(και το ποίημα "Απώλεια").
Από το 1980 έως το 1999, ο Δημήτρης Ρικάκης δημοσίευσε, κατά χρονολογική σειρά, τα βιβλία: «Ο Αντιπρόσωπος», «Τα Φανάρια του Ταλ», «Μικρά…», «Επίτομον Προσωπικόν Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν», «Ο Άρχων της Νυκτός» και «Τππελκαόπ».
Δημοσίευσε, επίσης, κείμενά του (διηγήματα και ένα ποίημα) στα λογοτεχνικά περιοδικά "Πάλι" και "Καινούρια Εποχή".
1. Ο Αντιπρόσωπος.
Είναι μια νουβέλα 76 σελίδων, όπου ο συγγραφέας ακολουθεί, με αξιοθαύμαστο όντως τρόπο, το πρότυπο γραφής του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα Νικολάι Γκόγκολ, γνωστού ως "πατέρα" του ρωσικού ρεαλισμού. Το βιβλίο κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Χατζηνικολή το 1980, όπως διαβάζουμε στον κολοφώνα, ενώ στο σύντομο βιογραφικό, που συνοδεύει τα επόμενα βιβλία του Ρικάκη, αναφέρεται ως έτος έκδοσής του το 1981. Στα χέρια μου έχω τη δεύτερη έκδοση του βιβλίου, η οποία διατηρεί επακριβώς τα στοιχεία του κολοφώνα της πρώτης, αλλά, με δεδομένο ότι προηγούνται αυτής τα "Μικρά" (1991) και έπεται το "Επίτομον Προσωπικόν Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν" (1992), θεωρώ βέβαιο ότι η επανέκδοση πραγματοποιήθηκε κάπου ανάμεσα στα τέλη του 1991 και τις αρχές του 1992.
Α΄ έκδοση (ευχαριστώ την Αμαλία Κ. για την εικόνα του εξωφύλλου).
Ο Αντιπρόσωπος, γνωστός κι όλας από την πρώτη έκδοση, ξανακυκλοφορεί για να µας χαρίσει µια απολαυστική ανάγνωση. Πρόκειται για ενα κείµενο πού ξεδιπλώνει µια απλή ίστορία, την ιστορία του Αλεξάντρ Βλαντιµίροβιτς Σχίνιν, ενός ήρωα φαντασιόπληκτου και γοητευτικού, που περιπλανιέται ανάµεσα στην αυθαιρεσία και τη λογική πραγµατικότητα, πράγµα που σηµαίνει εµπλοκή µέσα στον κύκλο της αγωνίας, χαρακτηριστικό κάθε ροµαντικής και αντιφατικής φύσης... Έτσι, δηµιουργούνται αλλεπάλληλες, εσωτερικές κυρίως, περιπέτειες, που οδηγούν τελικά σ' ένα απρόσµενο τέλος.
Ο Δηµήτρης Ρικάκης αφιερώνει τη νουβέλλα αυτή στον Νικολάι Γκόγκολ, µιµούµενος (a la meniere de...) τό ύφος του µεγάλου Ρώσου συγγραφέα, µε τόση επιτυχία, ώστε θα µπορούσε αβίαστα κανείς να υποθέσει ότι πρόκειται για κάποια ανέκδοτη ίστορία του Γκόγκολ... Τό γεγονός ότι τα επεισόδια ακολουθούν το ένα το άλλο σε µια φυσική ροή, ο τρόπος περιγραφής των προσώπων και του περιβάλλοντος, αλλά και πολλών ασήµαντων εκ πρώτης όψεως λεπτοµερειών, αρκεί για να αιχµαλωτίσει, από την πρώτη στιγµή κιόλας, το ενδιαφέρον, µέχρι να ικανοποιήσει τελικά την περιέργεια µε την απρόσµενη λύση του τέλους, όσο κι αν η λύση αυτή παραµένει διφορούµενη και προβληµατική, προσφέροντας τη δυνατότητα στον καθένα να την ερµηνεύσει µε τον τρόπο του ...
2. Τα Φανάρια του Ταλ.
Eκδόθηκε από το Βιβλιοπωλείον της "Εστίας" το 1986 (σ.σ. 291). Πρόκειται για μια συλλογή 11 διηγημάτων, ένα εκ των οποίων έγραψε ο Ρικάκης στη Βιέννη και τα υπόλοιπα στο Γκρατς και την Αθήνα, από τις αρχές της δεκαετίας του '50 ως τα μέσα της δεκαετίας του '80. Οι ιστορίες διαδραματίζονται μέσα σε σχετικά ασαφή πλαίσια, έτσι που οι ήρωες οδηγούνται σταδιακά ενώπιον μιας πραγματικότητας απρόβλεπτης και παράδοξης, τουτέστιν… "υπερπραγματικής". Θα έλεγα δε ότι στην τυπικά σουρρεαλιστική γραφή του Ρικάκη διακρίνονται, εν προκειμένω, και επιρροές από τον Πιραντέλο και τον Κάφκα.
Διαβάζουμε ένα μικρό χωρίο από το ομότιτλο διήγημα του βιβλίου:
Προτίμησα λοιπόν να του δείξω την ταυτότητά μου, αφού ο ίδιος δεν είχε την περιέργεια να μου τη ζητήσει από την αρχή. Τα αίματα οφείλονται σε πέσιμο στο δρόμο… ήταν σκοτεινά. Εξετάζοντας την ταυτότητα, άφηνε την οδοντογλυφίδα να πηγαινοέρχεται ανάμεσα στα χείλη του, πότε δεξιά και πότε αριστερά. Το χαμόγελο εξαφανίστηκε. Πήρε ένα χαρτί και σημείωσε τα στοιχεία μου, ύστερα έκανε μια προσεκτική παραβολή από τα χαρτιά του, χωρίς να τα κουνήσει από τη θέση τους. Έτσι το κεφάλι του άρχισε να πηγαινοέρχεται μαζί με το ρυθμό της οδοντογλυφίδας, πότε δεξιά και πότε αριστερά. Όταν τελείωσε αυτή η δουλειά, έπιασε την ταυτότητα ανάμεσα στα χέρια του και της έριξε μια εποπτική ματιά σαν να εξέταζε την ποιότητα του χαρτιού και το σχήμα της.
- Πώς είναι λοιπόν δυνατόν αυτό;
- Δεν έχω ιδέαν. Κι εγώ διερωτώμαι, πολύ θα ήθελα να μάθω τι συμβαίνει.
- Να περάσετε αύριο πάλι να δούμε, μπορεί να έχει γίνει κάποιο λάθος στα χαρτιά μας, αν κι αυτό είναι μάλλον απίθανο… δεν εξηγείται διαφορετικά.
Έβγαλε τα γυαλιά του και τα σκούπισε μ' ένα πολύ τσαλακωμένο πράσινο μαντίλι (…).
Στο οπισθόφυλλο, ο Δημήτρης Ρικάκης και ένα σύντομο, "στερεότυπο" βιογραφικό του.
.
.
3. Μικρά...
Κυκλοφόρησε το 1991 από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδη. Στο 79 σελίδων βιβλίο περιέχονται 50 μικρά αυτοτελή κείμενα, των οποίων η έκταση κυμαίνεται μεταξύ μισής και μιάμισης σελίδας. Θα τα προσδιόριζα μάλλον ως "στιγμιότυπα", παρά ως διηγήματα. Αμιγώς σουρρεαλιστική η γραφή, με έντονο το εικαστικό στοιχείο και διάχυτη χιουμοριστική έως σαρκαστική διάθεση.
3. Μικρά...
Κυκλοφόρησε το 1991 από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδη. Στο 79 σελίδων βιβλίο περιέχονται 50 μικρά αυτοτελή κείμενα, των οποίων η έκταση κυμαίνεται μεταξύ μισής και μιάμισης σελίδας. Θα τα προσδιόριζα μάλλον ως "στιγμιότυπα", παρά ως διηγήματα. Αμιγώς σουρρεαλιστική η γραφή, με έντονο το εικαστικό στοιχείο και διάχυτη χιουμοριστική έως σαρκαστική διάθεση.
Στον πρόλογο του βιβλίου, ο συγγραφέας και παλιός φίλος του Ρικάκη, Παναγιώτης Σπηλιωτόπουλος, σημειώνει μεταξύ άλλων:
(…) Πολλοί έχουν γράψει μικρά διηγήματα, και ο Kafka επίσης, που δεν ξεπερνούν τη μία σελίδα, κάποτε μικρότερα μάλιστα απ’ αυτήν. Αλλά και σ’ αυτά, βέβαια, η αφήγηση εξελίσσεται γύρω από ένα συμβάν ή μία ιδέα. Εδω όµως πρόκειται για κάτι άλλο. Ο συγγραφέας δεν διηγείται ένα γεγονός, ούτε αναπτύσσεl µία ιδέα, αλλά πολλά επάλληλα γεγονότα ..., κυρίως γεγονότα - εντελώς άσχετα µεταξύ τους (τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως), που ο αναγνωσnις καλείται να τα ξεµπλέξει, να τα αποσυνδέσει, για να βρει τον αληθινό πυρήνα - αν υπάρχει - και να συνδέσει την οποιαδήποτε αlωρούνενη ιδέα, που µπορεί να θέλει να υποβάλει ο συγγραφέας (αν θέλει) ή το "ενεργό" ερέθισµα που πιθανόν, να προκαλούσε στον αναγνώστη µια ιδέα (άσχετη απ' αυτήν που ίαως είχε κατά νουν ο συγγραφέας) ή ένα etat d' ame (στην χειρότερη περίπτωση) ακατάλληλο για την "βίωση" της "όποιας" ουσίας του αφηγήµατoς ...
Στο τέλος κάθε µικρού διηγήµατoς υπάρχει πάντα και ένας αστερίσκος, που αναφέρεται (δήθεν) σε κάποιο ουσιώδες σηµείο της αφήγησης, που πιθανά να µας διευκολύνει την κατανόησή του (αν επιιµένωµε καλά και σώνει να το κατανοήσουµε) ή, τουναντίον, που τοποθετήθηκε σκοπίµως, για να µας παραπλανά ακόµη περισσότερο, αφού στο κάτω-κάτω, σλα είναι παραπλανητικά,όλα µπερδεµένα, όλα υπό αίρεση, όλα αυθαίρετα, µέσα στο χώρο που τα κινεί ο συγγραφέας - δηλαδή µέσα στο χώρο της ίδιας της ζωής, αν την κοιτάξει κανείς από κάποια ιδιαίτερη σκοπιά.
Είναι σίγουρο ότι το καινούργιο αυτό είδoς, που λανσάρει ο Δηµήτρης Pικάκης, ο οποίος έχει δηµοσιεύσει δύο θαυµάσια βιβλία, τον "Αντιπρόσωπο" και τη συλλογή διηγηµάτων "Τα Φανάρια του Ταλ", θα ξενίσει ασφαλώς τον αναγνώστη.
Όλα είναι όμως ζήτημα άσκησης. Και οι ευαισθησίες βέβαια. Προ πάντων αυτές…
Παναγιώτης Σπηλιωτόπουλος
Mια μικρή γεύση από τα... "Μικρά":
Ο ΓΑΪΔΑΡΟΣ
Απέναντι από το γνωστόν καφενείον της προκυµαίας, εστάθη ο Γάιδαρος καθ' όσον ο ρακοσυλλέκτης έσπευδε να παραλάβη τους σάκκους των απορριµάτων των απέναντι οικιών. Ο Γάιδαρος έστρεψε το κεφάλι και εκοίταξε τους δύο πρωϊνούς θαµώνας, πριν στρέψη και πάλιν προς αντίθετον πλευράν για ν' αντιληφθή και εκεί το µόλις αφιχθέν λευκό πλοίο της γραµµής. Βεβαίως και του έκαµε εντύπωσιν το εισελθόν µέγα πλοίον, όµως δεν ήτο δυνατόν να γνωρίζη ούτε το όνοµά του, ούτε, πολλώ µάλλον, ότι ο ιδιοκτήτης χρωστούσε ακόµη µερικά καθυστερηµένα γραµµάτια εις την εταιρείαν. Γι' αυτό εντός ολίγου ξεκινούσε πάλι αµέριµνος δια το καθηµερινόν του δροµολόγιον ενώ ο ρακοσυλλέκτης ηκολούθει το συµπαθές ζώον µε αργόν βήµα. Πρέπει να σηµειωθή ότι ο συµπαθής αυτός Γάιδαρος δεν εγνώριζε και µερικά άλλα πράγµατα, ως φερ' ειπείν, τα ονόµατα των δύο θαµώνων του γνωστού καφενείου, το όνοµα του ρακοσυλλέκτου και, το κυριώτερον, το όνοµα της νήσου επί της οποίας ευρίσκετο.
Αστερίσκος:Εις την απέναντι ακτήν, δεν συνέβη τίποτε το ιδιαίτερον την στιγµήν εκείνην. Μόνον ο Αστερίσκος παρεσύρθη ελαφρώς από την ευχάριστον πρωινήν αύραν.
Η ΦΑΚΑ
Το µέτρον της νοικοκυράς ήτο αναντιρρήτως σωστό, όταν απεφάσισε να προστατεύση τα αγαθά και τας προµηθείας, εις το κελλάρι, τοποθετώντας την Φάκα. Διότι οι συµπαθέστατοι κατά τα άλλα ποντικοί, ελυµαίνοντο τον χώρον µετακινούντες και αντικείµενα ακόµη, αλλά και αδηφάγως τρώγοντες τα πάντα. Και η νοικοκυρά, καλοκάγαθος ως ήτο, ανεκάλυπτε πάντοτε, εις τον αυχένα κτυπηθέντας ιδίως, ποντικους από την αδυσώπητον αυτήν - δίκην λαιµητόµου - έξοχον Φάκαν. Ελυπείτο βεβαίως τα ατυχή αθώα πλάσµατα, αλλ' από την άλλην ησθάνετο την ικανοποίησιν ότι απαλλάσσεται από την µάστιγα των µικρών επιδροµέων. Μίαν ηµέραν όµως, η καλή νοικοκυρά, µετά την καθηµερινήν είσοδον εις το γνωστό κελλάρι προς έλεγχον, έπεσε στην πολυθρόνα και συντετριµµένη εζήτησε λίγο νερό, πασκίζουσα να συνέλθη. Διότι, όλως απαράσκευος όπως ήταν, αντιµετώπισε το φοβερόν γεγονός ... Και ιδού, αντί ενός εκ των λίγο-πολύ γνωστών ποντικών, η περίφηµος Φάκα είχε συνθλίψει τον λαιµόν του εις όλους γνωστού µας - από των παιδικών ήδη χρόνων - Μίκυ Μάους, από του οποίου το στόµα είχε τιναχθεί ολίγο αίµα, ακόµη φρέσκο, που κατά περίεργον τρόπον είχε λεκιάσει το µικρό του παντελονάκι. Είναι σαφές ότι έκτοτε ο Μίκυ Μάους δεν ενεφανίσθη ποτέ πια επί της οθόνης.
4. Επίτομον Εγκυκλοπαιδικόν Προσωπικόν Λεξικόν.
Εκδόθηκε το 1992 από το Βιβλειοπωλείον της "Εστίας" (σ.σ. 262). Αν μη τι άλλο, τούτο το βιβλίο του Ρικάκη είναι αναμφίβολα μια πρόκληση, η οποία διατυπώνεται με τολμηρό χιούμορ, έντονη ειρωνεία και ανατρεπτική διάθεση, φέρνοντας σε αμηχανία τα "χρηστά ήθη" και κάθε τύπου κατεστημένο. Στο σύντομο πρόλογό του, ο συγγραφέας διευκρινίζει ότι πρόκειται για ένα παιχνίδι συνειρμών, μεταξύ σοβαρού και αστείου, με δεδομένο ότι ο ελεύθερος συνειρμός είναι η ψυχή του σουρρεαλισμού. Σημειώνει δε ότι το Λεξικό αυτό αποτελεί μια δικαιολογία για να ειπωθεί ότι θα 'πρεπε να ειπωθεί, με σκοπό, επίσης, το σπάσιμο της βαθιάς σιωπής μέσα στον εαυτό μας (...).
Υποτίθεται πως αυτός είναι ο Α' τόμος, και φτάνει μόλις μέχρι το λήμμα Αβδούλ Μουμά! Η ανάπτυξη ενός λήμματος μπορεί να καλύπτει λίγες γραμμές ή και πέντε με δέκα σελίδες, ανάλογα με τις συνειρμικές προεκτάσεις που επιδέχεται. Ας πάμε σε ένα λήμμα με συντομότατη ανάπτυξη:
ΑΒΑΔΟΥΤΑΣ: Τάξις Ινδών ερημιτών. Σήμερον η λέξις σημαίνει την φράσιν "Άφησέ με ήσυχον" ή "Εμένα δεν μ' ενδιαφέρει καθόλου" ή "Κάντε καλά μόνοι σας" ή "Εμένα μη με ανακατεύετε" και τα παρεμφερή. Παράδειγμα:
- Θα πάμε απόψε στον κινηματογράφο;
- Αβαδούτας!
Ή ακόμη... ΑΒΑΝΤΟΥΡΙΝΗΣ: Ορυκτόν της ποικιλίας του χαλαζίου μετά λεπιδίων μαρμαρυγίου, άτινα παρέχουσι αυτώ ερυθροκαστάνινα ή κιτρινοκαστάνινα χρώματα και σπηνθιρίζουσαν επιφάνειαν. Προέρχεται εκ των ούρων των Αβάντων ή Αβαντιδών, οι κρύσταλλοι των οποίων είναι ορατοί δια μικράς μεγεθύνσεως μικροσκοπικώς. Εξ αυτού συνάγεται ότι οι Άβαντες, εν Ευβοία διαβιούντες, κατέλιπον εις το έδαφος αυτής ίχνη Αβαντουρίνης, άτινα σήμερον είναι δυνατόν να ανευρεθούν εις το υπέδαφος αυτής και ουχί εις μεγάλο βάθος. Πολλοί επιστήμονες φρονούν ότι εις τούτο οφείλεται η σχετική ευφορία του εδάφους της Ευβοίας. Η αντίδρασις των αλάτων αυτών είναι όξινος και εις δόσεις πέραν του ενός κυβικού εκατοστού καθίσταται δηλητηριώδης διά τον οργανισμόν. Εις το εμπόριον η ουσία αύτη φέρεται εις ιδιοσκευάσματα δισκίων ως Ουρίνη 5 και έχει ενέργειαν διουρητικήν.
Εκτενή κριτκή για το βιβλίο έγραψε στην "Ελευθεροτυπία" (23 - 12 - 1992) ο Ευγένιος Αρανίτσης, με τίτλο "Οι γνώμες διχάζονται". Φωτοαντίγραφο του δημοσιεύματος μου είχε δώσει ο Ρικάκης, που τον θυμάμαι να μου λέει: Διάβασέ το, βρε παιδί μου, να μου πεις τη γνώμη σου κι εσύ, γιατί εγώ δεν βγάζω συμπέρασμα απ' αυτά που γράφει ο Αρανίτσης...
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, ο Ρικάκης σε βρεφική ηλικία και ένα μεστό αυτοσαρκασμού βιογραφικό του.
5. Ο Άρχων της Νυκτός.
Κυκλοφόρησε το 1996 από τις Εκδόσεις Χατζηνικολή (σ.σ. 283). Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα γεμάτο "μυστικά", που καλύπτει 208 σελίδες του βιβλίου, ενώ στις υπόλοιπες 75 παρατίθενται τα τεκμήρια (αλληλογραφία, δημοσιεύματα, σημειώσεις, σχέδια), τα οποία, κατά τον συγγραφέα, ενισχύουν την έννοια και την αίσθηση του 'μυθικού' , μέσα από την εμπλοκή του πραγματικού γεγονότος με το φανταστικό.
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε σχετικά:
"Ο Άρχων της Νυκτός είναι µια πραγµατική ιστορία, µε φανταστικές προεκτάσεις και αναφέρεται σε µια Eroica της εποχής του 1941-42 µέσα στους κόλπους του γνωστού περιοδικού της Νεότητας, που ο Αναγνώστης θα µαντέψει εύκολα ... Η ιστορία περιβάλλεται από ό,τι λέµε «µυστήριο» στα αστυνοµικά µυθιστορήµατα, µέσα σ' ένα κλίµα φρεσκάδας του ροµαντισµού ... Ο κεντρικός ήρωας - δανεισµένος από το Όνειρο θερινής νύχτας του Σαίξπηρ - είναι µια υπερβατική-ονειρική µορφή, σύµβολο του αγαθού και της τελειότητας, πάντα παρούσα αλλά και απόµακρη, όπως συµβαίνει µε ό,τι λέµε «ιδανικό». Ο συγγραφέας προτίµησε ν' αποφύγει χαρακτηριστικά της τοπογραφικής ή πραγµατικής ταυτότητας των λοιπών ηρώων, για να τονίσει τον µύθο και το µυστήριο, επιδιώκοντας την εισβολή του ονειρικού στοιχείου µέσα στο πραγµατικό και τ' ανάποδο, µε το αποτέλεσµα ν' αφήσει στο τέλος τον αναγνώστη µετέωρο και δροσερά προβληµατισµένο για το «ποια τελικά είναι η αλήθεια ... ». Έτσι, ακόµα και µέχρι σήµερα, ο Άρχων της Νυκτός παραµένει µια αµφιλεγόµενη προσωπικότητα και θ' αναρωτηθεί κανείς αν θα σταθεί άραγε δυνατό ν' αποκρυπτογραφηθεί κάποτε ...".
Κριτική από τη Μ. Θεδοσοπούλου, εφημ. Η ΕΠΟΧΗ (20-4-1997):
6. Τππελκαόπ.
Κυκλοφόρησε το 1999 απο τις Εκδόσεις Γαβριηλίδη (σ.σ. 209). "Τππελκαόπ" είναι το όνομα της ηρωίδας και, όπως μου είχε εξηγήσει ο Ρικάκης, σχηματίζεται από τα αρχικά ερωτηματικών λέξεων και φράσεων που χρησιμοποιεί η ηρωίδα, καθώς ρωτά να μάθει τα μυστικά της φανταστικής πραγματικότητας όπου περιπλανιέται. Αυτή δε η φανταστική πραγματικότητα συνιστά τη για πάντα χαμένη ουσία της ζωής μας - η Πύλη είναι μόνον... έξοδος.
Το βιβλίο προλογίζει - με εξαιρετική διεισδυτικότητα - ο γνωστός ποιητής Νίκος Φωκάς:
Ο Δηµήτρης Ρικάκης, όπως συνάγεται από τα µέχρι σήµερα βιβλία του - ένα τόµο διηγηµάτων και µια συλλογή από µικρές πρόζες, µε εξωπραγµατική θεµατολογία και τα δύο, ένα σχετικά πρόσφατο µυθιστόρηµα κ. ά. - αλλά και µε το ανά χείρας ονειρικό αφήγημα, συγγενεύει µεν µε την ελληνική υπερραλιστική οικογένεια, θα έλεγε όμως κανείς ότι. εκτός από το υπερρεαλιστικό, στις φλέβες του ρέοουν και άλλα αίµατα. Με την πάροδο µάλιστα των ετών, τα τελευταία αυτά, όπως το πολιτικό ή, πιό σωστά, το αναρχικό, γίνονται ολοένα πιο ισχυρά, χωρίς ποτέ αυτό να συνιστά έκπτωση από το χώρο της φαντασίας στο χώρο της τρεχούμενης κοινωνικής διαµαρτυρίας.
Αντιθέτως. Αν υπάρχει µια διαµαρτυρία, ή µία εκ βαθέων αντίρρηση στην πεζογραφία του Δηµήτρη Ρικάκη, αυτή σαφώς αφορά τη λογική του κόσµου, το ότι ο κόσµος δεν µπορεί δυστυχώς παρά να είναι αυτός που είναι, χωρίς γι αυτό να πρέπει αναγκαστικά να τον παραδεχόµαστε ως τέτοιο. Και ναι µεν δεν µπορούµε να συντρίψουµε τον κόσµο - πολύ περισσότερο που δεν έχουµε µε τί να τον αντικαταστήσουµε - τίποτα όµως δεν µας εµποδι'ζει να τον πειράζουµε, να τον ενοχλούµε, εφόσον αυτό µας πα ρέχει ένα λόγο υπάρξεως τόσο ως ανθρώπων όσο και ως ουγΥραφέων. Από την άποψη αυτή η ψυχολογία του Ρικάκη συγyενεύει µε εκείνη του µικρού παιδιού που πλήττει µε το δωμάτιό του - το αστικό δωμάτιό του - πλήττει µε τα άλλα παιδιά, µε τους υποχρεωτικούς περιπάτους, µε τα χριστουγεννιάτικα δέντρα, και επιδίδεται σε διορθωτικές για την πλήξη του σκανταλιές, λέει ψέµατα, ζωγραφίζει στο τζάµι ή το χαρτί.
Συνεπής µε τα παραπάνω, η φανταστική αφήγηση του παρόντος βιβλίου δεν θέλει να είναι παρά ένα παρατεταµένο πείραγµα για τη λογική µας, τους θεσµούς µας, την κοινωνία και τον άνθρωπο γενικότερα. Κατά πόσο το πείραγµα αυτό κατορθώνει να ενοχλήσει ή απλώς αρκείται στο να· ψυχαγωγήσει τον αναγνώστη που το συµµερίζεται µε ένα κλείσιµο του µατιού, είναι κάτι που δεν νοµίζω να απασχολεί σοβαρά τον σvγyραφέα µας, όπως δεν απησχόλησε ποτέ και τον Lewis Cαrοll µε την ηρωίδα του οποίου, Αλίκη, η παρούσα συνοµήλικη ηρωιδα του Ρικάκη έχει ασφαλώς αρκετές οµοιότητες. Θα µπορούσε ωστόσο κανείς, έστω και µε κάποιο δισταγµό, να ισχυριστεί ότι η µικρή Τππελκαόπ, κατ' απόκλιση προς την Αλίκη, είναι περισσότερο παρατηρητική και κριτική από εκείνη, και λιγότερο ονειρικά παθητική και ποιητική. Εξ άλλου η µικρή Τππελκαόπ δεν προσφέρεται για ανάγνωσµα παιδικό, παρ' όλο το αφελές στοιχείο της αφήγησης, που δεν παύει, όπως και στην Αλίκη, να έχει κάτι το δαιµονικό. Κάτι τέτοιο το αποκλείουν, αν µη τι άλλο, και οι ανοιχτές σεξουαλικές αναφορές του κειµένου, όσο διακριτικές και παιχνιδιάρικες να είναι.
Ορισµένες επιµέρους παρατηρήσεις αφορούν το ύφος της γραφής του Ρικάκη και τη δοµή της αφήγησής του. Στην προκειµένη περίπτωση, αλλά και στα προηγούµενα βιβλία του, ο συΥΥραφέας συχνά αµελεί το ύφος, σαν κάτι δευτερεύον, όπως συχνά συµβαίνει στον προφορικό λόγο, ιδίως τον λόγο του παραµυθιού ή του ανεκδότου, ο οποίος εδώ, όπως και αλλού στην πεζογραφία του Ρικάκη, φαίνεται να εξυπηρετεί καλύτερα την διήγηση των απίθανων επεισοδίων της ιστορίας - αν πράγµατι ιστορία µε αρχή, μέση και τέλος υπάρχει. Διότι όντως για µια σειρά από επεισόδια πρόκειται, πράγµα που µας παραπέµπει σε παλαιότερα στάδια της λογοτεχνίας, όταν η δοµή της αφήγησης ήταν ευθύγραµµη, χωρίς ουσιαστικά το επόµενο να προϋποθέτει το προηγούμενο, χωρίς ο χρόνος να έχει ιδιαίτερη σημασία, εφόσον ο συγγραφέας ή ο αφηγητής δεν δούλευε µε την εσωτερική ανέλιξη των προσώπων ή των καταστάσεων αλλά µε την επανάληψη ή τη συσσώρευση, όπως στην περίπτωση διηΥήσεων περιπετειών ηρώων (Γκιούλιβερ) ή εκείνη των ιστοριών µε τα ίδια πάντα πρόσωπα, όπως στο θέατρο σκιών. Ετσι λοιπόν και εδώ µε το απορηµένο και σχεδόν παραπονεµένο, αλλά εν τέλει αγγελικό προσωπάκι της, η µικρή ηρωίδα πορεύεται από τον ένα σταθµό της περιήγησής της ανά τον κόσμο στον άλλο, όχι κατά προτεραιότητα αλλά µάλλον στην τύχη, µιλώντας άλλοτε µε τον Ερωτευµένο, άλλοτε µε τον Περιπτερά, άλλοτε µε τους κατοίκους της περιοχής της Αλήθειας, άλλοτε µε τον Νεκροθάφτη, τον Ψεύτη, τον Στρατιώτη κ.ο.κ.
Πόσο η µέθοδος αυτή ικανοποιεί σήμερα εμάς τους κουρασµένους από την ανάγνωση του Κάφκα, της Τζέην Ωστιν, του Φλωµπέρ, του Ντοστογιέφσκυ και όλης της µεταγενέστερης αφηγηµατικής λογοτεχνίας είναι ένα ερώτηµα στο οποίο δεν θα επιχειρήσω να απαντήσω. Εξ άλλου ένα λογοτεχνικό κείµενο δεν καταξιώνεται ή απαξιώνεται από τη µέθοδό του, αλλά από τη µοναδικότητά του, άσχετα από τη µέθοδο στην οποία επιλέγει να γραφτεί.
Νίκος Φωκάς
Γενάρης, 1998
Ας διαβάσουμε κι ένα ελάχιστο απόσπασμα:
- Από κει, κι ο µηχανισµός πάει στο κεφάλι µας και τότε κάνουµε όλοι το καθήκον µας και όλα είναι ταχτικά, όπως τα θέλει ο αξιωµατικός και ο βασιλιάς και ο λαός.
- Μα ο λαός είπατε πως δεν θέλει τον βασιλιά, άµα δεν κάνει τίποτα.
- Σωστά, απάντησε ο Στρατιώτης, όµως και το λαό τον κουρδίζουν µε διαταγή του βασιλιά, κι άµα τον κουρδίσουν, δεν βγαίνει στους δρόµους να φωνάζη.
- Και ποιοι τον κουρδίζουν;
- Οι άνθρωποι του βασιλιά που, όπως κι ο ίδιος, αυτοί είναι µόνιµα κουρδισµένοι, δηλαδή δεν ξεκουρδίζονται ποτέ ... Και να δης τώρα, που θα 'ρθη ο αξιωµατικός να µε κουρδίση, θα λέω άλλα πράµµατα σε σένα, αν κάτσης λιγάκι ακόµα εδώ.
- Δηλαδή τι θα µου λέτε; ρώτησε περίεργη η Τππελκαόπ και κοίταξε µε θαυµασµό τον Στρατιώτη, που ήξερε τόσα πράµµατα, αλλά κυριότερα που είχε το νου του να φυλάγεται για να µην τον τιµωρήσουν.
- Θα σου λέω πως απαγορεύεται να µου µιλάς - όπως έγινε στην αρχή, κι αυτό έγινε γιατί µόνο τώρα άρχισα να ξεκουρδίζοµαι - θα σου λέω για το έθνος, για το βασιλιά που είναι εργατικός και καλός, για τη σηµαία µας, για τα καλά του στρατού κι άλλα τέτοια, και βέβαια πως όλα είναι εντάξει κι όλα πηγαίνουν καλά, κι ας µην είναι τίποτα απ' αυτά αλήθεια ...
Η Τππελκαόπ θέλησε να ρωτήση κάτι σπουδαίο, όµως ο Στρατιώτης τη σταµάτησε.
- Πήγαινε πιο πέρα και κάνε πως µε θαυµάζεις, γιατί έρχεται ο αξιωµατικός να µε κουρδίση, και λέγοντας αυτά, στάθηκε προσοχή και έκανε µε το όπλο του 'παρουσιάστε'. Η Τππελκαόπ πήγε πίσω και χάζευε τον αξιωµατικό που έβγαλε ένα µεγάλο κλειδί κι άρχισε να κουρδίζη τον Στρατιώτη, κι ο κρότος που έκανε το κλειδί στην κλειδαριά, ήταν όπως όταν κουρδίζης ένα ρολόι (…)
- Μα ο λαός είπατε πως δεν θέλει τον βασιλιά, άµα δεν κάνει τίποτα.
- Σωστά, απάντησε ο Στρατιώτης, όµως και το λαό τον κουρδίζουν µε διαταγή του βασιλιά, κι άµα τον κουρδίσουν, δεν βγαίνει στους δρόµους να φωνάζη.
- Και ποιοι τον κουρδίζουν;
- Οι άνθρωποι του βασιλιά που, όπως κι ο ίδιος, αυτοί είναι µόνιµα κουρδισµένοι, δηλαδή δεν ξεκουρδίζονται ποτέ ... Και να δης τώρα, που θα 'ρθη ο αξιωµατικός να µε κουρδίση, θα λέω άλλα πράµµατα σε σένα, αν κάτσης λιγάκι ακόµα εδώ.
- Δηλαδή τι θα µου λέτε; ρώτησε περίεργη η Τππελκαόπ και κοίταξε µε θαυµασµό τον Στρατιώτη, που ήξερε τόσα πράµµατα, αλλά κυριότερα που είχε το νου του να φυλάγεται για να µην τον τιµωρήσουν.
- Θα σου λέω πως απαγορεύεται να µου µιλάς - όπως έγινε στην αρχή, κι αυτό έγινε γιατί µόνο τώρα άρχισα να ξεκουρδίζοµαι - θα σου λέω για το έθνος, για το βασιλιά που είναι εργατικός και καλός, για τη σηµαία µας, για τα καλά του στρατού κι άλλα τέτοια, και βέβαια πως όλα είναι εντάξει κι όλα πηγαίνουν καλά, κι ας µην είναι τίποτα απ' αυτά αλήθεια ...
Η Τππελκαόπ θέλησε να ρωτήση κάτι σπουδαίο, όµως ο Στρατιώτης τη σταµάτησε.
- Πήγαινε πιο πέρα και κάνε πως µε θαυµάζεις, γιατί έρχεται ο αξιωµατικός να µε κουρδίση, και λέγοντας αυτά, στάθηκε προσοχή και έκανε µε το όπλο του 'παρουσιάστε'. Η Τππελκαόπ πήγε πίσω και χάζευε τον αξιωµατικό που έβγαλε ένα µεγάλο κλειδί κι άρχισε να κουρδίζη τον Στρατιώτη, κι ο κρότος που έκανε το κλειδί στην κλειδαριά, ήταν όπως όταν κουρδίζης ένα ρολόι (…)
____________________
.
Απώλεια*
Υπάρχει πάντα κάτι που χάνει κανείς:
τις ώρες
των φθινοπωρινών δειλινών
στα γυμνά και άγνωστα πάρκα,
στις φωτισμένες λεωφόρους της νύχτας,
στα πτωχά διαμερίσματα των συνοικισμών.
Υπάρχει πάντα κάτι που χάνει κανείς:
μια βελόνα,
μια γομολάστιχα,
ένα κλειδί,
κάτι που διαφεύγει της προσοχής μας,
που διαφεύγει της ικανότητάς μας
να συγκρατήσουμετα φθαρτά δεδομένα.
Υπάρχει πάντα κάτι που χάνει κανείς:
στις τσέπες του σακκακιού του,
ίσως κάποιο σημείωμα,
ίσως εκείνο το «εισιτήριο επιστροφής»,
μια «άδεια εισόδου»,
ένα μαντίλι λευκό.
Πάντα κάτι:
έναν αριθμό πρωτοκόλλου,
μια ημερομηνία,
ένα διαθέσιμο κάθισμα,
μια διεύθυνση,
την παρουσία μιας πινακίδας.
Υπάρχει πάντα κάτι που χάνει κανείς:
τις ώρες των ανώδυνων -προς στιγμήν-
αναχωρήσεων,
αναχωρήσεων,
μια διαβεβαίωση,
μια υπόσχεση,
ένα κέρμα μικράς αξίας.
Υπάρχει πάντα κάτι που χάνει κανείς:
την ώρα που κλείνουν
οι ταχυδρομικές Υπηρεσίες
οι ταχυδρομικές Υπηρεσίες
και κατεβαίνουν τα ρολλά
των Δημοσίων Καταστημάτων.
Υπάρχει πάντα κάτι:
μια ταυτότητα,
ένα πρόσωπο,
ένας φάκελλος μεγάλης σημασίας.
Έψαξα με προσοχή
στα βιβλία μου,
στα γραπτά μου,
στους χώρους
των πολύχρωμων συναναστροφών,
στα σημεία
των καθημερινών συναντήσεων.
Ερεύνησα
όλα τα δωμάτια
της σιωπηλής μου κατοικίας,
τα ενδύματά μου,
τις επιφάνειες
των αυστηρών επίπλων του παρελθόντος.
Ρώτησα τους νυκτερινούς φίλους
των ανεύθυνων και περιττών στιγμών,
τους υπεύθυνους και σοβαρούς
ανθρώπους των στολών.
Πληροφορήθηκα
πως δεν ήσουν
ούτε στις λευκές προκυμαίες
των κυριακάτικων περιπάτων,
πως το όνομά σου ήταν άγνωστο
στις αγγελίες των θανάτων,
των ατυχημάτων,
των αυτοκτονιών.
Διαπίστωσα
την απουσία σου
στα προσκλητήρια των λεξικών,
των καταλόγων,
των επιτύμβιων χρυσών επιγραφών.
Βεβαιώθηκα
πως έφυγες
απ' τη χώρα των απλών παιχνιδιών,
δεν ήσουν καν
στην ανοικτή μου παλάμη
ούτε στην αφηρημένη έκταση
των 'Ωκεανών.
Υπάρχει πάντα κάτι που χάνει κανείς:
μεταξύ των αντικειμένων,
των ανθρώπων,
των στιγμών,
μια ευκαιρία,
μια λεπτομέρεια,
κάτι...
Τα τραίνα έφυγαν
δίχως εσένα,
τα πλοία σαλπάρισαν
δίχως εσένα,
τα λεωφορεία ξεκίνησαν
δίχως εσένα,
ο κόσμος εδήλωσε την παρουσία του
δίχως εσένα…
κι εσύ
δεν απόμεινες
σε κανένα σταθμό,
δεν κάθησες
σε καμιά αποβάθρα,
δεν περίμενες
σε καμιά στάση,
δεν έριξες πουθενά
τη σκιά σου.
Ich habe dich verlοren...
.
*Η "Απώλεια" είναι το μοναδικό δημοσιευμένο ποίημα του Δημήτρη Ρικάκη και πρέπει να το έγραψε το 1957, όταν χώρισε από τη σύζυγό του. Ένα χρόνο αργότερα, το ποίημα δημοσιεύθηκε στο τριμηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό "Καινούρια Εποχή".
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΚΑΘ' ΟΙΟΝΔΗΠΟΤΕ ΤΡΟΠΟ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΚΤΗ - ΕΚΔΟΤΗ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου