άλλοι απ' τα καράβια, για να τον αποχαιρετήσουν. Η εκκλησούλα ήταν έτοιμη, μικρή αλλά εφτάπυλη. Βέβαια, έλειπε ο παπάς, μα θα βρισκόταν κάποτε κι αυτός. Λένε, πάντως, από κείνα τα χρόνια, ότι η αυτοκρατόρισσα άφησε εκεί ένα γραμματικό της για να γίνει παπάς, άφησε και μισή ντουζίνα χτιστάδες για να φτιάξουν χωριό παραπάνω. Κίνησαν λοιπόν κι οι τελευταίοι Βυζαντινοί για τα καράβια κι ο Μπαρμπαμήτσος τους ακολούθησε ως το λιμανάκι. Του είπε εκεί ένας αξιωματούχος ότι μ' αυτή την εκκλησούλα συμπληρώνονταν 999 εκκλησούλες που χτίστηκαν με εντολή της αυτοκρατόρισσας σ' εκείνο το μακρύ κι ατέλειωτο ταξίδι, και συνέχισε...
- Αν χρειαστεί κάπου να προσαράξουμε και πάλι, θα συμπληρωθεί μια χιλιάδα εκκλησούλες.
- Κατάλαβα, είπε ο Μπαρμπαμήτσος, στη Χιλιαδού θα πιάσετε μετά.
- Πού το ξέρεις, Μπαρμπαμήτσο;
- Το λέει το όνομα, δεν είναι τυχαίο.
Αφού ξαναχαιρετήθηκαν και του έταξαν οι Βυζαντινοί να ξανανταμώσουν, επιβιβάστηκαν στα πλοία και σάλπαραν. Ήταν όλο γλύκα τώρα ο καιρός. Ξανοίχτηκαν με χάρη στο πέλαγος, κι ο Μπαρμπαμήτσος, με σηκωμένο το χέρι, φώναζε απ' την ακτή: με το καλό, να ξανάρθετε, να ξανάρθετε με το καλό!

Όταν χάθηκαν τα πλεούμενα κατά τα νοτιοανατολικά, γύρισε κι ο γέρος στο κονάκι του να ξαποστάσει. Περνούσε ο καιρός, άλλοτε με καλοσύνη κι άλλοτε όχι. Κι ήρθε κάποτε μια φοβερή κακοκαιρία, που όμοιά της δεν ξαναϋπήρξε. Έβρεχε ακατάπαυστα μέρα-νύχτα κι οι κεραυνοί έπεφταν ο ένας μετά τον άλλο. Πλημμύρισε όλος ο τόπος, το ρέμα όλο φούσκωνε και φάρδαινε, παρασέρνοντας τα πάντα με την ορμή του. Ούτε κι εκείνη η εφτάπυλη εκκλησούλα τη γλίτωσε. Όχι πως δεν ήταν γερά χτισμένη, ήταν και παραήταν. Μόνο που έφυγε όλη η γης από κάτω της και σώριασε η εκκλησούλα. Σκόρπισαν οι πέτρες, πάνε τα μάρμαρα κι οι μολυβένιοι τρούλοι, δεν έμεινε τίποτα. Τα πήρε όλα το ρέμα και τ' απόθεσε κάτω στο γιαλό, μπαζώνοντας κι όλο εκείνο το τμήμα της θάλασσας ανάμεσα στο μακρόστενο βουναλάκι και στην ακτή.

Ήρθε κι ο καιρός που έμελλε να πάψει η βροχή. Ο ήλιος κάθε μέρα δεν έκανε άλλο απ' το να στεγνώνει τον τόπο. Κι ερχόταν ο κόσμος, όλο και πιο πολύς. Βέβαια, οι
παραθεριστές δεν μπορούσαν να υποψιαστούν πόσα είχαν γίνει σ' εκείνη την ερημιά. Ήταν μονίμως ξένοιαστοι και μετρούσαν με αγωνία τις μέρες του καλοκαιριού, καθώς περνούσαν βιαστικά. Μια από εκείνες τις μέρες προσγειώθηκε ξανά στην αμμουδιά ένα ελικόπτερο, κάνοντας έξαλλη την άμμο. Όλοι μαζεύτηκαν γύρω του και είδαν να βγαίνει μια άγνωστη κοπέλα με τη βοήθεια δύο νοσοκόμων, που τη συνόδεψαν ως λίγο παραπέρα κι είπαν στον κόσμο ότι είχε γίνει λάθος, η κοπέλα ήταν ζωντανή και υγιής. Χαιρέτησαν κι οι δυο τους χαμογελώντας, μπήκαν στο ελικόπτερο κι απογειώθηκαν.

Ύστερα συνεχίστηκε η γνωστή ιστορία με τους μισούς στο νερό, τους μισούς στην άμμο και τα παιδιά ανάμεσα στο νερό και την άμμο. Εγώ ξανατίναξα το κεφάλι πάνω απ' το νερό να ρουφήξω με λαιμαργία ακόμα λίγο οξυγόνο. Η νεραϊδίτσα ήταν ξεχασμένη στον ίσκιο ενός αμφίβιου βράχου. Όταν, μια απ' τις πολλές που με είδε να βγάζω το κεφάλι, σήκωσε το χέρι και μου έγνεψε να πάω κοντά της. Βγήκα και πηδούσα σαν ακρίδα στη ζεματιστή άμμο που μας χώριζε. Την αγκάλιασα στον ίσκιο του αμφίβιου βράχου και μείναμε έτσι. Λίγο παραπέρα, ο Μπαρμπαμήτσος μάζευε την πετονιά του. Κάπου πίσω μας, κάποιοι μετρούσαν κέρματα ή μάλλον έπαιζαν με κέρματα και τα κουδούνιζαν εκνευριστικά. Έγειρα κι ακούμπησα το μάγουλό μου στο γλουτό της. Οι πόροι στο δέρμα τη, από τόσο κοντά που τους κοίταζα, μου θύμιζαν κουτοπόνηρη διαφημιστική καμπάνια. Ένα βοτσαλάκι έκανε αισθητή την ταπεινή παρουσία του μέσα από την αυξανόμενη ενόχληση στο πλευρό της. Μετακίνησε λίγο το γοφό της κι ένα δροσερό αεράκι πήγε να κάνει τσουλήθρα στη ράχη της. Οόπ, έκανε τ' αεράκι, καθώς γλίστρησε άγαρμπα κι έπεσε πρόωρα. Το πήρα στις δυο μου χούφτες και το ξανανέβασα στον ώμο της. Εκείνη, ίσως για να δώσει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, φλετούρισε αυτόματα τον ώμο της, μα το αεράκι κατάφερε να ισορροπήσει και να επιχειρήσει μια πιο επιτυχημένη τσουλήθρα. Χαμογελούσε τότε, χαμογελούσε αιθέρια, αφημένη για πάντα μέσ' στην αγκαλιά μου. Φιλούσα το χαμόγελό της στην άκρη στα χείλη της μια ολόκληρη ζωή. Χαμογελούσε και την έπνιγα στα φιλιά. Μόνο από φιλιά θα μπορούσε στ' αλήθεια να πνιγεί, να ξεψυχήσει σα να ήταν το πιο απίστευτο ψέμα. Κι άρχισε τ' αηδόνι της πλατανιάς να μοιρολογεί στην κατάλληλη ώρα, ένα πολύ μακρύ μοιρολόι και τόσο επίμονο που όλα τα ζωντανά και τ' άψυχα υπόκυψαν στο μάγεμα και ζήλεψαν το θάνατό τους.

Δεν άλλαξε όμως τίποτε εκείνο το απόγευμα, αν κι ο τόπος γέμισε απουσίες, άλλες ορατές κι άλλες αόρατες. Ο Μπαρμπαμήτσος μάζεψε επιτέλους την πετονιά του και στην άκρη της δεν υπήρχε ούτε ψάρι ούτε αγκίστρι ούτε κι ένα σκουριασμένο κλουβάκι. Έτσι, αντίκρισα πρώτη φορά την απουσία ενός σκουριασμένου κλουβιού, ολοζώντανη. Την έσερνε ο γέρος προς το μέρος μου, καθώς με πλησίαζε, αλλά όπως ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του, δεν πρόσεχε μπροστά του και σκόνταψε δίπλα μου, στην πνιγμένη νεράιδα. Τότε με κοίταξε με έκπληξη και δικαιολογήθηκε ότι τον χτύπησε ο ήλιος. Την ίδια στιγμή, ένιωσε ένοχος ο ήλιος, αν και ήξερε πως δεν έφταιγε. και, δύοντας απροειδοποίητα, μουρμούρισε: αν με ξαναδείτε, να με φτύσετε! Ναι, να με φτύσετε!

Στο ασημένιο βραδάκι του γιαλού συνάχτηκαν ύστερα τα σμήνη οι σκνίπες και τα κουνούπια. Το αηδόνι της πλατανιάς με το ταίρι του άρχισαν το κυνήγι, δίνοντας προσωρινά το λόγο στα τριζόνια, ενώ η νεραϊδίτσα η πνιγμένη δεν έκανε άλλο από το να μαζεύει το σάλιο της σε μια λακκουβίτσα στην άμμο, για να φτύσει τον ήλιο το πρωί, όταν μάλλον θα έβγαινε ξανά και θα… έβγαινε ψεύτης. Τράβηξε ο Μπαρμπαμήτσος μια μοναχική βόλτα ως την άλλη άκρη της αμμουδιάς, σα για να επιθεωρήσει, κι ήρθε πάλι πίσω αιωρούμενος στ' ανάλαφρο θερμό σκοτάδι. Δίπλα μου σκόνταψε και πάλι. Δεν δικαιολογήθηκε βέβαια ότι τον χτύπησε πάλι ο ήλιος, μα ούτε κι ότι έφταιγε η σκοτεινιά...
- Κάτι υπάρχει εδώ χάμω! διαπίστωσε και μου έδειξε την πνιγμένη νεράιδα.
- Ναι, είναι μια νεράιδα πνιγμένη, πνιγμένη από φιλιά! του είπα κι ο γέρος έσκασε στα γέλια και στο βήχα...
- Νεράιδα πνιγμένη από φιλιά; Αυτά δεν γίνονται στον καιρό μας.
- Στο δικό της όμως τον καιρό;
- Α, ναι! Στο δικό της μπορεί... Αλλά στο δικό μας αυτά δεν γίνονται, δεν πνίγεται κανείς σήμερα από φιλιά!

Δεν συνεχίσαμε την κουβέντα, είχε περάσει η ώρα και κινήσαμε για το σπίτι. Όσο πηγαίναμε, σκυφτοί κι αμίλητοι, αναρωτιόμουν μήπως ήμουν ακόμα στον καιρό της νεράιδας, μήπως ήμουν ακόμα μέσα στον ύπνο της, μήπως με γέλασε η νεράιδα και συνέχιζε να είναι σε δυο μεριές και τώρα... Φαινόταν πως είχε κι ο Μπαρμπαμήτσος τις σκέψεις και τις απορίες του, κι άμα φτάσαμε στην αυλή και καθήσαμε στον πάγκο, κάτω απ' το φεγγαρόφωτο και την κληματαριά, με ρώτησε με σιγανή φωνή, μην και τον ακούσει τάχα κανείς...
- Δε μου λες, μαντίλι είχε η νεράιδα;
- Δεν ξέρω...
- Δεν ξέρεις; Μόνο αν της πάρεις το μαντίλι, την κρατάς. Και μόνο αν το κάψεις, πεθαίνει. Δηλαδή δεν τη βλέπεις να πεθαίνει, γιατί γίνεται σκόνη, καπνός και χάνεται για πάντα. Αλλιώς...
- Αλλιώς τι;
- Αλλιώς δεν είναι νεράιδα.
- Και τι να ήταν εκείνη;
- Αν δεν ήταν νεράιδα, τι θα ήταν; Κανονική γυναίκα θα ήταν...
Συμφώνησα μαζί του. Ή ήταν νεράιδα ή δεν ήταν, λοιπόν. Είτε υπήρχε είτε δεν υπήρχε πια. Ένιωσα ανακουφισμένος απ' το ξεμπέρδεμα της σκέψης μου κι ανέβηκα να ξαπλώσω. Μα δεν με κόλλαγε ύπνος, γύριζε ο νους μου εδώ κι εκεί, σ' ένα σωρό πράγματα που φορές δεν ήξερα αν τα είχα φανταστεί ή τα είχα ζήσει. Θυμήθηκα τότε το κόκκινο μαντίλι, εκείνο το κόκκινο μαντίλι που βαστούσα έξω απ' το ξωκλήσι. Ποτέ δεν έμαθα πώς βρέθηκε στα χέρια μου... ή πώς χάθηκε απ' τα χέρια μου. Αποκοιμήθηκα...


[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ (2)



2.
Η μέρα που ξημέρωσε δεν μου ήταν άγνωστη, ήταν σα να την ήξερα καλά από πριν. Η κάθε μέρα έχει τη μοίρα και το λόγο της. Όχι, δεν ήταν πως μου θύμιζε κάποια άλλη, δεν μου θύμιζε καμιά άλλη μέρα. Μου έφερνε όμως στο νου κάτι απ' τη συνείδησή μου, κάτι που θα μπορούσε να κατέχει απόλυτα εκείνο το παρόν, που δεν το ένιωθα εκείνο το πρωί. Το αναγνώριζα με βεβαιότητα, μα δεν είχε κανένα νόημα να το αναζητήσω πάλι, κάπου πίσω μου, στη μνήμη μου. Ούτε ήρθε ούτε πέρασε ποτέ, μα ήταν γνώριμο, σαν εκείνο το πέλαγος, σαν εκείνο τον ουρανό, σαν τα βότσαλα, την άμμο, τις καναπίτσες του Λιμιώνα. Απλώς, τ' αναγνώριζα όλα, κι εκεί πέρα στην άκρη της αμμουδιάς, με αναγνώριζε όμοια η σπηλιά, ένα κενό, μια οπή στη ρίζα της απόκρημνης πλαγιάς του βουνού. Υπήρχε, λέγαν, μια σπηλιά εκεί. Έλειπε του βουνού εκείνο το κομμάτι, μα πάντα εννοούσαν ότι είχε κάτι παραπάνω, είχε και μια σπηλιά το βουνό. Όπως, όσα λείπουν από τη συνείδηση κι είναι κάποτε η απουσία τους το παραπάνω, ένας επιπλέον εαυτός δια μέσου της απουσίας, οντότητες που μας φαίνονται σαν ανάμνηση χαμένη κάποτε.

Ήταν ακριβώς στο κύμα η σπηλιά, πανύψηλη και φαρδιά, γεμάτη άμμο. Στο βάθος της, μια σκοτεινή τρύπα, απρόσιτη, γιατί ήταν πολύ ψηλά, τράβαγε μια άγνωστη πορεία στα σωθικά του βουνού. Εμένα με τράβαγαν πάντα στη σπηλιά τα χρώματα των γδαρμένων πετρωμάτων, σα μαγνήτες, χρώματα αφύσικα αληθινά, ανατριχιαστικά αληθινά, πιο αληθινά απ' την ίδια την πέτρα. Συμβαίνει ο χαρακτήρας ενός πράγματος να καλύπτει το ίδιο το πράγμα. Σαν τη μέρα εκείνη στην έρημη ακτή, στην κούφια πλαγιά της ύπαρξής μου, σε μια κοιλότητα της συνείδησής μου, στην απουσία τη γεμάτη σταλακτίτες, στις απολιθωμένες ροές μιας αβίωτης ραγισμένης συγκίνησης, ανέπνεα και μεθούσα από τη σκόνη και την άρμη και νόμιζα πως άρχιζαν πάλι τα περασμένα καλοκαίρια. Με ξεγελούσε πάντα μια νεαρή κερασιά που λυγούσε απ' το πολύ φορτίο με αγαλλίαση και πόνο, προσφέροντας τη λιγοστή σκιά της σε μια πήλινη νεολιθική μάνα με τεράστιους γλουτούς, που χτενιζόταν... από χιλιάδες χρόνια πριν.

Έσκυψα και σήκωσα το κουβάρι τα φύκια που κράταγαν μέσα τους μπλεγμένη την αργυρή της κτένα. Ήταν παραδίπλα, κάπου στη μέση της σπηλιάς αποκαΐδια και στάχτη, και πέτρες μαύρες απ' την καπνιά. Πιο έξω, ένας πεθαμένος γλάρος, μισολιωμένος. Μου έφυγαν τα φύκια απ' τα χέρια μου, που τα ένιωσα να μαλακώνουν τόσο, ν' αναλιώνουν σαν το κερί. Είχα δει τα χέρια του Μπαρμπαμήτσου να αναλιώνουν έτσι, κάθε φορά που ξεκόλλαγε ένα χαρτάκι απ' το ημερολόγιο. Έλεγε δυο-τρεις φορές την ημερομηνία και το γύριζε απ' την ανάποδη, να διαβάσει το λαϊκό τετράστιχο. Με κοίταζε ύστερα παρακλητικά, για να τον ρωτήσω:
- Τι λέει, λοιπόν, το ποίημα σήμερα;
Έπαιρνε ύφος επίσημο και έκανε προσπάθεια να δώσει βάρος στη φωνή του, σαν πολεμικό ανακοινωθέν ακουγόταν:
- Θυμάμαι της είπα σ' αγαπώ
κάτω στην κρύα βρύση,
της χάρισα κλωνί βασιλικό
κι είχα τα χείλη της φιλήσει.
- Ωραίο ποιηματάκι, Μπαρμπαμήτσο.
Συμφωνούσε ο γέρος, μα συμπλήρωνε ότι περάσαν πια τα ωραία. Του έλεγα ότι θα έρθουν τα άλλα.
- Και τι να τα κάνω τ' άλλα;
- Κάτι θα προσδοκάς και συ...
- Σαν τι να προσδοκάω;
- Να, οτιδήποτε, καμιά γιορτή, τα Χριστούγεννα…
- Α, ναι...
- Και πού λες φέτος να κάνεις Χριστούγεννα; Θα πας κείθε στους συγγενείς;
- Ξέρωγω! Μα για ποια Χριστούγεννα μου λες;
- Γι' αυτά τα Χριστούγεννα λέω.
- Χμ... Προχτές το είχα για Χριστούγεννα.
Σηκώθηκε απότομα κι έφερε ένα μπλοκάκι. Μου το έβαλε μπροστά μου και συνέχισε:
- Εκεί τα έχω γραμμένα, προχτές τα διάβαζα μονάχος μου. Κοίτα τι λέει!

Τρεμουλιαστά τα γράμματα και βάναυσα πατημένα στο χαρτί: «Σήμερα Χριστούγεννα. Ήρθε εδώ η ανιψά μου η Λενιώ μαζί με τον άντρα της. Ήρθε κι ο γερο-Βαγγέλης με το γαϊδούρι από το χωριό. 25 Δεκεμβρίου».
- Είδες; Προχτές… 25 Δεκεμβρίου, όπως το γράφει!
- Ποιο χρόνο όμως;
- Κάθε χρόνο!
- Ε, άλλα πάντως λέει το ημερολόγιο…
- Μην κοιτάς το ημερολόγιο, αυτό τα δικά του λέει. Άλλα λένε και τα σύννεφα, κι ακόμα πιο καλά τα λένε, πιο καλά τις διαβάζω τις μέρες στα σύννεφα. Κοίτα...

Μου έδειξε ψηλά, μέσα απ' το ανατολικό παραθυράκι. Κοιτάζαμε κι οι δυο. Σα να ήταν ένας άγγελος που κάτι έγραφε στα σύννεφα.
- Δεν γράφει... ζωγραφίζει! είπε ο Μπαρμπαμήτσος, χωρίς να γυρίσει. Είχε απορροφηθεί τόσο, κι εμένα με είχε πια ξεχάσει εντελώς. Λίγο-λίγο άρχισαν να ξεφυτρώνουν δυο άσπρες φτερούγες στην πλάτη του. Η ζωγραφιά βάθαινε στον ουρανό... Κάπου, κάπου την ξέρω αυτή τη ζωγραφιά, έλεγα από μέσα μου.
- Την ξέρεις αυτή τη ζωγραφιά, ψιθύρισε ο γέρος, σα να με είχε ακούσει. Κι αναρωτιόμουν αν είχε ποτέ προσέξει τις φτερούγες του.

Προσπαθούσα να θυμηθώ πού την ήξερα τη ζωγραφιά εκείνη, και βιαζόμουν να προλάβω, πριν ανέβει το κύμα και τη σβήσει. Πώς γίνεται μ' ένα ξερόκλαδο να ζωγραφίζεις καθρέφτες στην άμμο; Καθρέφτες θεόρατους, όπου για μια στιγμή χωράει όλος ο ουρανός, με τα σύννεφα και τους αγγέλους του...

Ο Μπαρμπαμήτσος έκλεισε το παραθυράκι κι ευθύς τα φτερά του πήραν και μίκραιναν, συρρικνώθηκαν, χάθηκαν. Η θάλασσα είχε ανέβει στην ώρα της. Έκανα δυο βήματα πίσω και γονάτισα μπροστά στον ψόφιο γλάρο. Ανασήκωσα με δέος τις δυο διαλυμένες φτερούγες του, ξεσκεπάζοντας μια ζεστή λακκουβίτσα στην άμμο, γεμάτη άσπρα σκουληκάκια που γλεντούσαν σιωπηλά. Γύρισα και διάβασα το λείο φαιοκίτρινο βράχο που στεκόταν ορθός δίπλα στην είσοδο της σπηλιάς, σα γιγάντια επιτύμβια στήλη. Και μνημόνευε... ημερομηνίες, καρδούλες κι έρωτες, ανακατεμένα ονόματα πλήθος. Τόσοι που κάποια καλοκαίρια είχαν βρεθεί εκεί. Κι έφυγαν πάλι, αφήνοντας πίσω τους τη μοναξιά του τοπίου. Πήραν μιαν ανάμνηση μαζί τους και γύρισαν στη ζωή τους. Έτσι, όπως κόβει κανείς ένα αγριολούλουδο και το παίρνει μαζί του, να το βάλει σε ανθοδοχείο στο σπίτι του. Πάντα ήταν γοητευτικό ντεκόρ ο θάνατος.

Παλιά, είχα κουβαλήσει κι εγώ μια μεγάλη χρωματιστή πέτρα από μια παραλία. Την άλλη μέρα μαράθηκε η δύστυχη, σα να μην είχε πια υπόσταση, την είχε αφήσει εκεί πίσω, πέρα στην πέτρινη μνήμη της. Γιατί το κάθε τι στο χώρο του θυμάται πολύ αλλιώτικα από μια συνείδηση που όλο ξενιτεύεται. Η φθορά των φυσικών πραγμάτων είναι κι αυτή ανάμνηση, η αμόλυντη μνήμη τους είναι σε κάθε στιγμή ο εαυτός τους, πέρα από το σχετικό και το εφήμερο, η απόλυτη ανάμνηση του ταυτόχρονου, μια αδιάκοπη παρουσία στο χώρο και το χρόνο, μακριά πολύ από τη χρησιμοθηρία των νοητικών μας λειτουργιών.

Σεργιανούσα στην αμμουδιά και μου φαίνονταν όλα σαν ένα θεατρικό σκηνικό, που απλώς παρίσταναν αυτό που ήταν. Δεν είχε νόημα το αληθινό και το φανταστικό, η
πραγματικότητα η υποκειμενική κι η αντικειμενική. Άκουγα το σήμαντρο του ξωκλησιού, ένα κάλεσμα, χωρίς να 'ναι ψυχή πάνω στο ξωκλήσι. Μόνο ο αέρας, ίσως... ο αέρας. Κι όπως ήμουν καθισμένος σ' έναν κούφιο δεντροκορμό στην άμμο, ήταν σα ν' άρχιζε μια ακόμα παράσταση. Παρίστανα κι εγώ τον εαυτό μου και μ' έβλεπα απέναντί μου, καθισμένο σ' έναν ίδιο δεντροκορμό στην άμμο. Έμοιαζα κι εγώ, σαν όλος ο χώρος, συνέχεια μιας ανάμνησης αδέσποτης, που φτερούγιζε εδώ κι αλλού, παρασέρνοντας μαζί της την κάθε πρόσκαιρη υλικότητα που μοιραία τύχαινε στο δρόμο της. Κι ο ήχος του σήμαντρου ακούστηκε καθαρότερος, καλώντας με να πάρω το μικρό ανήφορο για το ξωκλήσι. Την παντέρμη θύμηση του ξωκλησιού ακολουθούσαν τα βήματά μου, καθώς ανέβαινα το μονοπάτι. Φύσηξε το αεράκι στο ξέφωτο της κορφούλας, ο ασβέστης έφεγγε, μισάνοιχτη η πορτούλα, έτριζε ρυθμικά. Μοσχοβολιά λιβανιού κι εγκαρτέρησης, ένα καντήλι στεγνό στην υποθετική Ωραία Πύλη, τρία εικονίσματα όλα κι όλα στον τοίχο, της Παναγιάς, του Χριστού και των Αγίων Αναργύρων, χαιρετηθήκαμε σιωπηλά. Μου έλεγε ο Μπαρμπαμήτσος πως φορές του μιλάνε. Η Παναγιά του είπε κάποτε για τη συχωρεμένη τη γυναίκα του, ότι είναι καλά και τον συλλογιέται... Τα χείλη του έτρεμαν και βούρκωνε όταν το 'ξηγούσε. Γύριζε απότομα τότε την κουβέντα, μιλούσε για χιλιαδυό, μα πιο συχνά για το αγκάθι της σκορπιομάνας και της δράκαινας, και φύτρωνε, έλεγε, κάποιο βότανο στην ακτή, που ανακούφιζε τον πόνο άμα σε χτύπαγε τ' αγκάθι.

Άφησα πίσω μου ένα αναμμένο κεράκι και βγήκα στη χαμηλή πετρόχτιστη αψίδα, όπου κρεμόταν το μικρό σήμαντρο, στο ύψος σχεδόν του ώμου μου. Από εκεί φαινόταν όλη η αμμουδιά. Σα να ήταν έγκυος έμοιαζε η αμμουδιά. Είχε πέσει υγρασία, μια έντονη υγρασία με τη μορφή μιας αμφίβολης, ημιδιάφανης αυλαίας, που δεν ήξερες πότε έκλεινε και πότε άνοιγε, πότε έκρυβε και πότε αποκάλυπτε τα δρώμενα. Οι εικόνες δεν ήταν παρά αποστάσεις και τις μετρούσα τεντώνοντας τη σκέψη μου σα λάστιχάκι στον αέρα. Μια ξεχωριστή οντότητα αντιστοιχούσε σε κάθε απόσταση και κάθε κόκκος της άμμου είχε διαφορετική απόσταση απ' τα μάτια μου. Όμως, η κάθε απόσταση είναι πάντα κάτι λιγότερο απ' αυτό που ορίζει. Κάθε τόσο η σκέψη μου έτεμνε την προέκτασή της κι άφηνε, αντί να στάξει αίμα, ένα κόκκινο μαντίλι σημάδι της πληγής στα δάχτυλά μου. Το σήκωνα κάθε τόσο ψηλά και τ' ανέμιζα, ξέροντας καλά ότι οι αποχαιρετισμοί δεν μπορεί παρά να είναι είτε πρόωροι είτε αργοπορημένοι. Ωρίμαζαν απ' τη μια στιγμή στην άλλη οι εικόνες κι οι παραστάσεις, οικείες και ξένες συνάμα, μέσα στην ατομικότητα των βιωμάτων και την ταυτότητα των περιστάσεων...

Πρόσεξα τότε μια κίνηση μέσα στις τελευταίες καναπίτσες, εκεί που έσβηνε η κοίτη της ρεματιάς και γινόταν ένα με την αμμουδιά. Έπλασα στο μυαλό μου την εικόνα ενός ξελιγωμένου σκύλου κι ακόλουθα μιας γίδας ξεκομμένης απ' το κοπάδι της και... Σε λίγο εμφανίστηκε πίσω απ' την καναπίτσα μια γυναικεία φιγούρα με μακρύ μπλε φόρεμα, με μακριά μαύρα μαλλιά… Είχα μείνει με το κόκκινο μαντίλι σηκωμένο ψηλά, ενώ εκείνη περπατούσε προς τη θάλασσα, ακολουθώντας την πορεία που θ' ακολουθούσε κι η ρεματιά, αν είχε νερό. Ο Μπαρμπαμήτσος πάντως μου είχε πει πως ψυχή δεν υπήρχε τότε στο Λιμιώνα. Η κοπέλα ανασήκωσε το φόρεμά της και μπήκε δυο βήματα στη θάλασσα. Πήρε με τις χούφτες κι έβρεξε με θαλασσόνερο το πρόσωπό της, ξανά και ξανά. Σκουπίστηκε με τα χέρια της αργά κι απότομα τα ξαναβούτηξε στο νερό, σαν κάτι να ψαχούλευε. Φαντάστηκα πως ίσως εκεί της έπεσε το αγαπημένο σκουλαρίκι. Θα ήταν το πιο ακριβό της ενθύμιο, ένα ενθύμιο με φλέβες και χτυποκάρδι, αλλά και υπολανθάνουσα απιστία. Ένα από αυτά τα ενθύμια που κοιτάζουν πάντα πώς να φύγουν και βρίσκουν κάποτε τον τρόπο, ένα φυσικότατο όσο και απίθανο τρόπο, σε μια απρόσμενη αλλά σοφά υπολογισμένη ώρα. Η κοπέλα σήκωσε το κορμί της, πήρε μια ανάσα και συνέχισε να ψαχουλεύει στο νερό. Φαίνεται κουράστηκε, απογοητεύθηκε και τα παράτησε. Το πήρε πια η θάλασσα εκείνο το μοναδικό σκουλαρίκι και θα το έπαιζε σα βοτσαλάκι, θα το πιπιλούσε μέχρι να βρει τη μικρούλα του ψυχή, μια ελάχιστη σκόνη διαλυμένη στο νερό, να την απλώσει σ' όλο το πέλαγος. Εκείνη συνέχισε την πορεία της στην άμμο, δίπλα στο κυματάκι και διάβηκε αργά και άτονα ανάμεσα σε δύο πετρωμένα όνειρα. Όταν τα ολομόναχα όνειρα άγγιζαν τον εαυτό τους, γίνονταν πέτρα, έτσι απλά πέτρωναν και έμεναν εκεί, μισοβυθισμένα στην έρημη αμμουδιά. Διάβηκε ανάμεσα, κι ο αφρός την ακολούθαγε, η μουσική της ατέρμονης απορίας αντίκρυ στο θνητό σούρουπο. Σα να ήθελε από κάπου να πιαστεί, είχε σηκώσει τα χέρια σε ικεσία, έστω να πιαστεί από κείνα τα πηχτά σύννεφα της δύσης. Σκάλωσε το πόδι της, παραπάτησε κι έπεσε μαλακά στην άμμο. Θυμάμαι, εκείνο το παλαμάρι, που είχε τότε βρεθεί στο δρόμο της, ήταν χρόνια στην ίδια θέση. Σηκώθηκε κι έπιασε να τραβά την άκρη του, ξεθάβοντάς το ελάχιστα. Εκείνο αντιστεκόταν, βαστούσε ένα τεράστιο βάρος στην άλλη του άκρη, την αθέατη. Το τραβούσε με όση δύναμη είχε, αγνοώντας ότι η άλλη του άκρη είναι πάντα η αθέατη άκρη του. Εγκατέλειψε κάποτε και συνέχισε το δρόμο της, πηγαίνοντας ίσια προς το βράχο που δέσποζε στη μέση της αμμουδιάς.

Ήμουν πολύ δεμένος μ' εκείνο το βράχο. Στο φυσικό του λάξευμα που έμοιαζε θρόνος, κούρνιαζα κάποιες ανέφελες νύχτες κι άκουγα τ' αστέρια. Κοιμόμουν με τα μάτια ανοιχτά κι αφουγκραζόμουν όλη νύχτα. Έτσι γινόταν πάντα, εκτός από μια νύχτα που ένα ζευγαράκι είχε στήσει το κόκκινο αντίσκηνό του εκεί δίπλα. Προχωρημένη ώρα, με ξύπνησε η φωνή της γυναίκας. Τ' αστέρα όλα μαζί βουβάθηκαν...
- Να μην υπήρχαν εκείνες οι κοτρώνες! Στα καλύτερα σημεία της αμμουδιάς πήγαν
και φύτρωσαν.
- Ε, και τι; της απάντησε ο άντρας της.
- Να, θα παίζαμε ρακέτα χωρίς να φοβόμαστε μη σπάσουμε τα μούτρα μας.
- Μα αυτό σ' απασχολεί και δεν κοιμάσαι;
- Σκέφτομαι, λες και τις φύτεψαν επίτηδες... είπε αυτή και σώπασαν για λίγο.
Αργότερα, γέλασε ο άντρας και είπε ζωηρά:
- Έχω μια φοβερή ιδέα. Να πάρουμε ένα λοστό το πρωί και να ξεριζώσουμε τις πιο
ενοχλητικές κοτρώνες, να τις κυλήσουμε παραπέρα και ν' ανοίξει ο χώρος. Αλλά...
- Τι αλλά; Πολύ καλή ιδέα!
- Μ' αυτά όμως θ' ασχολούμαστε στις διακοπές μας, με λοστούς και κοτρώνες;
- Ε, βέβαια...
- Λέω το πρωί να πάμε καλύτερα να βγάλουμε καμιά φωτογραφία, πέρα στην άκρη του κάβου. Ο ήλιος θα βγαίνει κόκκινος μέσ' από τη θάλασσα.
- Αρκεί να μην έχει συννεφιά!
- Χα, χα... με το λοστό βγάζουμε και τα σύννεφα! είπε αυτός κι έβαλαν μαζί τα γέλια, μέχρι που αποκοιμήθηκαν. Τ' αστέρια άργησαν, αλλά τελικά ξαναβρήκαν τη λαλιά τους.

Η γυναίκα με το μπλε φόρεμα πλησίασε το βράχο, άπλωσε το χέρι και χάιδεψε τη γυαλιστερή του επιφάνεια, έφερε ένα γύρο κι ύστερα κάθισε στον πέτρινο θρόνο. Είχε στραμμένο το βλέμμα της προς το μέρος μου, μα σκέφτηκα πως δεν μπορούσε να κοιτάζει εμένα, μ' έκρυβε αρκετά ένας σκίνος. Εκείνη κάλυψε τα μάτια της με την παλάμη. Σα να μετακινήθηκε όλος ο χώρος για μια ασύλληπτη στιγμούλα. Κι όταν η στιγμούλα χάθηκε, έδωσε τη θέση της σ' ένα κενό, μια ασαφή οπή στον ορίζοντα. Μερικά σπασμένα ράμματα ανέμισαν στο ενστικτώδες πισωπάτημα της σκέψης της. Απ' την εικόνα έλειψαν απότομα λίγα ξέψυχα κυματάκια, λίγες χούφτες άμμος, λίγες πιθαμές σύννεφο. Η οπή του ορίζοντα την ακολουθούσε… προχωρούσε λίγο και σταματούσε. Βρέθηκε πιο πέρα ένα πράσινο μπουκάλι μπροστά της, που θα το είχε φέρει η θάλασσα από μακρινή ακτή. Το πήρε και κοίταξε ολόγυρα μην την είδε κανείς. Το έσφιξε στο στήθος της, με τελετουργικές κινήσεις, το έβαλε ανάμεσα στα μάτια της και τον ήλιο. Σα να βάρυνε πολύ το μπουκάλι, γλίστρησε απ' τα χέρια της και πέφτοντας πάνω στην γκρίζα κοτρώνα, έγινε θρύψαλα γύρω στα πόδια της, με ήχο εχθρικό στ' αυτιά μου. Έσκυψε να μαζέψει τα γυαλιά, ίσως και το φελλό που το σφράγιζε σφιχτά, ίσως κι ένα άγνωστο μήνυμα. Τα πετούσε όλα σ' εκείνη την οπή που έχασκε ακόμα στον ορίζοντα. Μια βαριά μυρωδιά μούχλας είχε απλωθεί στον αέρα, ρουφούσε το οξυγόνο, μούδιαζαν τα μέλη της. Πρόλαβε να πετάξει και το τελευταίο γυαλάκι κι έπεσε λιπόθυμη στην άμμο...

Κατέβηκα τρέχοντας απ' το ξωκλήσι κι έφτασα λαχανιασμένος κοντά της. Ήταν πολύ αληθινή όσο και χλομή, ανάσαινε αλαφριά. Πέρασα τα χέρια μου κάτω από το κορμί της και τη σήκωσα με προσοχή, μην και την ξυπνήσω. Εκείνη έμοιαζε να το απολαμβάνει καθώς την κουβαλούσα στου Μπαρμπαμήτσου. Ο γέρος ήταν στην αυλή και μ' ένα λούρο τίναζε τα μούρα απ' τις μουριές. Μόλις με είδε, πήγε γρήγορα ν' ανοίξει την πόρτα...
- Ξάπλωστη στο κρεβάτι! Τι έπαθε;
- Δεν ξέρω, λιποθύμησε.
Μόλις την άφησα στο δεύτερο κρεβατάκι, με ρώτησε σα να με μάλωνε:
- Και γιατί δεν μου το είχες πει;
- Τι να σου πω; Πού το ήξερα;
- Μαζί δεν ήσασταν;
- Πώς μαζί; Εσύ μου είπες, Μπαρμπαμήτσο, ότι δεν υπάρχει ψυχή εδώ κάτω...
- Σου το 'πα, μα αν νομίζεις πως τα 'χω χάσει...
- Α, όχι...
- Κάτσε να δεις! είπε και πήγε κι άνοιξε το ξύλινο κασελάκι που ήταν πάντα στη γωνία και πάντα αραχνιασμένο.

Εκεί φύλαγε το πολύτιμο αρχείο του, ήταν το ανεκτίμητο θησαυροφυλάκιό του εκείνο το κασελάκι. Έχωσε το χέρι μέσα κι έβγαλε ένα παλιό τετράδιο με χοντρό πανάρι. Κάθησε στο τραπέζι κι άρχισε να το ξεφυλλίζει. Σκόρπιες γραφές από δω κι από κει κι ανάμεσα στα φύλλα σκόρπιες φωτογραφίες. Έψαχνε με την ησυχία του, όταν έξαφνα σταμάτησε και μου έδωσε μια σπρωξιά στον ώμο. Μου έβαλε μπροστά μου μια κακοποιημένη φωτογραφία και περίμενε την αντίδρασή μου. Ήταν βγαλμένη στην αυλή του σπιτιού του, κάτω από την κληματαριά, αλλά ήταν σε πολλά σημεία τσαλακωμένη και ξεφλουδισμένη. Εκτός από τον Μπαρμπαμήτσο και τον πετεινό του, δεν μπορούσα να διακρίνω τ' άλλα δύο πρόσωπα, κάποιον και κάποια που ήταν δίπλα στο γέρο χέρι-χέρι.
- Βλέπεις, μου λέει, Αύγουστος δεν ήταν;
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι. Ξανατράβηξε στο μέρος του τη φωτογραφία και μου έδειξε... - Εσύ είσαι αυτός, αυτή είναι αυτή, αυτός είμαι εγώ, κι ο πετεινός είναι ο πετεινός, ο ίδιος.
Ξανακούνησα καταφατικά το κεφάλι και τον ρώτησα...
- Και πότε λες να συνέλθει;
- Αστη, μπορεί να 'ναι κουρασμένη. Θα της βάλω λίγο ξίδι να μυρίσει...

Πήγε στο κατώγι να φέρει την μποτίλια με το ξίδι. Μόλις σηκώθηκα απ' την καρέκλα, ένιωσα απότομα μια ζάλη. Σα να ήταν ξένη η σκέψη μου μέσα στο μυαλό μου. Μήπως είχα κάνει λάθος; Όπως όταν χρόνια και χρόνια βλέπεις συνέχεια κάποιους και μπορεί να τύχει μια στιγμή να τους κοιτάξεις πιο προσεχτικά και να απορείς, να λες δεν τους είχες ξαναδεί ποτέ πριν... Ήρθε ο Μπαρμπαμήτσος με το ξίδι και της έβαλε σ' ένα φλιτζανάκι να μυρίσει. Ήθελα να βγω έξω, κάτι με τράβαγε κι είπα στο γέρο πως κάτι ξέχασα στο γιαλό. Δεν έδωσε σημασία.

Κάτω στο γιαλό, έψαχνα να βρω τι είχα ξεχάσει. Ήταν τόσο απλό και φυσικό, θα είχα ίσως ξεχάσει να ξαπλώσω, να μισοκοιμηθώ με τ' αφτί στην άμμο, ν' ακούω το σφυγμό της άμμου, κάπου ανάμεσα στη μέρα και τη νύχτα. Είχα ίσως ξεχάσει το νιο φεγγάρι κι ανασηκώθηκα στους αγκώνες να του ανταποδώσω το νεύμα της συμπάθειας. Θα είχα ξεχάσει κι ένα νεκρό αστερία, που τον είχα συντροφιά και περιμέναμε μαζί τη νύχτα να 'ρθει. Ήταν κι ένα αυλάκι στην άμμο παραπέρα, από το σούρσιμο μιας βάρκας κάποιου άφαντου ψαρά. Και περιμέναμε, εγώ κι ο νεκρός αστερίας, περιμέναμε εκεί τη νύχτα να 'ρθει, δεν ξέρω μέχρι πότε. Αλλά η νύχτα μας είχε ήδη προσπεράσει, είχε κυλήσει ίσα κατά τη θάλασσα, μέσα από κείνο τ' αυλάκι που είχε χαράξει στην άμμο η βάρκα. Το νιο φεγγάρι βασίλεψε γρήγορα. Κουράστηκε πια να περιμένει ο νεκρός αστερίας κι ήρθε μέσ' στη χούφτα μου να ξεψυχήσει. Πρόλαβε και μου ψιθύρισε μόνο: Φράξε εκείνο τ' αυλάκι, θα κουραστείς κι εσύ... Μα εγώ περίμενα ακόμα. Πέρασε η νύχτα και προσπέρασε πάλι ως τότε. Μονάχα μια στερνή φορά πλησίασε και πύκνωσε και στάθηκε ολόκληρη η νύχτα ακριβώς πάνω απ' το νεκρό αστερία, μια μαύρη ταφόπλακα στο μνήμα του, που δεν το διέκρινα πια, μόνο ήξερα πως ήταν τόσο κοντά μου, τόσο όσο εγώ δεν ήμουν ίσως.

Με άκουσα τότε στη μέση της νύχτας που μουρμούριζα πως είμαι εδώ. Έψαχνα με αγωνία να βρω μια εικόνα να την ταιριάξω στ' ονειρομιλητό μου. Έλεγα πως θα ήταν το αυριανό όνειρο. έλεγα πως θα μπορούσε να ταιριάξει τ' όνειρο στ' όνειρο. Μα, γιατί; Γιατί αμφέβαλα για την αλήθεια μιας αυγουστιάτικης φωτογραφίας κάτω από μια κληματαριά; Μια θύμηση λησμονημένη δεν είναι στ' αλήθεια κι η αιωνιότητα; Κι αν το πιο μακρινό απ' τη ζωή είναι ο θάνατος, ακόμα πιο πέρα, κι από το θάνατο πιο μακριά, μια τέτοια θύμηση πάντα θα μένει, μια θύμηση λησμονημένη...


[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

ΑΛΛΟΥ - ΣΤΟ ΛΙΜΙΩΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΜΗΤΣΟΥ (1)

"Αλλού - Στο Λιμιώνα του Μπαρμπαμήτσου" (Ιούνιος 2000)


1.
Ποιος θα το περίμενε τότε να πάει από τα Ψαχνά στην Αγια-Σοφιά με λεωφορείο! Ήταν, ομολογουμένως, φαεινή η ιδέα του ΚΤΕΛ Ευβοίας, που αντί να αποσύρει το σαραβαλιασμένο λεωφορείο του, προτίμησε να του εμπιστευθεί το πλέον επώδυνο και, σίγουρα, οικονομικά ασύμφορο δρομολόγιο. Έτσι, μια φορά την εβδομάδα, απομεσήμερο Τετάρτης, το λεωφορείο ξεκινούσε από την πλατεία των Ψαχνών κι αφού σκαρφάλωνε στη Ράχη, ψηλά στην οροσειρά της Δίρφης, κατηφόριζε στην ανατολική πλευρά της Κεντρικής Εύβοιας, για να τερματίσει ξεθεωμένο στο απόμερο χωριουδάκι της Αγια-Σοφιάς, που είχε δεν είχε τριάντα σπίτια τότε. Πιο κάτω, κάπου τέσσερα χιλιόμετρα μακριά απ' το χωριό, ήταν η αγαπημένη ακτή του Λιμιώνα, με μόνιμο κάτοικο ένα μόνο γέρο, τον Μπαρμπαμήτσο τον Κορδώνη, άτεκνο και χήρο προ δεκαετιών.

Την τελευταία Τετάρτη του Σεπτέμβρη, μη έχοντας κάποιο άλλο μέσον, πήρα το θρυλικό λεωφορείο να πάω φθινοπωρινή επίσκεψη στον Μπαρμπαμήτσο. Μόλις που πρόλαβα, αν και έφτασα στην αφετηρία τουλάχιστον μισή ώρα πριν την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης. Έτοιμος ο οδηγός στο τιμόνι, είχε ήδη βάλει μπρος τη μηχανή κι όταν με είδε στην πόρτα, μου πρότεινε απαγορευτικά το χέρι, φωνάζοντας:
- Εεε! Αλλού πάει το πούλμαν! Σα πού πας συ;
- Αλλού! Αλλού πάω κι εγώ!
Περιέργως, μούτρωσε ο άνθρωπος, αλλά μου έκανε τη χάρη να μου πει την τιμή του εισιτηρίου. Υπήρχαν μέσα άλλοι τέσσερις συνεπιβάτες, που είχαν - ποιος ξέρει από πότε - καταλάβει τις τιμητικές θέσεις, μπροστά - μπροστά. Δυο γέροι με γκλίτσες, ένας ξερακιανός ψαρομάλλης παπάς και μια ευτραφής μαυροφόρα με κατακόκκινα μάγουλα. Χαιρετηθήκαμε κι έπιασα ένα απ' τα τελευταία καθίσματα. Σε λίγη ώρα, ανεβοκατεβαίναμε στα πευκόφυτα βουναλάκια πάνω απ' το Κοντοδεσπότι. Ήταν αφόρητο το μουγκρητό του λεωφορείου. Ο δρόμος όλο χειροτέρευε, κι άμα μπήκαμε στα έλατα, τα πράγματα χειροτέρεψαν πολύ. Βογκούσε το σαράβαλο, όλα τα τζάμια βροντούσαν, τα πετσοκομμένα καθίσματα τα είχε πιάσει υστερία. Ένας τροχοφόρος σαματάς όλη η υπόθεση. Έκανε ψύχρα πια, μα είχα συνέχεια έξω το κεφάλι. Χάζευα θάλασσες κυματιστές από φτέρες, τα νερά που τρέχαν απ' τα βράχια, τα γίδια που σκόρπιζαν τρομαγμένα κι ηχολογούσαν γλυκά τα κουδούνια τους. Ήταν πλάι στο δρόμο και κάποια θερία έλατα νεκρά, ολόγυμνα, σα να μου έγνεφαν να ζυγώσω κοντά τους. Κι εγώ σαν άγαλμα, ασήκωτος κι ακίνητος, προσπερνούσα, όλο προσπερνούσα...

Ώσπου, ύστερα από δυο ώρες σχεδόν, φανερώθηκε έξαφνα μπροστά μου η Αγια-Σοφιά. Έξαφνα, γιατί ήταν καλά κρυμμένη μέσα στο πράσινο, ανάμεσα σε τρεις βουνοπλαγιές ριζωμένη. Κορνάρισε παρατεταμένα ο οδηγός κι ακριβώς μπροστά στον άδειο καφενέ πάτησε ένα θριαμβευτικό φρένο. Είχαν καταφθάσει για την υποδοχή τα πεντέξι παιδιά του χωριού, που παρατάχθηκαν λίγο παραπέρα και με κοίταζαν σα να περίμεναν να τους κάνω κάτι ακροβατικό ή κάποια ταχυδακτυλουργία. Αλλά δυστυχώς τ' απογοήτευσα. Φορτώθηκα στον ώμο το μεγάλο μου σάκο και πήρα τον κατήφορο για το Λιμιώνα. Με συνόδεψαν τα παιδιά ως το τελευταίο απομακρυσμένο σπιτοκάλυβο του χωριού, σε μια στροφή του δρόμου. Δεν επρόκειτο για δρόμο, ένα ευρύχωρο μονοπάτι ήταν, δίπλα ακριβώς στη ρεματιά. Είχαν φουντώσει οι κισσοί στις όχθες και με γοήτευε η τρέλα τους, η θεία μανία τους, όπως τυλίγονταν και σκαρφάλωναν σε κάθε ράχη, κλώνο και κορμό. Λίγο να κοντοστεκόμουν, έλεγα θα με τύλιγαν και μένα.

Επιτάχυνα συνεχώς το περπάτημα, βιαζόμουν ν' ανταμώσω τον Μπαρμπαμήτσο. Τέτοια ώρα, βαριά σιωπή εκεί κάτω στο Λιμιώνα, απόγευμα φθινοπωρινό κι ο γέρος παραδομένος στη μελαγχολία του. Είχε πια κλείσει τα ογδονταοχτώ του. Θα είχε παρέα του καμιά δεκαριά γάτες γύρω του και καναδυό στα γόνατά του να κοιμούνται. Έφερνα μαζί μου Σύγχρονη Ιστορία και θαλασσινά διηγήματα, που του άρεσαν. Ασήκωτος αυτός ο σάκος με τα τόσα κονσερβικά. Ήλπιζα να φανεί και κανένας ψαράς, αν είχε καλοσύνες ο καιρός...

Μετά την τελευταία στροφή του μονοπατιού, απλώθηκε μπροστά μου ο όρμος, λουσμένος σ' ένα σπάνιο, παμπάλαιο φως, μια αντίκα φωτός. Τα δυο βουνά, που τόση ώρα μ' ακολούθαγαν, βαρέθηκαν απότομα κι έπεσαν αποκαμωμένα μεσ' στη θάλασσα. Πέρασα ανάμεσα στα δύο πανύψηλα πλατάνια κι εμφανίστηκε μπροστά, στ' αριστερά μου, η αμμουδιά. Στο δεξί μου χέρι η αυλή του Μπαρμπαμήτσου, στρωμένη κίτρινα φύλλα απ' τις μουριές. Στάθηκα και πήρα μια βαθιά ανάσα. Πύκνωναν τα σύννεφα, μια σταγόνα έσταξε ήδη στο μέτωπό μου. Το υπεραιωνόβιο σπίτι του γέρου έμοιαζε μωρό που ονειρευόταν. Σάλτηξαν τα μάτια μου στο πάνω πάτωμα, να παίξουν με τα ραγίσματα στις αψίδες των παραθύρων, κύλησαν στην κυρτωμένη κεραμοσκεπή, έπεσαν πάνω στον ξύλινο πάγκο, από κει στο χώμα και σταμάτησαν στην πέτρα στο κατώφλι.
.
Μπαρμπαμήτσο! φώναξα. Οι κότες τρόμαξαν πίσω μου. Ξαναφώναξα, αλλά καμιά απόκριση. Έσταξαν ακόμα λίγες σταγόνες. Σκέφτηκα θα είχε βγει παραπέρα, μα άνοιξε τότε η πορτούλα και νάσου ο γέρος, σκυφτός, με απλωμένο το χέρι και τη χούφτα γεμάτη καλαμπόκι. Ξαφνιάστηκε άμα με είδε μπροστά του κι έμεινε για λίγο να με κοιτάζει μ' απορία...
- Ε, ε, καλώστον! είπε μόλις με αναγνώρισε. Έλα, έλα να κάτσουμε να τα πούμε. Πέταξε με μιας το καλαμπόκι στις κότες και με τράβηξε να μπούμε μέσα. Αλλες φορές στην ερημιά του θα κράταγε ώρες, κανονική ιεροτελεστία μ' αυτή τη χούφτα το καλαμπόκι...
- Πώς και με θυμήθηκες τέτοια εποχή που όλοι φεύγουν; με ρώτησε γελαστά ο γέρος.
- Και θα μείνω και κάμποσο. Με τρέλανε ο στρατός, δεν το έχω ακόμα πιστέψει πως ξεμπέρδεψα.
- Τώρα είναι καλά τα πράματα. Εγώ είχα κάνει οχτώ χρόνια φαντάρος τότε. Αλλά, για πες μου, με τι ήρθες;
- Α, με το λεωφορείο...
- Μεγάλη ευκολία το ευλογημένο το λεωφορείο. Είχε κόσμο;
- Είχε τέσσερα άτομα από την Αγια-Σοφιά.
Μου ζήτησε να περιγράψω τους άλλους επιβάτες κι έδειξε ότι κατάλαβε ποιοι ήταν. Είπε κι ονόματα.
- Αντε όμως να βολέψεις τα πράματά σου στο ανώγι, όσο φέγγει ακόμα, να μην πολεμάς με τη λάμπα.
- Ναι, δεν θ' αργήσω!
- Κάνε με την ησυχία σου! Εγώ εδώ θα είμαι!

Πήρα το σάκο κι όπως βγήκα τον άκουσα να επαναλαμβάνει... εγώ εδώ θα είμαι, εδώ θα είμαι... Μ' ακολουθούσαν τα λόγια του στα σκαλιά. Η βροχή άρχισε δειλά-δειλά το τραγούδι στα τσίγκια στο χαγιάτι. Εγώ εδώ θα είμαι, εδώ θα είμαι... άκουσα και τη φωνή μου. Τα γκρίζα πετρόσκαλα γυαλοκόπησαν... εγώ εδώ θα είμαι, παραμιλούσε το καθένα που ανέβαινα. Εδώ θα είμαι...

Το δωματιάκι στο ανώγι το βρήκα όπως το είχα κάποτε αφήσει. Τίποτε δεν άλλαζε πια εκεί, η φθορά είχε κορεσθεί, είχε στοιχειώσει η λήθη στην αιωνιότητα της μοναξιάς. Έτριξε δυνατά το ξύλινο πάτωμα, οι αράχνες σάλεψαν στους ιστούς τους. Απόθεσα στη σκόνη του τραπεζιού κάποια πράγματα κι έστρωσα το κρεβάτι, χωρίς να καταλάβω για πότε σκοτείνιασε. Κατέβηκα κι ήταν ο Μπαρμπαμήτσος καθισμένος σ' ένα καρεκλί, με τα χέρια σταυρωμένα, σα να προσευχόταν. Είχε ανάψει τη λάμπα και καθήσαμε στο τραπέζι μ' ένα μπουκάλι κονιάκ που το φύλαγε πολλά χρόνια. Τσιμπήσαμε λίγες ελιές, τυρί και κρεμμύδι, μιλώντας ως πολύ αργά. Το ρολόι του το ξέχασε να το κουρντίσει την ώρα που κάθε βράδυ το κούρντιζε...

[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΕΝΟΣ... ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑΤΟΣ

Ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται
Κι ο νους μου απ' την αγάπη δε συμμαζώνεται...

(Δημοτικό τραγούδι)

Ήταν ένα φθινοπωρινό ηλιοβασίλεμα στον Μούδρο της Λήμνου κι όπως περπατούσαμε στ' ακροθαλάσσι με το δεκάχρονο γιο μιας συναδέλφου, παρατήρησα ότι το παιδί κοιτούσε συνεχώς τα παπούτσια του, απαξιώντας να ρίξει έστω κι ένα σύντομο βλέμμα προς τη δύση, όπου έπαιζαν μαγευτικά τα χρώματα σε ουρανό και θάλασσα.

Μιχάλη, τον ρώτησα, σκέφτηκες ποτέ ότι το ηλιοβασίλεμα είναι ένα θαύμα σε κοινή θέα; Μου απάντησε τότε ο Μιχάλης ότι ένα ηλιοβασίλεμα δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένα φυσικό φαινόμενο, που έχει την εξήγηση του την επιστημονική. Ήταν περιττό να τον ρωτήσω για τα συναισθήματα του˙ με είχε ήδη κοιτάξει με οίκτο, τη στιγμή που διαπίστωνε ότι με συγκινούσε μια ανύπαρκτη γι' αυτόν ομορφιά, ένα τίποτα δηλαδή...

Γύρισα σπίτι μου προβληματισμένος, για να μην πω τρομοκρατημένος, από την ιδέα ότι ο εύστροφος, επιμελής και άριστος μαθητής Μιχάλης, ίσως, με τη δεδομένη αντίληψη του, να εκφράζει τον κανόνα και όχι την εξαίρεση. Μάλιστα, μου φάνηκε εντελώς άστοχο για την περίσταση το λαϊκό απόφθεγμα που λέει ότι «από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια».

Μπορεί να 'ναι αλήθεια ότι η ομορφιά της Πλάσης είναι ένα τίποτα; Ποιος το αποφάσισε σε μια στιγμή; Όμως, είναι αλήθεια ότι ο Μιχάλης έτσι το έβλεπε, γιατί έτσι το έμαθε στο σχολείο και, δυστυχώς, έτσι ακριβώς το έμαθε ένα μεγάλο ποσοστό εύστροφων και αρίστων συνομηλίκων του μαθητών.

Την αλήθεια, λοιπόν, έμαθα κι εγώ απ' το μικρό Μιχάλη. Αυτή είναι η τραγική πραγματικότητα, ότι η ομορφιά της Πλάσης αντιμετωπίζεται ως ένα τίποτα, ότι η ποίηση περιττεύει απ' τη ζωή και το σχολείο, ότι είναι ντροπή το συναίσθημα και ανοησία η συγκίνηση, ενώ παράλληλα προβάλλεται, ως ύψιστο ιδανικό, η ατομική υλική απόλαυση, όπως βιαίως και ασυστόλως καλλιεργείται από την προπαγάνδα του καταναλωτισμού και αιμοσταγώς επιβάλλεται από αλαζονικές πολιτικο-οικονομικές εξουσίες και άλλες δυνάμεις διαστροφής.

Τούτη είναι η φοβερή παγκοσμιοποίηση, προς την οποία συρόμαστε... εκουσίως. Μακάβριο εύρημα είναι και η ίδια η λέξη, ο όρος «παγκοσμιοποίηση», που συντίθεται από τρεις λέξεις διαχρονικά καθαγιασμένες: Το Παν, τον Κόσμο, την Ποίηση. Πόσο τυχαία άραγε;

Κι ενώ ο απατηλός, εωσφορίζων και, βεβαίως, φωσφορίζων όρος παραπέμπει σε μια απολύτως θολή ιδέα της ενότητας, βιάζοντας ταυτόχρονα και τον ηρακλείτειο Λόγο του Ενός- Παντός, στην πραγματικότητα στοχεύει στο συστηματοποιημένο κατακερματισμό της Οικουμένης, ώστε η ισοπέδωση της να καθίσταται θεμιτή και εύλογη.

Θα σας το πω με ένα παράδειγμα και ζητώ εκ των προτέρων να μου συγχωρεθεί η σκληρότητα της παραβολής, μια και δεν μπορώ να βρω τρόπο ηπιότερο. Φανταστείτε μια μηχανή του κιμά, που αλέθει διάφορα ζωάκια, και μεγάλα και μικρά, άγρια και ήμερα, τριχωτά ή άτριχα, ανοιχτόχρωμα και σκουρόχρωμα και τα λοιπά. Όλα αυτά γίνονται κιμάς, δηλαδή μικρούλικα κομματάκια σάρκας, οστών, τριχών, που φαίνονται ολόιδια. Και δεν θέλει και πολύ, με λίγη πίεση μόνο, μ' ένα πάτημα, τα κάνεις ίσωμα, μια μάζα ομοιόμορφη και εύπλαστη. Από εκεί κι ύστερα, κατά τις εκάστοτε ορέξεις σου, μπορείς να πλάσεις το «υλικό», σε μικρά ή μεγάλα μεγέθη, δίνοντας του τη μορφή του κύβου, της σφαίρας, του κουλουριού...

Απλά, αυτό είναι όλη η υπόθεση, δεν είναι άπιαστο πράγμα η παγκοσμιοποίηση. Κυρίως δε, απειλεί το ανθρώπινο πρόσωπο και τη συνείδηση, να μην το ξεχνούμε αυτό. Ας κάνουμε όμως ένα τεστ με τον εαυτό μας, γυρνώντας πίσω στο ηλιοβασίλεμα, σ' ένα ηλιοβασίλεμα κάποτε, ν' αναλογισθούμε πόση αγάπη νιώσαμε να ξεχειλίζει από μέσα μας και να μη «συμμαζώνεται», όπως τραγουδά η δημοτική μούσα.

Να αναλογισθούμε, επίσης, αν ένα ηλιοβασίλεμα μπορεί να είναι το ίδιο σ' έναν τσιμεντότοπο και σ' ένα παρθένο νησάκι, αν μπορούν να 'ναι το ίδιο τα τριανταφυλλένια σύννεφα με τα γκριζόμαυρα του καυσαέριου, αν το τραγούδι της γαλήνης μπορεί να εξισωθεί με τα μουγκρίσματα των μηχανών, αν το άρωμα του θαλασσόκρινου και του ιωδίου μπορεί να ταυτιστεί με τη δυσωδία των τοξινών και της ηθικής σήψης, αν ακόμα είναι το ίδιο να είσαι ο εαυτός σου ή να μην είσαι, αν είναι το ίδιο να νιώθεις την ομορφιά του Κόσμου ή να μην τη νιώθεις. Και τόσα άλλα...

Ε, λοιπόν, αυτά πρεσβεύει η παγκοσμιοποίηση, ότι σε όλα τούτα δεν υπάρχει διαφορά, μόνο που ως σήμερα δυσκολευόμασταν να το αντιληφθούμε. Δυσκολευόμασταν οι αδαείς - και θέλουν να μας δημιουργήσουν κι ενοχές - ν' αντιληφθούμε ότι ο ίδιος "κιμάς" είναι η ομορφιά κι η ασχήμια, το αληθινό και το ψεύτικο… Αυτή είναι η φρικιαστική "μοντέρνα" πραγματικότητα, που ήδη διδάσκεται μεθοδικά ως σχολική γνώση, ξεριζώνοντας από το παιδικό μυαλό το θαύμα του δέντρου, του νερού, του ήλιου, των άστρων, της χαραυγής, του ηλιοβασιλέματος... της ιδιας της ζωής το θαύμα!

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

ΤΟ ΜΑΝΤΟΥΔΙ ΚΙ Η ΜΑΝΤΟΥΔΑ

Την ετυμολογική ερμηνεία του ονόματος Μαντούδι δημοσίευσα αρχικά στο βιβλίο του Αλ. Καλέμη "Ο Κηρέας της Εύβοιας" (εκδ. Κίνητρο, 2001) και αργότερα συνεπτυγμένη στο "Γεωτρόπιο" της Ελευθεροτυπίας (τ. 167, 21-6-2003) με αφορμή ένα οδοιπορικό του Φώτη Μαραζόπουλου στην περιοχή.

Στους ντόπιους είναι διαδεδομένη η άποψη -κάποιος ερευνητής των περασμένων δεκαετιών φέρει την ευθύνη- ότι το όνομα Μαντούδι προέρχεται "από μια ομόηχη τουρκική λέξη και σημαίνει ψωμότοπος". Επί το ακριβέστερον, έχει υποστηριχθεί ότι το όνομα οφείλεται στην τουρκογύφτικη λέξη μα[γκ]ντό (=ψωμί). Μάλιστα, υπάρχει και μία ακόμη άποψη, επίσης διαδεδομένη και ατεκμηρίωτη, που θέλει το Μαντούδι να προέρχεται από το όνομα Mantuko ή Mandugo, το οποίο αποδίδεται σε βενετσιάνικο κάστρο ή σε Βενετσιάνο τοπάρχη.

Κρίνοντας αβάσιμες (για ετυμολογικούς και όχι μόνο λόγους) τις δύο τούτες προϋπάρχουσες εκδοχές, κατέληξα σε μια καθ' όλα εμπεριστατωμένη ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία το τοπωνύμιο Μαντούδι είναι λατινογενές και σύνθετο εκ των θεμάτων mant- του ρήματος manto (=παραμένω, διατηρώ) και ud- του επιθέτου udus, -a, -um (=υγρώδης, διάβροχος, νοτισμένος).

Αρχικά το όνομα πρέπει να προσδιόριζε ως επίθετο το ουσιαστικό (θηλ.) humus (=έδαφος, γη, περιοχή): humus mantuda (=τόπος υγρώδης, που κρατάει μονίμως νερά ή υγρασία). Μετά δε από παράλειψη του ευνόητου humus, το επίθετο εξελίχθηκε στο κύριο όνομα Mantuda (Μαντούδα).

Μαντούδα (η) θεωρώ ότι ονομαζόταν όλη η πέριξ του σημερινού Μαντουδίου έκταση, εντός της οποίας υπήρχαν μερικά μικρά χωριουδάκια, ανώνυμοι οικισμοί στην πραγματικότητα, που, ως "παιδιά" της "μάνας" περιοχής, αναφέρονταν συλλήβδην με την κοινή ονομασία Mantudia, ήτοι τα Μαντούδια.

Ένα από αυτά τα Μαντούδια, λοιπόν, φαίνεται πως με τον καιρό επισκίασε τα υπόλοιπα και σταδιακά τα απορρόφησε, έτσι που, διατηρώντας την κοινή ονομασία, αναδείχθηκε τελικά στο... ένα και μοναδικό πλέον Μαντούδι της Μαντούδας.

Να σημειώσω δε ότι το Μαντούδι είναι γνωστό για τον ελώδη (μέχρι πρότινος τουλάχιστον) κάμπο του και για την υγρασία που ανέκαθεν κρατούσε και κρατάει.

Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι ότι η περιφέρεια του Μαντουδίου βρισκόταν υπό ενετική κυριαρχία από τον 13ο έως τον 15ο αιώνα, ενώ αργότερα, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, μαρτυρείται η ύπαρξη έξι "ανώνυμων" μικρών χωριών στην περιοχή, σε πολύ μικρή απόσταση το ένα από το άλλο.

Εκτός τούτων των στοιχείων, μεγάλο ενδιαφέρον έχει και το γεγονός ότι οι παλιότερος γενιές έλεγαν "τα Μαντούδια" και όχι "το Μαντούδι", γιατί προφανώς στον πληθυντικό θα τους είχε παραδοθεί το όνομα. Ωστόσο, όταν μικρός άκουγα τους γέρους του χωριού μου -τα Ψαχνά εννοώ- να λένε "πάω στα Μαντούδια", νόμιζα ότι το έλεγαν με ειρωνική διάθεση, μάλλον υποτιμητικά για το Μαντούδι. Αλλά τώρα, βέβαια, αποδεικνύεται ότι απλώς... κυριολεκτούσαν.
__________
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΧΩΡΙΣ ΤΗ ΓΡΑΠΤΗ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΚΤΗ
.

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2009

ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΝΑ 'ΧΕΙ... ΕΧΕΙ Ο ΘΕΟΣ!

ΜΙΚΡΑ ΜΑΓΙΚΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ
(Στην Ana T.)

Διαβάζουμε την α' στροφή του ποιήματος "Ηλικία της γλαυκής θύμησης" από την ποιητική συλλογή Προσανατολισμοί (1940) του Οδυσσέα Έλύτη:

Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως τη θύμηση

Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στο μεσημεριάτικο ύπνο
Με φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη στην
ειρήνη του κόλπου των νερών Έ χ ε ι -ο -Θ ε ό ς

Το παραπάνω απόσπασμα περιλαμβανόταν, μέχρι πριν από μερικά χρόνια, στο Ανθολόγιο Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α' τάξης Γυμνασίου. Δυστυχώς όμως, στα πλαίσια ενός κακώς εννοούμενου εκσυγχρονισμού, κάποια δήθεν ανοιχτά μυαλά αποφάσισαν να το αφαιρέσουν από το σχολικό βιβλίο, όπως άλλωστε αφαίρεσαν και αρκετά άλλα κείμενα μεγάλων λογοτεχνών μας, για να βάλουν στη θέση τους εφήμερες πρωτολειακές ασημαντότητες.
Έχουν περάσει περισσότερα από δέκα χρόνια από τότε που είχα διδάξει αυτό το "ποιηματάκι" στα παιδιά της πρώτης τάξης του Γυμνασίου Μαντουδίου και θυμάμαι τη συγκίνησή μου, όταν κατά την ώρα της διδασκαλίας, μου αποκαλύφθηκε το μικρό μαγικό μυστικό της φράσης "έχει ο θεός", η οποία αποτελεί το όνομα του φρεκοβγαλμένου, πράσινου σκάφους. Είναι βέβαια προφανές ότι το σκάφος "διαβάζει" ανεστραμμένο το όνομά του πάνω στο καθρέφτισμά του στα γαλήνια νερά του κόλπου.
Αφού έγινε η ανάγνωση του ποιήματος στην τάξη, θέλησα να σχεδιάσω την κεντρική εικόνα στον πίνακα, κι όπως άρχισα να γράφω το ανεστραμμένο όνομα, διαπίστωσα έκπληκτος ότι όλα τα ανεστραμμένα γράμματα διαβάζονταν κανονικά, δεν άλλαζε τίποτα στο καθρέφτισμά τους. Είχα σταματήσει στο "έχει ο..." και γύρισα προς τα παιδιά, νιώθοντας ένα ρίγος. Τι συμβαίνει, κύριε; ρώτησαν απορημένα. Ανατρίχιασα από συγκίνηση, τους λέω, κοιτάχτε το καθρέφτισμα του ονόματος! Αυτά κοίταζαν καλά-καλά εμένα, ενώ ο παχουλός μαθητής του πρώτου θρανίου τράβηξε από τον καρπό το χέρι μου και φώναξε: Ρε σεις, αλήθεια λέει, σηκώθηκε η τρίχα του!
Τους έδωσα εξηγήσεις στη συνέχεια, αφού ολοκλήρωσα την ανεστραμμένη φράση στον πίνακα. Και μου έκαναν μάλιστα την εξής καταπληκτική ερώτηση: Είναι τυχαίο ή σκόπιμα έβαλε ο Ελύτης για όνομα του σκάφους αυτή τη φράση που διαβάζεται ίδια και ανεστραμμένη; Αυτό δεν έχει και τόση σημασία, τους απάντησα... αλλά είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι δεν έχει σημασία!


Αν και δεν είναι στις προθέσεις μου να "αναλύσω" εδώ μια απομονωμένη στροφή του ποιήματος, θα ήθελα μόνο να επισημάνω, μέσα από την ταύτιση του αντικειμένου με το είδωλό του, το αποκαλυπτικό γεγονός της ενότητας των αντιθέτων, του πραγματικού με το φανταστικό, του υλικού με το άυλο, της αίσθησης με την ιδέα, του φυσικού με το υπερφυσικό. Κι αυτό συμβαίνει έτσι απλά, με φόντο την καρτερία και την ελπίδα που εμπνέει η ίδια η φράση "Έχει ο Θεός"... ο οποίος θεός ούτε λέγει ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει, κατά την ηρακλείτεια ρήση.

©Δημήτρης Μπαρσάκης


________________
ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΑΙ Η ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΧΩΡΙΣ ΤΗ ΓΡΑΠΤΗ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΚΤΗ



Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2009

ΝΙΩΣΕ ΚΙ ΑΓΑΠΑ!

Ο ουρανός πάνω από τα Ψαχνά το δειλινό της Κυριακής 4-10-2009

Άκου τους πρωινούς καλαηδισμούς πώς υμνούν το θαύμα της ζωής
Άσε τα μάτια σου να βαφτιστούν στα χρώματα της ροδαυγής
Πάρε στο δάχτυλό σου φυλαχτό μια δροσοσταλίδα από το χορτάρι
Ανέβα ταπεινά το μονοπάτι
Στο διάβα σου μοιράσου του ζουζουνιού και της πεταλουδίτσας τη χαρά
Τραγούδα πλάι στο κελάρυσμα του ρυακιού
Σμίξε την ανάσα σου με την ανάσα του κυκλάμινου
Της πέρδικας την περπατησιά παράφορα ερωτέψου
Μελέτα τη ζωγραφιά στην πλάτη του σκαθαριού
Πρόσεχε μην πατήσεις την ανθισμένη μυρμηγκοφωλιά
Στο ξέφωτο στάσου και με το μεγάλο λιθάρι πιάσε κουβέντα για την αιωνιότητα
Μην τρομάξεις από το σούρσιμο ενός φιδιού που άθελά σου το τρόμαξες
Στο αστραφτερό μυστήριο του μεσημεριού παραδώσου
Στις φτέρες φτερούγισε σαν το τρυφερό φύσημα του αγεριού
Αγκάλιασε όπως ο κισσός τον ψηλό δεντροκορμό
Το άγιο νερό της πηγής σκύψε να κοινωνήσεις
Πρόλαβε να χαρείς το άλμα της νυφίτσας
Τη γέρικη χελώνα μη βιαστείς να προσπεράσεις
Πλανέψου από τ' αηδόνια της ρεματιάς
Στου δειλινού τα σύννεφα αιωρήσου
Στο λυκόφως ξαναβρές το ξενητεμένο ποίημά σου
Στην ανατολή του φεγγαριού χόρεψε χέρι-χέρι με τους θρύλους
Ευχήσου στον αποσπερίτη να γίνει αυγερινός
Γείρε τα μάτια σου και χώρεσε όλη την Πλάση στα όνειρά σου
Πόνεσε και δάκρυσε για τον πόνο και το δάκρυ του άγνωστου συνανθρώπου
Ξύπνα και ζήσε το θαύμα από την αρχή

(Αφιερωμένο στο Χαμομηλάκι)

Κυριακή 23 Αυγούστου 2009

ΣΤΗ ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ SALZACH

Ένα βίντεο με κεντρικό θέμα ένα κοριτσάκι που ζητιανεύει γονατιστό στη γέφυρα Makartsteg του ποταμού Salzach, ο οποίος διασχίζει την ιστορική πόλη του Salzburg της Αυστρίας. Τις φωτογραφίες του βίντεο έβγαλα τον Ιούλιο του 2009, ενώ ακούγεται το κομμάτι Hymnus (λιγάκι πειραγμένο) από το δίσκο Lieder ohne Worte του Johannes Schmoelling.

Κυριακή 16 Αυγούστου 2009

ΒΕΝΕΤΙΑ (Μια προσωπική ματιά)

Ένα βίντεο με φωτογραφίες που έβγαλα στη Βενετία τον Ιούλιο του 2009 και μουσική Al Kastell.

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2009

SOUVENIR ΑΠΟ ΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ

Ζητιανεύοντας έξω από το πολύχρυσο Παλάτι των Δόγηδων, μ' ένα ξύλινο σταυρουδάκι κι ένα κυπελλάκι McDonald στο χέρι...




(Βενετία, Ιούλιος 2009)

Παρασκευή 24 Ιουλίου 2009

ΑΠΟΚΑΛΥΦΘΗΚΑΝ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΙΓΜΕ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΡΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΜΕΣΣΑΠΙΩΝ

Τα αποτελέσματα των εξετάσεων, που πραγματοποιήθηκαν μάλιστα με εντολή του Δήμου Μεσσαπίων, ήρθαν τελικά στο φως κι εξανεμίστηκαν τα ψέματα. Το Ινστιτούτο Γεωλογικών & Μεταλλευτικών Ερευνών επιβεβαιώνει και με το παραπάνω τις προηγηθείσες εξετάσεις του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τα μεγέθη του εξασθενούς χρωμίου εμφανίζονται ακόμα μεγαλύτερα. Εκτός αυτού, όμως, ανιχνεύτηκε και νικέλιο σε πολύ μεγάλα ποσοστά. Κι οι στρουθοκάμηλοι... το βιολί τους!





ΞΕΚΙΝΟΥΝ ΛΑΪΚΕΣ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΤΟΞΙΚΗΣ ΡΥΠΑΝΣΗΣ ΣΤΗ ΜΕΣΣΑΠΙΑ


Ανακοίνωση του Περιβαλλοντικού Συλλόγου "Γαία"

Η συσπείρωση και αγωνιστική κινητοποίηση των κατοίκων του Δήμου Μεσσαπίων, ως έσχατο μέτρο άμυνας κατά της τοξικής ρύπανσης της γης και των υδάτων της περιοχής μας, εκφράζει κατ' απόλυτο τρόπο τη λαϊκή βούληση, όπως αυτή κατηγορηματικά διατυπώθηκε στη δημόσια ενημερωτική συγκέντρωση που έλαβε χώρα τη Δευτέρα 20 Ιουλίου στην κεντρική πλατεία των Ψαχνών.

Σύμφωνα με τα αδιάσειστα δεδομένα των αναλύσεων στο νερό της Μεσσαπίας, που πραγματοποιήθηκαν από το Γεωλογικό-Υδρολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών (21-5-2009) και το Ινστιτούτο Γεωλογικών & Μεταλλευτικών Ερευνών (ΙΓΜΕ, 17/7/2009), ανιχνεύθηκαν τρομακτικά μεγέθη εξασθενούς χρωμίου, αλλά και νικελίου. Βάσει δε της εμπεριστατωμένης ενημέρωσης που παρείχαν ειδικοί επί του θέματος επιστήμονες κατά την προαναφερθείσα συγκέντρωση, προκύπτει ότι η χρήση του δηλητηριασμένου νερού της περιοχής μας εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους για την υγεία όλων μας.

Κατόπιν τούτων, ο Περιβαλλοντικός Σύλλογος "Γαία", προβαίνει άμεσα στην υλοποίηση του λαϊκού αιτήματος, αναλαμβάνοντας την πρωτοβουλία και υποχρέωση να οργανώσει και να συντονίσει την κινητοποίηση των κατοίκων της περιοχής, μέσω της εγγραφής τους σε καταστάσεις δήλωσης συμμετοχής και της συγκρότησης επιτροπών αγώνα ανά τοπικό διαμέρισμα.

Η λαϊκή κινητοποίηση αποβλέπει στην περαιτέρω και βαθύτερη ενημέρωση με νέες δημόσιες συγκεντρώσεις, στην αναζήτηση και αποκάλυψη όλων των παραμέτρων του προβλήματος, στην προσφυγή στην Ελληνική δικαιοσύνη, καθώς και στην άσκηση πίεσης προς τους αρμοδίους, ώστε:
- Να εξασφαλιστεί χωρίς χρονοτριβή υγιεινό νερό για τους κατοίκους του δήμου.
- Να αποκομιστούν πάραυτα τα τοξικά απόβλητα που έχουν απορριφθεί κατά τόνους σε πολλές θέσεις της Μεσσαπίας.
- Να καταγγελθούν και κατασταλούν άμεσα όλες οι παράνομες δραστηριότητες που προκαλούν την προκείμενη ανεπανόρθωτη καταστροφή στο περιβάλλον και την υγεία μας.
- Να εντοπιστούν και να παραπεμφθούν στη δικαιοσύνη όλοι οι υπαίτιοι, κύριοι υπεύθυνοι και συνυπεύθυνοι, της τραγικής κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει ο τόπος μας.
- Να καταβληθούν αποζημιώσεις στους δημότες και τις κοινωνικές ομάδες σε περίπτωση που υποστούν οικονομική ή άλλη βλάβη από την όλη υπόθεση της τοξικής ρύπανσης.
- Να τεθούν οι προϋποθέσεις για τη στοιχειώδη προστασία της υγείας και της ποιότητας ζωής των κατοίκων, με την εσπευσμένη δημιουργία βιολογικού καθαρισμού και αποχετευτικού συστήματος.

Υπογραμμίζεται, τέλος, ότι δεν θα επιτραπεί σε κανένα πολιτικό και κομματικό φορέα να εκμεταλλευτεί το δίκαιο και ιερό αγώνα μας, που είναι και θα παραμείνει αδέσμευτος, με μοναδικό στόχο την προάσπιση της δημόσιας υγείας και του φυσικού περιβάλλοντος του τόπου μας.
.
Για τη συμμετοχή σας στη λαϊκή κινητοποίηση και τις επιτροπές αγώνα, απευθυνθείτε στο Σύλλογο. Το γραφείο βρίσκεται στην πλατεία Αθ. Μποδοσάκη 9 και είναι ανοιχτό καθημερινά από τις 7 έως τις 9.30 το βράδυ. Για σχετικές πληροφορίες και τυχόν διευκρινίσεις, καλέστε στα τηλέφωνα 22280-23317 και 6942560299.

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2009

SOUVENIR ΑΠΟ ΤΟ SALZBURG

Έβγαλα αυτές τις φωτογραφίες την Τρίτη 14 Ιουλίου 2009 στη γέφυρα Makartsteg του ποταμού Salzach, ο οποίος διασχίζει το κεντρικό τμήμα της πόλης του Salzburg. Έχοντας εντυπωσιαστεί από το μεγαλοπρεπές Schloss Mirabell και τους μαγευτικούς κήπους του, κατευθυνόμουν προς την άλλη όχθη του ποταμού, για να επισκεφτώ το σπίτι (μουσείο) όπου γεννήθηκε ο Mozart. Κι εκεί, στη μέση της γέφυρας, είδα το κοριτσάκι να επαιτεί γονατιστό, ώρες ακίνητο σαν άγαλμα και χωρίς έκφραση στο πρόσωπο, ή μάλλον χωρίς πρόσωπο...
Μια ανάμνηση, μια εικόνα που μέσα μου σκιάζει πια όλη την αίγλη της πόλης, με τα τόσα αρχιτεκτονικά αριστουργήματα, με το τόσο λαμπρό πολιτισμικό παρελθόν και το προηγμένο βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της...
ΔΕΙΤΕ ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΚΟ ΒΙΝΤΕΟ: "ΣΤΗ ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ SALZACH".









Τρίτη 21 Ιουλίου 2009

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΕΞΑΣΘΕΝΕΣ ΧΡΩΜΙΟ ΚΑΙ ΤΑ ΤΟΞΙΚΑ ΑΠΟΒΛΗΤΑ ΣΤΑ ΨΑΧΝΑ

Το βράδυ της Δευτέρας 20 Ιουλίου 2009 πραγματοποιήθηκε στην πλατεία των Ψαχνών ενημερωτική συγκέντρωση σχετικά με το εξασθενές χρώμιο που ανιχνεύτηκε στο νερό της περιοχής και τα στερεά τοξικά απόβλητα που έχουν απορριφθεί σε πολλές θέσεις του δήμου Μεσσαπίων. Η εκδήλωση, η οποία διοργανώθηκε από το Δίκτυο Περιβαλλοντικών Συλλόγων Εύβοιας και τους περιβαλλοντικούς συλλόγους "Γαία" και "Ταναϊς" του δήμου Μεσσαπίων, διήρκεσε τρεις ώρες και είχε εντυπωσιακή επιτυχία.

Οι βασικοί ομιλητές (στη φωτογραφία από αριστερά), Νίκος Χασάνδρας, πρόεδρος του συλλόγου "Γαία", Γιάννης Φραντζής, εκπρόσωπος του συλλόγου "Ταναϊς", Θανάσης Παντελόγλου, βιοχημικός μηχανικός, π. Ιωάννης Οικονομίδης, πρωτοστάτης στον αγώνα κατά της τοξικής ρύπανσης στην περιοχή των Οινοφύτων και Γιάννης Ζαμπετάκης, επίκουρος καθηγητής Χημείας Τροφίμων του Πανεπιστημίου Αθηνών, κατέθεσαν τη γνώση και την εμπειρία τους, παρέχοντας πλήρη, ουσιαστική και εμπεριστατωμένη ενημέρωση στο πολυπληθές ακροατήριο. Τοποθετήσεις έγιναν και από άλλους παράγοντες και επιστήμονες, όπως επίσης από από τον πολιτευτή Βαγγέλη Αποστόλου και τον πρόεδρο των Ενεργών Πολιτών Εύβοιας, Κώστα Χαϊνά, ενώ το κοινό, εκτός από τις εύλογες απορίες του, εξέφρασε με έντονο τρόπο την απογοήτευση και την αγανάκτησή του για τη στάση της τοπικής αυτοδιοίκησης και της πολιτείας γενικότερα.

Άξιο επισήμανσης είναι οπωσδήποτε και το γεγονός ότι η όλη εκδήλωση δεν επιδεχόταν κομματικές ταμπέλες και, μέσα σε πνεύμα καθολικής σύμπνοιας, αποδοκιμάστηκαν οι καναδυό μεμονωμένες απόπειρες ακροατών που έγιναν προς αυτή την κατεύθυνση. Στο τέλος, όλοι συμφώνησαν, ομιλητές, διοργανωτές και κοινό, ότι θα πρέπει χωρίς άλλη καθυστέρηση να γίνουν μαζικές κινητοποιήσεις των κατοίκων της περιοχής και να σχηματιστούν άμεσα Επιτροπές Αγώνα κατά τοπικό διαμέρισμα με στόχο την αντιμετώπιση του τεράστιου προβλήματος που απειλεί σήμερα τη δημόσια υγεία και το φυσικό περιβάλλον της Μεσσαπίας.

*Βλ. και σχετικό κείμενο του Γιάννη Ζαμπετάκη.